Στη γωνία της Μιχαήλ Βόδα 129 με την οδό Περγάμου στέκεται ακόμη όρθιο ένα παλιό σπίτι. Λόγω της θέσης του και παρά το πυκνό φύλλωμα της δενδροστοιχίας με τις ψευδοακακίες (Robinia pseudoacacia), το σπίτι δίνει την αίσθηση ενός μεσοαστικού ανακτόρου, με δύο ορόφους, με ανωδομή σε μορφή πυργίσκου και με ευρύχωρες ημιυπόγειες κάμαρες. Είναι μια σύνθεση που αιχμαλωτίζει το βλέμμα, περισσότερο λόγω της πένθιμης ομορφιάς της παρά για τη συμβολή της στη σύγχρονη ζωή. Είναι ένα ορατό λείψανο της Αθήνας που κάποτε έθαλλε και έσφυζε από ζωή πάνω από την πλατεία Αττικής και γύρω από τον Αγιο Παντελεήμονα.
Σημειώνω σκοπίμως αυτά τα δύο τοπωνύμια, πιο πολύ για να δώσω έμφαση στην απόσταση που χωρίζει σήμερα την ιδέα που έχουν πολλοί για την Αθήνα από την αληθινή Αθήνα. Ενας περίπατος στη Μιχαήλ Βόδα, σε όλο το μήκος της, είναι μια καταβύθιση σε μια διαδρομή στον χρόνο, τον ορθολογικό και τον φανταστικό, έτσι όπως προβάλλεται στις οθόνες του νου. Πιο κάτω από τη γωνία με την Περγάμου είναι η Αγίου Μελετίου, που μας οδηγεί ευθεία επάνω στην Πατησίων και τη Φωκίωνος Νέγρη. Κατανοούμε λοιπόν ότι βρισκόμαστε σε έναν πυκνό καμβά αστικών αναφορών.
Το ίδιο το σπίτι, διατηρητέο μεν, αλλά αφημένο στην τύχη του, φέρει πλέον τον επιπλέον ρόλο ενός μάρτυρα. Στέκει αποκομμένο από τη φυσική ενδοχώρα του, τα λοιπά σπίτια της εποχής του με τα οποία σχημάτιζε οικιστικές συστάδες μιας ορισμένης αστικής καλαισθησίας. Αλλά ακόμη και σήμερα, με όλη την παραμόρφωση της γειτονιάς, και με όλη τη δεδομένη κοινωνική ανακατάταξη, το σπίτι της Μιχαήλ Βόδα και Περγάμου διεκδικεί μια θέση γοήτρου.
Στην πρόσοψη, με την αλλοκαιρινή ώχρα να βάφει την επιδερμίδα, διακρίνουμε τις ψηλές παραστάδες, τα επίκρανα, τα γείσα, τη δια-κοσμητική ταινία που ως ζωφόρος γεμίζει τον θριγκό με σχέδια της αρ νουβό. Πόσο όμορφο είναι το σπίτι αυτό, πόσο χρήσιμο στέκεται ως φάρος ενός μέτρου.
Αγνωστο πώς θα είναι το ύφος της Μιχαήλ Βόδα σε 10 ή 20 χρόνια. Οπως ήταν αδιανόητο το 1960 ή το 1970, όταν άλλαζε άρδην η περιοχή, να φανταστεί κανείς την πτώση στην ποιότητα ζωής, έτσι και σήμερα είναι παράτολμη κάθε προβολή στο μέλλον. Ομως, η αδράνεια του παρόντος δεν προμηνύει κάτι θετικό. Το όμορφο αυτό αρχοντόσπιτο, που μας απασχολεί σε αυτό το σημείωμα, είχε χωρίς αμφιβολία μια γοητευτική οικογενειακή ιστορία να διηγηθεί, όπως κάθε κλειστή πόρτα ή ξεχαρβαλωμένο παράθυρο στα παλιά σπίτια της Αθήνας. Οι άνθρωποι που το έχτισαν στη δεκαετία του 1920 έχουν προ πολλού φύγει, μα αυτό που μένει είναι το έργο των ανθρώπων. Αυτό μας υποβάλλει, αυτό μας κάνει να σηκώνουμε το βλέμμα ψηλά. Και να συλλογιζόμαστε.
Ενα αιωνόβιο σπίτι, λοιπόν, Μιχαήλ Βόδα και Περγάμου, σχεδιασμένο στο ύφος Τσαγρή, σύμφωνα με την αισθητική ανανέωση που είχε φέρει στα πρώτα χρόνια του Μεσοπολέμου ο αρχιτέκτων μηχανικός Βασίλειος Τσαγρής (Ναύπλιο, 1882 – Αθήνα, 1941), έρχεται από το παρελθόν να μιλήσει για το σήμερα. Ερχεται να μας διδάξει με τη σοφία του μορφοπλαστικού διακόσμου του, με το μέτρο του αισθητικού λεξιλογίου του, με τη ζυγισμένη αρμονία της αστικής του υπόστασης. Ερχεται να μας υπενθυμίσει ότι η Μιχαήλ Βόδα δεν ήταν ένας τυχαίος δρόμος.
Στην πρόσοψη, με αυτήν την αλλοκαιρινή ώχρα να βάφει την επιδερμίδα, διακρίνουμε τις ψηλές παραστάδες, τα επίκρανα, τα γείσα («τα παπαγαλάκια»), τη διακοσμητική ταινία που ως ζωφόρος γεμίζει τον θριγκό με σχέδια της αρ νουβό. Πόσο όμορφο είναι το σπίτι αυτό, πόσο χρήσιμο στέκεται ως φάρος ενός μέτρου.
Και είναι αυτό ακριβώς το αθηναϊκό ύφος μιας ορισμένης εποχής που σήμερα, έναν αιώνα μετά, επιστρέφει ως μια πολύτιμη παρακαταθήκη. Ο αστικός πολιτισμός της Μιχαήλ Βόδα, με όλες τις διαβαθμίσεις του και την κατά Μπαλζάκ ανθρώπινη ποικιλία του, περιμένει να εκτιμηθεί, περιμένει να μετέχει της νέας πόλης που παίρνει μορφή.

