«Α, ρε Λαυρέντη, εγώ που μόνο το ‘ξερα τι κάθαρμα ήσουν, τι κάλπικος παράς, μια ολόκληρη ζωή μέσα στο ψέμα». Ποιος ήταν ο Λαυρέντης στο «Επιτύμβιον» του Μανόλη Αναγνωστάκη; Ποιοι στίχοι των ποιημάτων του είναι πολιτικοί και ποιοι απηχούν ερωτικά συναισθήματα; Ποια είναι τα πρόσωπα στα οποία αφιερώνει ποιήματά του; Ποιοι ήταν οι δρόμοι, οι ταβέρνες, οι χρονολογίες, που «στεγάζουν» τα ποιήματά του; Μπροστά στο δυσεπίλυτο σταυρόλεξο που συναντά ο αναγνώστης διαβάζοντας την ποίηση του Μανόλη Αναγνωστάκη, βρισκόταν επί χρόνια και ο φίλος του Μίλτος Πολυβίου. Η προσπάθεια να το λύσει σκόνταφτε πάνω στη σιωπή του ποιητή, παρά τη μακρόχρονη και βαθιά φιλία τους.
Τον τελευταίο χρόνο της ζωής του όμως ο ποιητής τού άνοιξε την ψυχή του. Του εκμυστηρεύτηκε ιστορίες της ζωής και της πολιτικής του δράσης από τα πυκνά γεγονότα της δίσεκτης εποχής που μετουσιώθηκαν σε στίχους. Και ο Πολυβίου, ως αποδέκτης των εξομολογήσεων, άρχισε να ξετυλίγει το κρυπτογραφικό κουβάρι της ποίησής του μέσα από την οποία, όπως λέει ο ίδιος, «διακρίνουμε μια κατάθεση ζωής τόσο γνήσια και αυθεντική που καταφέρνει να παράγει πραγματική ποίηση με τα πιο κοινά υλικά, χωρίς να καταφεύγει σε εκζητήσεις που θα μπορούσαν αναπόφευκτα να νοθεύσουν την αλήθεια της ειλικρίνειάς της».
Ηθελα να αποκωδικοποιήσω στίχους, να προσπαθήσω να ερμηνεύσω πιθανά κρυφά νοήματα ή συναισθήματα, να προσεγγίσω την πραγματικότητα μέσα στην οποία δημιουργήθηκαν.
Εκατό χρόνια από τη γέννηση του Αναγνωστάκη και είκοσι χρόνια από τον θάνατό του, ήρθε η σειρά του Μίλτου Πολυβίου να σπάσει τη δική του σιωπή και να αναδείξει κάποιες κρυφές πτυχές του έργου του ποιητή με το βιβλίο «Πραγματολογικά σχόλια για το έργο του Μανόλη Αναγνωστάκη», μια ολιγοσέλιδη έκδοση που κυκλοφόρησε από τις εκδόσεις Πατάκη. Τα στοιχεία από τις προφορικές μαρτυρίες του ποιητή αποκρυπτογραφούν τα βιώματά του στην πόλη της Θεσσαλονίκης στα εφηβικά του χρόνια, στα χρόνια της Αντίστασης, του Εμφυλίου, της φυλακής και της δικτατορίας, διευκολύνοντας τον αναγνώστη να «εισχωρήσει στο εργαστήρι του ποιητή», όπως σημειώνει στον πρόλογό του ο Δημήτρης Δασκαλόπουλος. Γιατί η ποίηση, εξηγεί, «δεν είναι μια πράξη εν κενώ, είναι περιγραφή και αποτύπωση μιας δεδομένης πραγματικότητας».
Ο Μανόλης Αναγνωστάκης και ο Μίλτος Πολυβίου γνωρίστηκαν στη Θεσσαλονίκη τον χειμώνα του 1969-1970 με την ενθάρρυνση μιας φίλης του ποιητή που ήταν συγκατηγορούμενή του στη δίκη κατά την οποία εκείνος καταδικάστηκε σε θάνατο. Η σχέση τους έγινε στενότερη στο βιβλιοπωλείο «Βιβλιοθήκη» στο οποίο ο Αναγνωστάκης είχε γίνει συνέταιρος και εξελίχθηκε σε μια βαθιά φιλία που συνεχίστηκε και μετά τη μετοίκηση του ποιητή στην Αθήνα.
«Στις συναντήσεις μας ενώ αναφερόταν συχνά στην ατμόσφαιρα της εποχής που έζησε, στους συντρόφους που δεν είχαν, όπως αυτός, την τύχη να επιζήσουν, απέφευγε τις αναφορές στα προσωπικά βιώματα που εκφράζονται στα ποιήματά του. Τον τελευταίο 1-1,5 χρόνο της ζωής του άρχισε να γίνεται πιο εξομολογητικός, ίσως γιατί καταλάβαινε ότι το τέλος δεν θα ήταν πολύ μακριά. Μου εμπιστεύτηκε προσωπικές του ιστορίες για κάποιες από τις οποίες δεν είχε μιλήσει ποτέ σε κανέναν», αναφέρει στην «Κ» ο κ. Πολυβίου.
Βλέποντας λοιπόν τη διάθεση του ποιητή να μιλήσει για πρόσωπα, συνθήκες και συναισθήματα που αντανακλώνται στα ποιήματά του, ο κ. Πολυβίου του πρότεινε μια συστηματική καταγραφή σε ερωτήματα πραγματολογικού χαρακτήρα. «Το αποδέχτηκε πρόθυμα και άρχισα να καταγράφω όσο πιο πιστά μπορούσα τις πληροφορίες που μου έλεγε». Τις εξομολογήσεις του ποιητή τις συμπλήρωνε επί χρόνια με προσωπική έρευνα σε δημοσιεύματα της εποχής και διάφορα αρχεία.
Ηταν χαμηλότονος και αντιρρητορικός όπως και στα ποιήματά του. Δεν ανεχόταν να τον κατατάσσουν ως αποκλειστικά πολιτικό ποιητή, είμαι «ερωτοϋπαρξιακός και πολιτικός μαζί», υποστήριζε.
«Ηθελα να αποκωδικοποιήσω στίχους, να προσπαθήσω να ερμηνεύσω πιθανά κρυφά νοήματα ή συναισθήματα, να προσεγγίσω την πραγματικότητα μέσα στην οποία δημιουργήθηκαν αυτοί οι στίχοι, τα πρόσωπα, οι τόποι, οι χρονολογίες που αναφέρονται», διευκρινίζει ο κ. Πολυβίου. «Ετσι, π.χ., το κείμενο “Με περνούσες μόνο επτά χρόνια αλλά πρόλαβες και πολέμησες στην Ισπανία”, αναφέρεται στον Αρθουρ Λόντον, γνωστό ηγετικό στέλεχος του τσεχοσλοβακικού κομμουνιστικού κόμματος, άλλοτε κρατούμενο των ναζιστικών στρατοπέδων και των σταλινικών φυλακών, τον οποίο είχε γνωρίσει το 1978 στο τότε συνέδριο του Κ.Κ. Ισπανίας. Η φράση αυτή δείχνει το πώς έβλεπε ο Αναγνωστάκης τη συμμετοχή του στην πολιτική, καθώς εκφράζει τη διάθεση της στράτευσης στην υπηρεσία των ιδανικών του. Ή, για να αναφερθούμε σε ένα άλλο παράδειγμα, οι “βηματισμοί στις υγρές πλάκες” αναφέρονται στο πήγαινε-έλα των κρατουμένων κατά τον καθημερινό αυλισμό τους στο προαύλιο της φυλακής».
– Πώς θα περιγράφατε την προσωπικότητα του φίλου σας Αναγνωστάκη;
– Μου έκανε εντύπωση ότι ο άνθρωπος που είδα όταν τον πρωτογνώρισα απηχούσε ακριβώς το πρόσωπο που είχα φανταστεί διαβάζοντας την ποίησή του, κάτι που δεν συμβαίνει πολύ συχνά. Χαμηλότονος και αντιρρητορικός όπως και στα ποιήματά του, προσηνής, με χιούμορ ευθύβολο και αυτοσαρκαστικό, διακριτικός, μελαγχολικός, με συναισθηματική ευφυΐα, συναισθηματικός χωρίς να διολισθαίνει σε αισθηματολογίες. Δεν ανεχόταν να τον κατατάσσουν ως αποκλειστικά πολιτικό ποιητή, είμαι «ερωτοϋπαρξιακός και πολιτικός μαζί», υποστήριζε. Αρχισε να γράφει ποιήματα πολύ μικρός και εξέδωσε την πρώτη του συλλογή, τις «Εποχές», αμέσως μετά την Κατοχή. «Μήπως δίσταζες να τα εκδώσεις, έχοντας αμφιβολίες για την ποιότητά τους;», τον ρώτησα. Μου απάντησε πως δεν είχε αμφιβολία ότι ήταν καλά ποιήματα, αλλά δεν ήταν βέβαιος κατά πόσο θα γινόταν αποδεκτή μια ποίηση με υπαρξιακές αναζητήσεις και χωρίς μαχητικό πολιτικό χαρακτήρα από ένα στέλεχος της ΕΠΟΝ όπως αυτός, και μάλιστα σε μια εποχή άκρας πολιτικοποίησης και αγωνιστικής έξαρσης.
– Πώς ερμηνεύετε τη σιωπή σχεδόν ώς τον θάνατό του;
– Ο Αναγνωστάκης σταμάτησε να γράφει ποίηση το 1971 σε ηλικία 46 ετών. Οπως έλεγε, «δεν είμαι επαγγελματίας ποιητής, γράφω όταν αισθάνομαι ότι έχω κάτι καινούργιο να πω. Δεν θέλω να επαναλαμβάνομαι. Αλλωστε η σιωπή κάποτε εκφράζει καλύτερα αυτό που θέλεις να πεις».
– Ποια ήταν η σχέση του με την τρέχουσα πολιτική τα τελευταία χρόνια;
– Ποτέ δεν έπαψε να έχει επαφή με την πολιτική επικαιρότητα. «Δύο κατηγορίες πάντα, οι δρώντες και οι θεατές», είχε γράψει, και αυτός ποτέ δεν ανήκε στην κατηγορία των απλών θεατών. Υπήρξε κατ’ επανάληψη υποψήφιος βουλευτής και ευρωβουλευτής με το ΚΚΕ εσωτερικού και ήταν συχνή η παρουσία του στον Τύπο με άρθρα πολιτικού χαρακτήρα. Θα έλεγα όμως πως και η σιωπή που τον χαρακτήριζε τα τελευταία χρόνια της ζωής του αποτελούσε, κατά κάποιο τρόπο, μια έμμεση παρέμβαση πολιτικού χαρακτήρα, καθώς εξέφραζε τον προβληματισμό του σχετικά με το τι ακριβώς εννοούμε ως Αριστερά μετά τα όσα αυτή αποδέχτηκε να γίνονται στο όνομά της.

