Το βάρος της οικογενειακής αγάπης

Η οικογένεια είναι σωτήρια παγίδα. Αναγκαίος θεσμός στήριξης, πλαίσιο ωρίμανσης και κοινωνικοποίησης που ενσταλάζει τη σύμπνοια, μπολιάζοντας όμως το άτομο και με γενναίες δόσεις ύπουλης αντιπαλότητας. «Οπως τότε μωρό που τον είχε ρίξει από τη σκάλα. Φαίνεται πως η εποχή της αθωότητας κυοφορεί ήδη το σπέρμα του φόνου» (σ. 560

3' 18" χρόνος ανάγνωσης

ΛΙΛΑ ΚΟΝΟΜΑΡΑ
Μια τρίχα που γίνεται άλογο
εκδ. Καστανιώτης
σελ. 208

Η οικογένεια είναι σωτήρια παγίδα. Αναγκαίος θεσμός στήριξης, πλαίσιο ωρίμανσης και κοινωνικοποίησης που ενσταλάζει τη σύμπνοια, μπολιάζοντας όμως το άτομο και με γενναίες δόσεις ύπουλης αντιπαλότητας.

«Οπως τότε μωρό που τον είχε ρίξει από τη σκάλα. Φαίνεται πως η εποχή της αθωότητας κυοφορεί ήδη το σπέρμα του φόνου» (σ. 56).

Το μεγαλύτερο άχθος είναι το ίδιο της το βάθρο: η άνευ όρων αγάπη των μελών της. Πώς αλήθεια να ξεφύγει κανείς από αυτό τον συμβιωτικό ολετήρα; Πώς πραγματώνεται η προσωπική ταυτότητα μέσα στο σύμπλεγμα της εξάρτησης του αίματος;

«Κι ύστερα οι ίδιες πάντα σκέψεις. Δεν έπρεπε να φύγει. Να τον αφήσει μόνο. Γιατί που να πάρει ο διάολος δεν έπρεπε;» (σ. 11).

Οι ιστορίες που λέμε στον εαυτό μας είναι σανίδα σωτηρίας: «Η πραγματικότητα δεν ήταν παρά ένα αφήγημα τελικά. […] Ομως το πρόβλημα ήταν αυτό ακριβώς. Δεν υπήρξε ποτέ συνοχή, τα κομμάτια δεν εφάρμοζαν το ένα με το άλλο – ίσως κάποια χάθηκαν στην πορεία, ίσως να μην υπήρξαν ποτέ, ίσως δεν τα έβλεπε εκείνος. Καμιά φορά αναρωτιέται αν υπάρχουν σήμερα ιστορίες με συνοχή.

Ιστορίες όπου ο κόσμος απλώνεται ενιαίος και αδιαίρετος όπως παλιά» (σ. 66).

Το αν ο Νίκος αγαπάει τον ψυχικά νοσούντα αδελφό του, τον Λευτέρη, που έπειτα από μια πυρκαγιά –κάτι ανάμεσα σε ατύχημα και εμπρησμό– καθηλώνεται σε ένα κρεβάτι εντατικής, αποτελεί το διακύβευμα του μύθου. Η απάντηση, εύστοχα προφανής. Το τι σημαίνει για τον Νίκο αυτό το αδιαπραγμάτευτο «ναι» και πώς τελικά εκμαιεύεται, είναι το πιο ερεθιστικό στοιχείο του οικοδομήματος.

Διαχείριση υλικού

Η Λίλα Κονομάρα θα στοιχίσει μεθοδικά το ομολογουμένως πλούσιο υλικό της. Οι εύστοχες αποτυπώσεις του οικογενειακού παρελθόντος –η απουσία ιδιωτικότητας, η ψυχρότητα του πατέρα, η επιβεβλημένη απόσυρση της μητέρας– θα τσαλακωθούν, δυστυχώς, από κοινοτοπίες: «Ηταν όντως επινοήσεις ή μήπως η οξυμένη διαίσθηση που διαθέτουν όλα τα εύθραυστα πλάσματα αυτού του κόσμου;» (σσ. 121-2).

