«Η κόμισσα της φάμπρικας», «Τζένη-Τζένη», «Ποτέ την Κυριακή» και –σε επανάληψη από πέρυσι– «Ενας ήρωας με παντούφλες». Οι παλιές αυτές ταινίες, που αγαπήθηκαν από γενιές και γενιές, θα παρουσιαστούν φέτος στο θέατρο. Ολες γυρίστηκαν τη δεκαετία του ’60, με μόνη εξαίρεση τον «Ηρωα» του 1958. Παράδοξο, λοιπόν, το ανέβασμά τους το 2025; Το ερώτημα δεν μπορεί να απευθυνθεί στους θεατρικούς παραγωγούς, οι οποίοι βλέποντας τα υψηλά νούμερα τηλεθέασης των ταινιών προσδοκούν ανάλογη εισπρακτική επιτυχία στο θέατρο. Ωστόσο το κοινό; Γιατί κάποιος να ξαναδεί σήμερα στο θέατρο παράσταση βασισμένη σε μια ταινία χιλιοπαιγμένη;
Δύσκολα πιστεύω ότι κάποιος θεατής θα ήθελε να δει σε μια παλιά ελληνική ταινία σύγχρονους δημοφιλείς ηθοποιούς. Τι δηλαδή; Να τρέξει κάποιος να δει τους σπουδαίους Γαλήνη Χατζηπασχάλη και Χρήστο Λούλη ως Τζένη Καρέζη και Ανδρέα Μπάρκουλη; Ή τη Δήμητρα Ματσούκα στον ρόλο της Αννας Φόνσου; Καμία σύγκριση. Γιατί λοιπόν καλλιτέχνες, με διακριτό αποτύπωμα στην ελληνική θεατρική σκηνή, επιλέγουν να βουτήξουν στην ηθογραφία των παλιών ταινιών αντί να διαλέξουν μια σύγχρονη νεοελληνική κωμωδία;
Μήπως το 2025 οι νυν μικροαστοί «νοικοκυραίοι» ζουν μέσα από αυτά τα κείμενα την ελπίδα πως μια καλύτερη ζωή, με τη φρεσκάδα της Αλίκης Βουγιουκλάκη, τους περιμένει στη γωνία;
Δεν είναι βασικός λόγος ότι δεν έχουμε καλά σύγχρονα κείμενα. Η διαφορά των παλιών κειμένων είναι ότι είναι εύπεπτες κωμωδίες χαρακτήρων σε αντίθεση με τα σύγχρονα, που αποτελούν ψυχογράφημα της καθημερινότητας του Ελληνα. Τουλάχιστον αυτό πρέπει να επιχειρήσουν οι σύγχρονοι συγγραφείς, εάν θέλουν να αποδώσουν την πολύπλοκη, σύνθετη καθημερινότητά μας, για να μπορέσουν να κερδίσουν το ενδιαφέρον του κοινού. Από την πλευρά τους, οι στιβαρές, παλιές κωμωδίες «ευνοούνται», καθώς έχουν αποκτήσει την πατίνα του χρόνου, που θολώνει τα όποια μειονεκτήματά τους.
«Θέλω να πω δυο λόγια για το κοινό εκείνου του καιρού. Μεροκαματιάρηδες οι πιο πολλοί, μικροαστοί “νοικοκυραίοι”, και γενικά άνθρωποι μέτριου εισοδήματος, που είχαν σαν φτηνή διασκέδαση το σινεμά. Ολοι αυτοί λοιπόν, χωρίς ιδιαίτερο αισθητικό κριτήριο, εκεί, στη σκοτεινή αίθουσα, παραβλέποντας τις όποιες τεχνικές ατέλειες ή και τις μέτριες αποδόσεις ορισμένων ηθοποιών, ζούσαν το παραμύθι κι ονειρεύονταν· ονειρεύονταν κάτι διαφορετικό από τη μίζερη καθημερινότητά τους, που τους το πρόσφερε ένας ευφάνταστος σεναριογράφος», γράφει ο Γιώργος Σταμπουλόπουλος, σκηνοθέτης που έζησε την άνθηση του παλιού ελληνικού κινηματογράφου.
Μήπως, λοιπόν, το σημερινό κοινό βλέπει τα κείμενα αυτά όχι νοσταλγικά, όπως υποστηρίζεται, αλλά με όρους ρεαλιστικούς; Μήπως το 2025 οι νυν μικροαστοί «νοικοκυραίοι» ζουν μέσα από αυτά τα κείμενα την ελπίδα πως μια καλύτερη ζωή, με τη φρεσκάδα της Αλίκης Βουγιουκλάκη, τους περιμένει στη γωνία;

