«Δεν ήθελα να δείξω τη Βενετία όπως την ξέρουμε από τις καρτ ποστάλ. Hθελα μια θεατρική Βενετία, μια ατμόσφαιρα, ένα υπαρξιακό τοπίο», λέει ο Φίλιπ Φιρχόφερ, καθισμένος δίπλα μου στον καναπέ της φωτεινής αίθουσας των συνεντεύξεων, στο κτίριο της Εθνικής Λυρικής Σκηνής. Ο Φιρχόφερ αποτελεί μία από τις πιο ξεχωριστές φωνές της σύγχρονης ευρωπαϊκής τέχνης. Η καλλιτεχνική πρακτική του συνδυάζει πίνακες ζωγραφικής, γλυπτά, εγκαταστάσεις και σκηνικά. Το έργο του κινείται σε ένα υβριδικό πεδίο στο οποίο η σύγχρονη τεχνολογία, τα βιομηχανικά υλικά και η ποπ κουλτούρα αλληλεπιδρούν με την παραδοσιακό ζωγραφικό τελάρο, δημιουργώντας έναν κόσμο ετερόκλητο αλλά παράδοξα ενιαίο.
Με το λευκό Τ-shirt του μοιάζει με 25χρονο που βιάζεται να συναντήσει τους συνομηλίκους του και να μιλήσουν για ό,τι περισσότερο τον ενδιαφέρει: την τέχνη. Και εν προκειμένω, για την όπερα. Στην πραγματικότητα, ο Φιρχόφερ είναι ένας 42χρονος Βαυαρός στην καταγωγή πολυκαλλιτέχνης, ο οποίος έχει επιλέξει να ζει στο Βερολίνο, επειδή προτιμά τη φιλοσοφία, την αισθητική και την καθημερινότητα αυτής της πόλης. Στην Αθήνα έφτασε την προηγούμενη ημέρα της συνέντευξής μας και θέλει να δουλέψει γρήγορα, ώστε να γίνει σωστά η προσαρμογή του εντυπωσιακού σκηνικού της νέας μεγάλης διεθνούς συμπαραγωγής της ΕΛΣ «Τζοκόντα» του Ιταλού Αμιλκάρε Πονκιέλι (1834-1886), συνθέτη διάσημου στην εποχή του, αλλά που σήμερα τον θυμόμαστε για την «Τζοκόντα». Η όπερα ανεβαίνει στη σκηνή της αίθουσας «Σταύρος Νιάρχος» και αφορά την ιστορία μιας γυναίκας, της Τζοκόντα, η οποία θυσιάζει τον έρωτά της για την αγάπη προς τη μητέρα της. Πασίγνωστος είναι ο «Χορός των ωρών» από την τρίτη πράξη του έργου.
Η μεταφορά της παραγωγής από το Σάλτσμπουργκ στην Αθήνα και μετά στο Κόβεντ Γκάρντεν απαιτεί τεχνική ευρηματικότητα. «Το σκηνικό έπρεπε να “συμπτυχθεί”, να διατηρήσει το νόημά του σε μικρότερους χώρους. Hταν δύσκολο, αλλά δημιουργικά γόνιμο».
Η απεργία της πρώτης ημέρας του Οκτωβρίου, όμως, τον φρέναρε για λίγο. Δεν δυσανασχετεί· αντιθέτως, ρωτάει για τα εργασιακά αιτήματα, για τη συμμετοχή στην απεργία, για την αθηναϊκή πραγματικότητα. Βρίσκεται ταυτόχρονα στα παρόν –αποτελεσματικός, πραγματιστής, εξαιρετικά καλλιεργημένος– και στον ρομαντισμό, ως γνήσιο τέκνο της γερμανικής κουλτούρας. Η σύλληψη του έργου είναι «σαν ένα εσωτερικό όνειρο της Τζοκόντα», τονίζει ο ίδιος. «Οχι εκατό τοις εκατό ρεαλιστικό, μάλλον μια κινηματογραφική αναδρομή στη ζωή της – με πόνο, φαντασία και νοσταλγία. Αλλωστε, ποιος μπορεί να πει με σιγουριά ποια ήταν η Τζοκόντα».
Παρά τα ιστορικά στοιχεία, οι χαρακτήρες φορούν σύγχρονα κοστούμια. Η Τζοκόντα του Φιρχόφερ είναι μια άστεγη κοπέλα από τις φτωχογειτονιές της σημερινής Βενετίας, που προσπαθεί να επιβιώσει με κάθε τρόπο.
Η εικαστική γλώσσα του ξεκινά από τη ζωγραφική. «Το κέντρο μου είναι το στούντιό μου. Είμαι ζωγράφος. Απλώς, καμιά φορά, οι ζωγραφιές μου γίνονται τρισδιάστατες», εξηγεί και υπόσχεται ότι θα μου δείξει τι εννοεί όταν βρεθούμε πίσω από τη σκηνή, εκεί όπου τα σκηνικά είναι έτοιμα για συναρμολόγηση. Η σκηνογραφία για τον Φιρχόφερ δεν είναι διακόσμηση αλλά αφήγηση. Μάλιστα, όπως υπογραμμίζει, εμπνέεται βαθιά από τη βενετσιάνικη ζωγραφική – τον Καναλέτο, τον Τιτσιάνο, τον Τιντορέτο. «Ο ουρανός της σκηνής είναι ζωγραφισμένος στο χέρι, ως αναφορά σε ένα έργο του Τιέπολο. Θα μπορούσαμε να είχαμε χρησιμοποιήσει προβολές, αλλά προτιμήσαμε την τεχνοτροπία της ζωγραφικής. Η Βενετία είναι η αιώνια πόλη, περιβαλλόμενη από τη θάλασσα και τον ουρανό. Ολοι έρχονται και φεύγουν, πεθαίνουν, αλλά εκείνη παραμένει. Αυτή η ιδέα καθόρισε όλη μου τη σκηνογραφία», εξηγεί.
