– Ξέρεις τι είμαι, Τσίτσο; Το 11 μπαστούνι.
– Μα, δεν υπάρχει αυτό το χαρτί στην τράπουλα, κύριε.
– Ακριβώς. Είμαι ένα χαρτί που δεν υπάρχει.
Το αισθησιακό άρωμα της Σάρας, μιας ερωτευμένης νεαρής με τον τυφλό λοχαγό Φάουστο, διαχέεται παντού, σε όλο τον σκηνικό χώρο του «Βρετάνια», όπου παρουσιάζεται για πρώτη φορά στην Ελλάδα η θεατρική μεταφορά του έργου «Αρωμα Γυναίκας», βασισμένη στο μυθιστόρημα «Το σκοτάδι και το μέλι» (Il buio e il miele, 1969) του Τζιοβάνι Αρπίνο και στη θεατρική διασκευή του Πίνο Τιέρνο. Η Αλεξάνδρα Αϊδίνη και ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης επεξεργάστηκαν δραματουργικά και συνδυαστικά το λογοτεχνικό κείμενο του Αρπίνο και τη διασκευή του Τιέρνο, μελέτησαν και την κινηματογραφική μεταφορά του Ντίνο Ρίζι (1974), αλλά διατήρησαν μεγαλύτερη σύνδεση με το μυθιστόρημα και μικρότερη με την ιταλική διασκευή του.
Βέβαια, ο θεατής που εισέρχεται στο «Βρετάνια» έχει στο μυαλό του έναν ανυπέρβλητο κινηματογραφικό μύθο, το ταγκό του Αλ Πατσίνο και της γοητευτικής Γκαμπριέλ Ανουάρ στη σκηνή του χορού «Por una Cabeza» που συνέθεσε ο Αργεντίνος Κάρλος Γκαρντέλ για το οσκαρικό «Αρωμα Γυναίκας» (1992). Ο Κωνσταντίνος Ασπιώτης αναμετρήθηκε επιτυχώς με τη δυναμική προϊστορία του έργου και μετατοπίζοντας το βάρος στη θεατρικότητα των καταστάσεων, εστίασε σε τρεις βασικές συνιστώσες: στο προσωπικό δράμα της μοναξιάς του Φάουστο, στη γνήσια φιλία του με τον στρατιώτη Τσίτσο και στην ερωτική αγάπη της Σάρας προς τον Φάουστο παρά τη διαφορά ηλικίας είκοσι ετών και το χάσμα εμπειριών μεταξύ τους.
Η παράσταση που σκηνοθέτησε ο Ασπιώτης αφέθηκε στη γοητεία των ηθοποιών – πρωταγωνιστών της και στη νοσταλγία ενός χαμένου χρόνου, του τέλους της δεκαετίας του 1960, παρακολουθώντας με ρυθμό σχεδόν κινηματογραφικό ένα ταξίδι από το Τορίνο στη Νάπολη, με ποικίλους ενδιάμεσους σταθμούς υπαρξιακής αναζήτησης, ενδοσκόπησης και αυτογνωσίας. Οι υφολογικές επιλογές της σκηνοθεσίας θέτουν το ζήτημα του συνδυασμού της αφηγηματικής γραμμικής παρουσίασης των γεγονότων και της εναλλαγής τους με τη ροή σκηνικών πλάνων στο περιστρεφόμενο σκηνικό που δημιούργησε η Αθανασία Σμαραγδή.
Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι εξαιρετικό δείγμα ποιοτικού εμπορικού θεάτρου, όπου αναδεικνύονται ισοδύναμα όλες οι σκηνογραφικές, μουσικές και ερμηνευτικές συνιστώσες.
Ο σκηνοθέτης εργάστηκε επίσης με άξονα και την εξιστόρηση των συμβάντων που παραλείπονται και έτσι η αφήγηση λειτούργησε επεξηγηματικά στη δράση. Το αισθητικό αποτέλεσμα είναι μία παράσταση συνόλου, όπου αναδεικνύονται ισοδύναμα όλες οι σκηνογραφικές, μουσικές και ερμηνευτικές συνιστώσες. Ενα εξαιρετικό δείγμα ποιοτικού εμπορικού θεάτρου.
Ο Ακης Σακελλαρίου σκιαγράφησε με οξυδέρκεια το πορτρέτο του Φάουστο, του αόμματου λοχαγού που «αναζητάει το ορατό μέσα στο αόρατο», ενός μεγάλου εραστή των γυναικών που μπορεί να αναγνωρίζει αν μια γυναίκα είναι όμορφη μόνο από το άρωμά της. Είναι τυφλός, αλλά ξέρει να βλέπει βιώνοντας τη δίνη των συναισθηματικών αντιθέσεων. Ενα «τιποτένιο τίποτα». Εκκεντρικός και ιδιότροπος, εγωπαθής και τρυφερός, εξαρτημένος από το ρούμι και το γυναικείο φύλο, ένας αξιωματικός που έχασε την όρασή του στη διάρκεια στρατιωτικών ασκήσεων και το φέρει βαρέως γιατί έμεινε τυφλός λόγω ατυχήματος και όχι λόγω της εμπλοκής του σε μάχη. Μοιραία η σύγκριση με τον Αλ Πατσίνο, αλλά ομολογουμένως ο Ακης Σακελλαρίου συνέλαβε το βλέμμα, το στήσιμο, την κινητική και σωματική υπόσταση του ρόλου και ανταποκρίθηκε εξαιρετικά στην πρόκληση, κυρίως στις εναλλαγές κωμικών και δραματικών μοτίβων.
Ο Προκόπης Αγαθοκλέους είναι μια αποκάλυψη και στον ρόλο του αφηγητή και στον ρόλο του αφοσιωμένου συνοδού Τσίτσο. Ιδιαίτερης ερμηνευτικής αξίας η γλώσσα του σώματός του ως προς την κίνηση, τους μορφασμούς και τις ποικίλες εκφράσεις του προσώπου του. Ο ηθοποιός παίζει τον «ακόλουθο», αλλά αρνείται δυναμικά ότι είναι ο υπηρέτης. Ειρωνικός σε καίριες στιγμές. Ετοιμος, ωστόσο, να υπακούσει στο τρίπτυχο των εντολών: «Θα περπατάς πολύ. Θα μιλάς λίγο. Θα πίνεις κυρίως».
Ο Ακης Σακελλαρίου σκιαγράφησε με οξυδέρκεια το πορτρέτο του Φάουστο, του τυφλού λοχαγού που μπορεί να αναγνωρίζει αν μια γυναίκα είναι όμορφη μόνο από το άρωμά της.
Τρυφερή και ανθεκτική η Σάρα της Μαριάννας Πουρέγκα συμπλήρωσε το τρίγωνο των πολύ καλών ηθοποιών. Συγκινεί η παρουσία της Ξένιας Καλογεροπούλου στον μικρό ρόλο της θείας του λοχαγού με το «ιδιαίτερο ταμπεραμέντο». Η μουσική του Γιώργου Χριστιανάκη αποθέωσε στο δεύτερο μέρος τη σκηνή του ναπολιτάνικου πάρτι, δεν αποθέωσε όμως τη σκηνή του ερωτικού ταγκό, που εκτελέστηκε αμήχανα και χωρίς την εσωτερική δύναμη του φλεγόμενου πάθους των δύο εραστών. Μας έλειψε η δυναμική του χορού που επιμελήθηκε η Δήμητρα Μερτζάνη, περιορισμένη η χορευτική δεινότητα του ζευγαριού Πουρέγκα – Σακελλαρίου. Επιπλέον, πολλά τα εμπόδια (έπιπλα, σκηνικά αντικείμενα) που έθεσε το σκηνικό στην εκτέλεση του ταγκό ως βασικού συστατικού της παράστασης, ενός συστατικού που λείπει, ωστόσο, από το πρωτότυπο έργο.
«Δύο και δύο ίσον πέντε, αλλά ποτέ τέσσερα» είναι το σύνθημα του Φάουστο, ένα σύνθημα που ανατρέπει κάθε λογική σύμβαση και επιβεβαιώνει την άρνηση του δραματικού προσώπου να «αποδεχθεί μια ζωή στο σκοτάδι», μια ζωή που κανένα άλλο πρόσωπο δεν μπορεί να διανοηθεί πώς είναι πραγματικά.
* Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