Και από σαθρές διευκολύνσεις: «Σε τι ακριβώς διαφέρει από τους εχέφρονες που διαπράττουν τις χειρότερες φρικαλεότητες, τους δήμιους, τους βασανιστές, εκείνους που εξολοθρεύουν ολόκληρα έθνη πατώντας απλώς ένα κουμπί;» (σσ. 171-2).

Οι αμφισημίες είναι όμως δόκιμες. Τα νοηματικά άλματα και η ελλειπτικότητα προσφέρουν αντιστηρίξεις, καθρεφτίζοντας την ψυχολογική σκευή αμφοτέρων των αδελφών. Οι αποκαλύψεις, οι οδυνηρές παραδοχές –«Τον μισούσε»–, η περιπλάνηση της άνοης αδελφικής αγάπης που, ακρωτηριασμένη, ελίσσεται σε αχαρτογράφητα συναισθηματικά ναρκοπέδια «αδυνατώντας να βρ[ει] την έξοδο». Ολα μοιάζουν αναπόδραστα, πάντα με την επίφαση του τυχαίου. Σε άλλα σημεία πάλι, το ύφος αποδεικνύεται ψευδεπίγραφα μειλίχιο: «Ωρες ώρες την περιέβαλλε μια υγρασία σαν πρωινή δροσιά και τότε γινόταν ολόκληρη ύλη, ζωντανή, πρωτογενής ύλη, τα μαλλιά της, μακριά και πυρόξανθα, αναδεύονταν με κάθε της κίνηση – ένα πολύπλοκο ριζικό σύστημα που ανάβλυζε χυμούς τυλίγοντάς τον» (σ. 58).

Ή: «Σωριάστηκε βογκώντας στο πάτωμα. Κι έμεινε εκεί με το μολύβι στις χούφτες χωρίς να μπορεί να κουνηθεί, μόνο έβλεπε την αγάπη του να κυλάει και να ξανακυλάει ανώφελη, να γίνεται μία λίμνη από δάκρυα όπου μέσα της πνίγονταν όλες οι εξηγήσεις» (σ. 163-4).

Η τρίχα που γίνεται άλογο, ή πιο σωστά ά-λογο, οφείλω να αναγνωρίσω ότι είναι εύστοχος τίτλος. Η νεκρή σωματική απόληξη, σύμβολο κάθε λεπτομέρειας, που θεριεύει σε εύγλωττο σύνολο συνιστά νοσταλγική σκιαγράφηση παιδικής γλωσσικής οξύνοιας: ιδιολέκτου που αψηφά τα εννοιολογικά στεγανά και τη σοβαροφάνεια των ενηλίκων.

Συναισθηματισμός

Η σύλληψη του κήπου στο ψυχιατρείο, με τον τρόπο του Ιερώνυμου Μπος –«μια Εδέμ από την ανάποδη»–, που συμπλέκει καλλιτεχνική έκφραση και πραγματολογική ακρίβεια αμαυρώνεται από τον συναισθηματισμό του τέλους. Το καταφύγιο της αγάπης, ορθά υπαινίσσεται η Κονομάρα, δεν είναι αυτό των λέξεων αλλά των πράξεων, ακόμα και των ειδεχθών – ειδικά αυτών. Ο αναγνώστης παραμένει αμφίθυμος με τον γλυκανάλατο θρίαμβο της αγάπης που, παρότι τελικά εκβιάζεται περίτεχνα από τον Λευτέρη, έρχεται να εξιλεώσει την ενοχική απόγνωση του Νίκου. Η συγγραφέας, στο τέλος, μοιάζει κάπως να λιγοψυχεί.

«Δικαιούστε να έχετε τη δική σας ζωή, είπε απαλά η ψυχίατρος», για να σιγοντάρει τον Νίκο. Μου άρεσε αυτό το «απαλά». Ομως τα δικαιώματα, στο ενίοτε άτεγκτο πλαίσιο της οικογένειας είναι έωλα. Οι λέξεις επιστρέφουν στο σώμα, στα εξ ων συνετέθησαν.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT