Πόσο τέλεια είναι η αψεγάδιαστη ζωή των millennials;

Πόσο τέλεια είναι η αψεγάδιαστη ζωή των millennials;

Σε λιγότερες από 150 σελίδες, ο Βιντσέντζο Λατρόνικο στην «Τελειότητα» προσφέρει την ακτινογραφία μιας γενιάς που αναζητεί επιτακτικά νόημα στην καθημερινότητα

6' 51" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

Φυτά, φυτά, φυτά. Γιόγκα, πρωινό με σπόρους, επίσκεψη σε γκαλερί, σύνδεση στο λάπτοπ, σεξ και ξανά φυτά. Στο βιβλίο «Η τελειότητα» του Ιταλού συγγραφέα Βιντσέντζο Λατρόνικο, οι περιγραφές από τις τροπικές μονστέρες, τους κισσούς, τους φίκους, τις κρεμαστές πεπερόμιες και τις αλοκάσιες φτάνουν μέχρι τον μίσχο και τις ρίζες των φυτών. Είναι τόσο διάφανες όσο η ζωή της Αννας και του Τομ, των δύο χάρτινων πρωταγωνιστών του, που πασχίζουν να βρουν την ευτυχία που τους λείπει. «Νομίζουν ότι η ευτυχία θα έρθει από αυτά που τους περιβάλλουν, από το να ταιριάξουν τους πραγματικούς τους εαυτούς με μια ιδανική εκδοχή τους, που μοιάζει με την παλιά παγίδα του καταναλωτισμού. Μόνο που καταναλώνουν εικόνες αντί για αντικείμενα», είχε πει ο συγγραφέας σε συνέντευξή του στην «Κ» (27.5.2025). Για το βιβλίο, που έχει προκαλέσει πολλές «διαγενεακές» συζητήσεις, δημοσιεύουμε σήμερα δύο διαφορετικές αναγνώσεις.
Σ. Ι.

Στιγμές επίπλαστης ευτυχίας

Του ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΜΠΟΥΓΑ

Πολύ πριν η Αθήνα γίνει το «νέο Βερολίνο», υπήρχε το ίδιο το Βερολίνο. Η πόλη που από σύμβολο του τέλους της ψυχροπολεμικής εποχής τη δεκαετία του ’90, έγινε τη δεκαετία του 2010 η Μέκκα της εναλλακτικής ζωής και αρχετυπικός προορισμός των χίπστερ. Ως άλλοι πιστοί συρρέουν εκεί η Αννα και ο Τομ, το ζευγάρι των πρωταγωνιστών του μυθιστορήματος «Η τελειότητα» του Βιντσέντζο Λατρόνικο, που βρέθηκε στη βραχεία λίστα του Διεθνούς Μπούκερ. Με καταγωγή από μια πόλη της Νότιας Ευρώπης, μετατρέπονται σε ψηφιακούς νομάδες και εργάζονται ως σχεδιαστές ιστοσελίδων. Οσοι φίλοι τους έμειναν πίσω, αναλώθηκαν σε πρακτικές χωρίς αμοιβή και όταν αποκτούσαν σταθερή εργασία έβγαζαν αισθητά λιγότερα χρήματα από εκείνους που ήταν freelancers. Συνέχιζαν να ζουν λίγα τετράγωνα μακριά από το πατρικό τους, σε αντίθεση με το ζευγάρι που βρίσκεται στο κέντρο της πρωτοπορίας, σε μια παγκόσμια πρωτεύουσα καλλιτεχνικών ζυμώσεων.

Το σπίτι τους, σε μια από τις ανερχόμενες περιοχές του ανατολικού Βερολίνου, είναι σαν να βγήκε από σελίδα περιοδικού. Εμφανές μπετόν, σκεύη εκτεθειμένα σε ανοιχτά ράφια, μίνιμαλ έπιπλα, στοίβες με αγγλόφωνα περιοδικά λογοτεχνίας και αρχιτεκτονικής και φυτά εσωτερικού χώρου – φίκος, μονστέρα, αλοκάσια και αρωματικά βότανα στο περβάζι του παραθύρου. Ολα είναι τακτοποιημένα, τέλεια. Τουλάχιστον στις φωτογραφίες που έχουν δημοσιεύσει στην πλατφόρμα βραχυχρόνιας μίσθωσης για να συμπληρώνουν το εισόδημά τους.

«Η πραγματικότητα δεν αντέγραφε κατά γράμμα τις εικόνες», όμως. Περνώντας τη μέρα τους διαρκώς εκεί, που ήταν άλλωστε και ο χώρος εργασίας τους, έρχονται αντιμέτωποι με την ακαταστασία, τα ατάκτως ερριμμένα αντικείμενα και τη σκόνη που εισβάλλει από τα παλιά κουφώματα. Δεν είναι η τάξη αυτό που έχουν ανάγκη, αλλά κάτι πιο βαθύ. Ζώντας σε μια ρευστή, μεταιχμιακή στιγμή μακράς διάρκειας, δίχως καν τη γλωσσική άγκυρα –μια και τα αγγλικά κυριαρχούσαν στον κύκλο τους– αναζητούν μια σταθερά. Η σχέση τους δεν είναι τέλεια, όμως δεν παύει να λειτουργεί ως σωσίβιο στην καθημερινότητά τους.