Ο ουρανός της σκηνής είναι ζωγραφισμένος στο χέρι, ως αναφορά σε ένα έργο του Τιέπολο. Θα μπορούσαμε να είχαμε χρησιμοποιήσει προβολές, αλλά προτιμήσαμε την τεχνοτροπία της ζωγραφικής.
Στον κατοπινό περίπατό μας, δεν μπορέσαμε να θαυμάσουμε αυτόν τον ζωγραφισμένο ουρανό. Το τεράστιο πανό ήταν διπλωμένο πολλά μέτρα πάνω από τα κεφάλια μας. Είδαμε, πάντως, τους εαυτούς μας να αντανακλούν σε ένα γιγαντιαίο καθρέφτη κατασκευασμένο από σύγχρονο, ακριβό συνθετικό υλικό, κάτι σαν λεπτότατο αλουμινόχαρτο με στιλπνή επιφάνεια, που στέλνει πίσω την εικόνα μας χωρίς κανένα ψεγάδι.
«Γιατί ένας σύγχρονος εικαστικός επιλέγει τη σκηνογραφία της όπερας;» τον ρωτάω. «Διότι η όπερα έχει αυτή την καταπληκτική αυστηρά δομημένη φόρμα», απαντά. «Δεν μπορείς να την αλλάξεις όπως συμβαίνει στο θέατρο. Πρέπει να υπηρετήσεις τη μουσική, την παρτιτούρα, τη δραματουργία. Είναι σαν πάλη. Αλλά ακριβώς εκεί γεννιέται η δημιουργικότητα».
Για εκείνον, η όπερα είναι ένα από τα πιο ολοκληρωμένα είδη τέχνης: μουσική, εικόνα, λόγος, θέαμα. «Το εικαστικό μέρος της παράστασης, τα σκηνικά, τα κοστούμια μπορούν να “φωτίσουν” αλλιώς τη μουσική. Μπορεί να σε κάνουν να ακούσεις αλλιώς μια άρια. Να νιώσεις τη μοντέρνα πλευρά της μουσικής των μεγάλων συνθετών μόνον και μόνον αλλάζοντας την οπτική γωνία».
Στην «Τζοκόντα» έχει μετατρέψει τη σκηνή σε ένα τεράστιο γλυπτό εντός του οποίου το σώμα του τραγουδιστή μοιάζει να διαστέλλεται και να συμπυκνώνεται καθώς η προοπτική διαρκώς μεταβάλλεται με τρόπο εικαστικό, με διαγώνιους και οριζόντιους άξονες, που στέλνουν το βλέμμα του θεατή σε διαφορετικά σημεία του «κάδρου». Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζει η «δραματουργική επανάχρηση» των σκηνικών στοιχείων, ένα είδος θεατρικού παλίμψηστου. Τα σκηνικά στοιχεία αλλάζουν λειτουργία από πράξη σε πράξη: «Οι αψίδες της πλατείας του Αγίου Μάρκου στο πρώτο μέρος μετατρέπονται σε εσωτερικό παλάτι στην τρίτη πράξη. Ή μια εκκλησιαστική πρόσοψη γίνεται πόρτα ενός σαλονιού. Αυτό το παιχνίδι οικειότητας και αποξένωσης δημιουργεί μια διάσταση σχεδόν σουρεαλιστική», σχολιάζει.
Τα σκηνικά, τα κοστούμια μπορούν να «φωτίσουν» αλλιώς τη μουσική. Μπορεί να σε κάνουν να ακούσεις αλλιώς μια άρια. Να νιώσεις τη μοντέρνα πλευρά της μουσικής των μεγάλων συνθετών.
Ο Φίλιπ Φιρχόφερ είναι ένας δημιουργός που κάνει πολλά πράγματα ταυτόχρονα. Μια σοβαρή περιπέτεια της υγείας του σε νεαρότατη ηλικία τον έκανε να αποφασίσει να γίνει καλλιτέχνης όπως επιθυμούσε, παρότι πολλοί γύρω του έλεγαν ότι θα πεινάσει. Σήμερα, μοιράζει τον χρόνο του ανάμεσα σε εκθέσεις, ζωγραφική και μία ή δύο παραγωγές όπερας κάθε χρόνο. «Είναι δύσκολο να είσαι παντού, αλλά για μένα δεν υπάρχει διαχωρισμός. Ολα είναι ζωγραφική. Απλώς άλλες φορές σε καμβά και άλλες πάνω στη σκηνή».
*Η «Τζοκόντα» του Αμιλκάρε Πονκιέλι αποτελεί διεθνή συμπαραγωγή της ΕΛΣ με το Πασχαλινό Φεστιβάλ του Σάλτσμπουργκ και τη Βασιλική Οπερα του Λονδίνου. Πρεμιέρα 19/10, για 7 παραστάσεις.

