Είχα διακρίνει από μακριά την κεραμοσκεπή του, ένα πυργάκι χαμηλό, μέσα σε ανθισμένες περικοκλάδες. Από μακριά ήταν μια αναπάντεχα ρομαντική εικόνα που έδινε όλες εκείνες τις πληροφορίες για το πώς ήταν η κλίμακα και το ύφος της γειτονιάς όταν τα χέρσα οικόπεδα είχαν αρχίσει να χτίζονται. Κατηφόριζα την οδό Αχρίδος, έναν μικρό δρόμο πάνω από τις γραμμές του τρένου στα Κάτω Πατήσια. Αν ανεβείς προς τα πάνω βγαίνεις με ζιγκ-ζαγκ στην Πατησίων στο ύψος του Αγίου Λουκά.
Ολόγυρα και ενδιάμεσα, δρόμοι με φορτισμένη ιστορία αστικού παρελθόντος: Ευγενίου Καραβία, Δευκαλίωνος, Καμπούρογλου, Ιακωβάτων, Πάτμου, Σκιάθου. Δρόμοι που γεννούν βαθείς συνειρμούς για όλη εκείνη την ενδιάμεση αστική περιοχή ανάμεσα στην Πατησίων και την Αχαρνών. Και είναι αυτή η ενδιάμεση ζώνη η γεμάτη ήχους και φωνές της φαντασίας, σαν να μη χάθηκε όλος αυτός ο κόσμος, σαν να μην είναι πλέον όλα διαφορετικά…
Πλησίαζα το σπιτάκι που είχα δει από μακριά και όσο πλησίαζα, διαπίστωνα πόσο μικρό έμοιαζε δίπλα στους όγκους των πολυκατοικιών. Ηταν όμως γωνιακό, γωνία Αχρίδος και Ιωάννου Χατζηδάκη (πιθανώς, ο φυσικομαθηματικός, 1844-1921, που απαντάται και με διαφορετική ορθογραφία)… Και ήταν αυτή ακριβώς η προνομιούχος θέση που του έδινε αέρα, του χάριζε αίγλη.
Το βρήκα καμένο και έρημο. Από μακριά δεν φαινόταν ότι είχε πυρποληθεί. Μπορεί και να είχε πιάσει φωτιά από αστέγους ή χρήστες. Το περιεργάστηκα από κοντά και ένιωσα ότι η οικογένεια που έμενε κάποτε εκεί είχε αφήσει τις σκιές της. Ενα κλιματιστικό κρεμόταν στον δρόμο, πότε πέρασε ο καιρός; Πότε έγιναν όλα στάχτη;
Αλλά ο θρίαμβος της φύσης διατράνωνε μια άλλη πραγματικότητα. Ανθισμένες περικοκλάδες με τα γνωστά και αξιαγάπητα πορτοκαλιά χωνάκια έζωναν το σπίτι από παντού. Ενας όμορφος φράκτης υπήρχε πάνω στη Χατζηδάκη, από όπου έμπαινες στο σπίτι, και από όπου μόλις έβγαινε ένας άνθρωπος που (και αυτός) χρησιμοποιούσε τον κήπο για τουαλέτα. Πόσους κύκλους κάνει η ζωή;
Χωρίς να τo ξέρω, είχα την αίσθηση, ή έτσι ήθελα να πιστεύω, ότι αυτό το καμένο σπίτι είχε ζήσει ευτυχισμένες μέρες. To ένιωθα στις πνοές του, αυτές που ελευθερώνονταν από τα παράθυρα που έχασκαν, το ένιωθα στις ριπές του ανέμου μέσα στις ανθισμένες περικοκλάδες που θρόιζαν. Μια πεταλούδα φτερούγιζε, μια γάτα ξετρύπωσε από σωρούς στρώματα και άχρηστα αντικείμενα… υπήρχε κάτι που σάλευε στον καμένο ερειπιώνα.
Ηταν ένα όμορφο σπίτι στα νιάτα του. Σπιτάκι μιας οικογένειας με μικρό κήπο όπως ήταν το φυσικό μέτρο για τη γειτονιά ώς το 1950-55. Μονοκατοικίες, διπλοκατοικίες, σπανίως τριπλοκατοικίες, εξοχικές βιλίτσες, κυβιστικά ισόγεια του 1935, δίπατα συμπαθέστατα του 1940 και του 1950. Ολα με μέτρο για το φάρδος των δρόμων, για το χώμα που άφηναν ελεύθερο στις αυλές, για τον μεγάλο θόλο από πάνω που έφερνε αέρα και φως παντού.
Ετσι και αυτό το σπίτι, Αχρίδος και Χατζηδάκη. Ηταν ένα από τα πολλά, με τα οποία σχημάτιζε τη γειτονιά. Παλιότερα, οι δρόμοι έμοιαζαν μεγάλοι, ο ήλιος έφτανε παντού, οι αυλές κρατούσαν τη δροσιά. Εκεί κοντά είχαν μείνει μερικά ακόμη προπολεμικά σπίτια, όχι πολλά, αφού πλέον μιλάμε για πολύ παλιές ιστορίες, για τα δεδομένα της νεώτερης Αθήνας. Οι πρώτες πολυκατοικίες της δεκαετίας του ’50 στα Κάτω Πατήσια, εκεί στα πέριξ, έχουν πλέον βαπτισθεί και αυτές στην πατίνα του χρόνου, είναι κτίρια που φέρουν ένα ίχνος Ιστορίας.
Με δυσκολία απομακρύνθηκα από το εγκαταλελειμμένο και καμένο σπίτι της οδού Αχρίδος. Πόσο θα ζούσε ακόμη; Ενιωθα την ανάσα του ανάλαφρη, και μαζί έναν αέρα νοσταλγίας και λύπης. Υπήρχε κάτι οικείο, κάτι που είχα ξαναζήσει.