Ο Λατρόνικο χρησιμοποιεί μια απλή γλώσσα χωρίς συναισθηματισμούς και αφηγείται τη ζωή των πρωταγωνιστών κυρίως μέσα από τη σχέση τους με τα αντικείμενα και με τα ερεθίσματα που τους προσφέρει η πόλη. Καταφέρνει με την κλινική περιγραφή του να δημιουργήσει το συναίσθημα ότι τους παρατηρεί κάτω από ένα κοινωνιολογικό μικροσκόπιο. Μέσα από αυτή την «εξέταση» λειτουργεί σαν ανατόμος μιας γενιάς, που μοιάζει να ζει μέσα από τα social media και που τα μέλη της είναι συνδρομητές στο ίδιο newsletter, ενημερώνονται από τα ίδια sites, επισκέπτονται τις ίδιες γκαλερί, τρώνε μπραντς στα ίδια καφέ και πίνουν στα ίδια μπαρ. Με μετρημένες δόσεις πικρού χιούμορ και ειρωνείας, ασκεί κριτική στη ρηχή πολιτικοποίηση και στους ανούσιους ακτιβισμούς στους οποίους επιδίδονται.

Ο Λατρόνικο λειτουργεί σαν ανατόμος μιας γενιάς, που μοιάζει να ζει μέσα από τα social media και που τα μέλη της είναι συνδρομητές στο ίδιο newsletter, ενημερώνονται από τα ίδια sites και πίνουν στα ίδια μπαρ.

Παρακολουθεί όμως με ενσυναίσθηση το συναισθηματικό αδιέξοδο του ζευγαριού. Η πόλη γύρω τους αλλάζει· νέοι, πιο ευκατάστατοι κάτοικοι καταφθάνουν και ολοκληρώνεται το κύμα του εξευγενισμού, τον οποίο αντιλαμβάνονταν «μόνο ως κάτι που το πράττουν οι άλλοι». Αποφασίζουν να εγκαταλείψουν το Βερολίνο για να καλύψουν αυτή την αίσθηση του ανικανοποίητου. Νοικιάζουν για μεγαλύτερο διάστημα από το συνηθισμένο το διαμέρισμά τους και μετακομίζουν στις όχθες του Ατλαντικού, στη Λισσαβώνα. Ακολουθούν έτσι το κύμα των τεχνολογικών νομάδων, οι οποίοι έχουν εποικίσει την πορτογαλική πόλη. Τα ενοίκια έχουν ήδη πάρει την ανιούσα και το εσωτερικό των ανακαινισμένων σπιτιών τους θυμίζει όλο και περισσότερο τη ζωή που –νόμιζαν ότι– άφησαν πίσω.

Ολοκληρώνοντας τη δημιουργία ενός τέλειου κύκλου, το ζεύγος επιστρέφει στην πατρίδα του, ανακαινίζει ένα αγρόκτημα που κληρονόμησε η Αννα και το μετατρέπει σε ξενώνα. Σχεδιάζουν οι ίδιοι τους εσωτερικούς χώρους και επιλέγουν τα έργα τέχνης από γκαλερί φίλων τους, «δίνοντας στο μεσογειακό καταφύγιο μια πινελιά βερολινέζικου hip». Για το πρώτο εξουθενωτικό Σαββατοκύριακο καλούν κόσμο από τον κύκλο τους και influencers. Οι κριτικές στο Google τους ανταμείβουν: «Ηταν όλα τέλεια. Ακριβώς όπως στις φωτογραφίες».

Οταν η εικόνα καμουφλάρει την αλήθεια

Της ΖΩΗΣ ΚΑΡΑΜΗΤΡΟΥ

Χρειάζονται μόνο το λάπτοπ για να ζήσουν. Η οθόνη του λάμπει όταν δουλεύουν, όταν χαζεύουν, όταν περιηγούνται στα σόσιαλ, όταν μιλούν με πελάτες, όταν κλείνουν εισιτήρια για να φύγουν. Γιατί συχνά φεύγουν. Καθαρίζουν σχολαστικά το σπίτι που μένουν στο Βερολίνο, κρύβουν τελευταία στιγμή όσα δεν πρέπει να βρουν οι νοικάρηδες του λίγου καιρού, πακετάρουν, ρίχνουν μια τελευταία ματιά, κλειδώνουν και φεύγουν.

Υπενοικιάζουν το όμορφο σπίτι τους, με την προσεγμένη διακόσμηση, τα πολλά φυτά, τα ταιριαστά σερβίτσια, τα ντιζαϊνάτα έπιπλα κι έτσι αποκτούν τα χρήματα που χρειάζονται για να ταξιδεύουν. Δεν έχουν αφεντικό, δουλεύουν μόνοι τους, οι δυο τους, παραμένουν έπειτα από τόσα χρόνια ένα ζευγάρι αυτάρκες και απρόσιτο, με έναν κοινωνικό κύκλο που ανανεώνεται διαρκώς από όσους καταφθάνουν για να ζήσουν όπως εκείνοι, μέσα στην ψηφιακή εποχή.

Πόσο τέλεια είναι η αψεγάδιαστη ζωή των millennials;-1Εφυγαν από τη νότια Ευρώπη για το Βερολίνο, μαζί με πολλούς άλλους, ψηφιακοί νομάδες που αναζήτησαν τον καινούργιο, διαφορετικό, τον απόλυτα σύγχρονο τρόπο ζωής, αυτόν που ήταν η μόδα. Η ζωή τους, σιγά σιγά κι ανεπαίσθητα, μοιάζει τόσο πολύ με τις ζωές των άλλων, έχουν σχεδόν τα ίδια σπίτια, κυκλοφορούν στα ίδια εστιατόρια και μπαρ, μαγειρεύουν εξεζητημένα και με πάθος, μπορούν να εγκατασταθούν σε ένα καφέ, οποιοδήποτε –όλα τους έχουν άσπρα πλακάκια κι έναν μαυροπίνακα για τα προσφερόμενα– και να δουλέψουν μαζί με όλους τους άλλους. Κι ύστερα να χορέψουν, να πιουν, να κάνουν τα ελαφριά ναρκωτικά τους, να συναναστραφούν εκείνους που δεν ανήκουν πουθενά, όπως και οι ίδιοι, που δεν μιλούν καλά αγγλικά, αλλά ούτε και γερμανικά, που δεν ανήκουν στην καινούργια χώρα που διάλεξαν να ζήσουν, που δεν ανήκουν πουθενά.

Ανεβάζουν εκπληκτικές φωτογραφίες από το σπίτι τους και τη δουλειά τους, όταν εργάζονται, όταν μαγειρεύουν, όταν τρώνε, όταν ταξιδεύουν, υπαινίσσονται ότι δεν υπάρχει ούτε ένα τόσο δα σημαδάκι δυσκολίας, προβληματισμού, εμπoδίου γι’ αυτούς. Επιλέγουν. Και το προνόμιο αυτό προβάλλεται εντατικά και ξεδιάντροπα.

Ο Λατρόνικο περιγράφει την εμπειρία της ομογενοποιημένης ζωής όσων αποφάσισαν να εγκαταλείψουν τη χώρα τους, να γίνουν expats, να απαλλοτριώσουν ό,τι τους όριζε ατομικά. Η Aννα και ο Τομ προβάλλουν στους άλλους την εικόνα της ζωής τους μέσα από τις πλατφόρμες στα κοινωνικά δίκτυα, τις συζητήσεις, τον χαλαρό τρόπο τους. Είναι τέλεια. Την προβάλλουν και στους ίδιους τους εαυτούς τους και πείθονται από αυτό που βλέπουν ως τελειότητα, ενώ απλά καλύπτουν την πραγματικότητα. Θα την ανακαλύψουν βίαια όταν θα αφήσουν το Βερολίνο, θα περιπλανηθούν με όπλο και σύμμαχο τον υπολογιστή τους και θα καταλήξουν σε μια τελείως διαφορετική επιλογή ζωής.

Το ζευγάρι είναι μόνο η αφορμή για να περιγραφούν οι απάτριδες, που χωρίς σκοπό, χάνοντας συνεχώς το νόημα που ασταμάτητα ψάχνουν, μοιάζει να είναι μόνο όσα έχουν κι αν δεν τους περιτριγυρίζει η πολυτέλεια των πραγμάτων, είναι ένα τίποτα. Δεν μιλούν, δεν εκφράζονται, ο συγγραφέας τους περιγράφει και τους περιεργάζεται, η ατομικότητα χωρίς διαλόγους αποκλείεται, μένει μονάχα η απόλυτη αποξένωση αυτών που δεν μπορούν ποτέ να ανήκουν στη νέα χώρα, με τον τρόπο που ανήκουν στη γενέθλια.

Ενεστώτας, παρατατικός, αόριστος, μέλλοντας, οι χρόνοι ορίζουν τα κεφάλαια αυτού του βιβλίου, δίνοντας και το στίγμα όσων υπήρξαν, υπάρχουν, θα υπάρξουν. Αν το κυνήγι της εικόνας και μέσα από αυτήν της αποδοχής, της καταξίωσης, της αυτοπεποίθησης είναι η μία πλευρά της τελειότητας, η άλλη είναι αυτή που ορίζει η πραγματικότητα.

Αν το κυνήγι της εικόνας και μέσα από αυτήν της αποδοχής, της καταξίωσης, της αυτοπεποίθησης είναι η μία πλευρά της τελειότητας, η άλλη είναι αυτή που ορίζει η πραγματικότητα.

«Εκεί ήταν η πραγματική ζωή, αυτή που ήθελαν να γνωρίσουν, που ήθελαν να κάνουν», λέει ο Ζορζ Περέκ στα «Πράγματα» και αντιγράφει ο Λατρόνικο στην προμετωπίδα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT