Σε μια αυλή μουσικών θαυμάτων με φόντο τον λόφο του Λυκαβηττού μετατράπηκε η θερινή σκηνή του «Aλσους», στην αυλή μιας γειτονιάς τού «Αιγάλεω Σίτι», όπου έζησε και δημιούργησε τα μικρά του αριστουργήματα ο «σολίστ» Γιώργος Ζαμπέτας. Ο αυτοδίδακτος δεξιοτέχνης του μπουζουκιού και γνήσιος λαϊκός τροβαδούρος, ο αυθόρμητος, αθυρόστομος, χιουμορίστας, ευφυής, σατιρικός, γοητευτικά ειρωνικός, αλλά και αυτοσαρκαστικός καλλιτέχνης. Οι ήχοι από τα αηδόνια και τα βατράχια στις αλάνες του Βοτανικού ήταν η πρώτη σπουδή, τα μουσικά ακούσματα που αφομοίωσε και μετασχημάτισε σε συνθέσεις πολύ νωρίς, από την ηλικία των επτά ετών, όταν μαθητής ακόμη του δημοτικού κερδίζει το πρώτο του βραβείο «καλλιφωνίας και μουσικής».
Eναν αιώνα μετά τη γέννησή του, η παράσταση που συνέθεσε δραματουργικά και σκηνοθέτησε ο Πέτρος Ζούλιας, πλούσια σε βιογραφικό υλικό και πρωτότυπη ως προς τη σύλληψη ενός σκηνοθετικού κώδικα που φέρει τον ίδιο τον Ζαμπέτα μονίμως στη σκηνή, χωρίς να ερμηνεύεται ως ρόλος από έναν ηθοποιό, ώθησε το σύγχρονο μουσικοχορευτικό θέατρο σε μια ανοδική πορεία. Ως ρετρό υπερθέαμα με πολλές αναφορές στο μιούζικαλ αλλά και στην επιθεώρηση, το «Μάλιστα κύριε Ζαμπέτα» αποτελεί μια ντοκιμαντερίστικη βιογραφία, με σαφείς αναφορές στις υπερπαραγωγές του Γιάννη Δαλιανίδη και στην αισθητική του ελληνικού κινηματογράφου της δεκαετίας του ’60.
Πλούσια σε βιογραφικό υλικό και πρωτότυπη ως προς τη σύλληψη, η παράσταση φέρει τον ίδιο τον καλλιτέχνη μονίμως στη σκηνή, χωρίς να ερμηνεύεται ως ρόλος από έναν ηθοποιό.
Παρά τις υπεραπλουστεύσεις σε θέματα που συνδέονται με τη γυναικεία χειραφέτηση, τις πατριαρχικές ιδεοληψίες, τις σεξιστικές προκαταλήψεις, τις απολιτίκ θέσεις του καλλιτέχνη, παρά τη σχηματική αποτύπωση των θεατρικών τύπων όπως αναδεικνύονται από δημοφιλείς στο τηλεοπτικό κοινό ηθοποιούς, και παρά το μελό αλλά και υπερβολικά ηχηρό τους παίξιμο, η παράσταση σταδιακά βρήκε έναν ωραίο ρυθμό, αναδεικνύοντας κυρίως τις απίστευτες ατάκες του Ζαμπέτα, προκαλώντας άλλοτε άφθονο γέλιο και άλλοτε μειδίαμα ή μελαγχολία. «Α ρε μπατίρη Τέλη» (για τον Ωνάση), ο «κομμουνιστής» Θεοδωράκης, η «Βικάρα» (Μοσχολιού), ο «φαβορίτας» Κόκοτας, ο «τσάντας» για τον στιχουργό Χαράλαμπο Βασιλειάδη, ο «ιερός Μανώλης» (Χατζιδάκις).
Η θεατρική μονογραφία ως μουσική βιογραφία του Ζαμπέτα αποπνέει μια αυθεντική λαϊκότητα, διανθισμένη με πληθώρα αυτοβιογραφικών αναφορών, αντλεί το υλικό της από το βιβλίο της Kατερίνας Ζαμπέτα «Γιώργος Ζαμπέτας. Βαθιά στη θάλασσα θα πέσω», εμπλουτίζεται από άφθονο οπτικοακουστικό υλικό από το αρχείο της οικογένειας, από ελληνικές ταινίες όπου ο συνθέτης πρωταγωνίστησε με τη μουσική του, από αποσπάσματα συνεντεύξεων στις οποίες ο ίδιος αφηγείται τη ζωή του, από αρχεία της εποχής και τεκμήρια που συνθέτουν ένα είδος προφορικής ιστορίας, στο οποίο εργάζεται με συνέπεια ο Πέτρος Ζούλιας. Η διαπλοκή ζωντανής μουσικής (Ακης Δείξιμος – Μιχάλης Ασίκης), τραγουδιών (μουσική διδασκαλία Ακης Δείξιμος), χορογραφίας (Φώτης Διαμαντόπουλος), εντυπωσιακών εναλλασσόμενων σκηνικών (Αθανασία Σμαραγδή), πλούσιων κοστουμιών (Κατερίνα Παπανικολάου) και πρόζας διαγράφει μια νοσταλγική αναδρομή στο παρελθόν, από τη δεκαετία του ’50 μέχρι και τις αρχές του ’90. Το μουσικό πανόραμα δεν εστιάζεται μόνο σε σημαντικές στιγμές της καριέρας του Ζαμπέτα, αλλά τις παρακολουθεί γραμμικά και συνδυαστικά με τις πιο κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες, από τη μεταξική δικτατορία που απαγόρευσε το μπουζούκι ως «τέχνη των χασικλήδων», τη γερμανική κατοχή, τον Εμφύλιο, τη χούντα, έως τη Μεταπολίτευση με την έλευση του Καραμανλή και στη συνέχεια με την άνοδο του ΠΑΣΟΚ στην εξουσία.
Το μουσικό πανόραμα δεν εστιάζεται μόνο σε σημαντικές στιγμές της καριέρας του, αλλά τις παρακολουθεί γραμμικά και συνδυαστικά με τις πιο κρίσιμες πολιτικές συγκυρίες.
Σε μια τεράστια οθόνη δεσπόζει κινηματογραφημένος ως θεατρικός ρόλος ο ίδιος ο Ζαμπέτας, ένα δραματικό πρόσωπο που «συνομιλεί» με τους ρόλους της δυναμικής γυναίκας του (Βίκυ Σταυροπούλου), της ανύπαντρης αδελφής του (Ελένη Καρακάση), της μητέρας του (Χριστίνα Τσάφου), του πατέρα του (Κώστας Κόκλας), του στιχουργού Βασιλειάδη (Γιάννης Τσιμιτσέλης), της ταλαντούχας τραγουδίστριας (Δανάη Μπάρκα), των φίλων και συνεργατών του (Αντώνης Κρόμπας, Λευτέρης Ελευθερίου).
Επίσης ολοζώντανες μέσω του βίντεο αρτ (Κάρολος Πορφύρης) είναι οι μορφές των λαϊκών ειδώλων με τα οποία διασταυρώθηκε μουσικά: Χατζιδάκις, Μελίνα Μερκούρη, Βουγιουκλάκη, Παπαμιχαήλ, Μαρινέλλα, Βοσκόπουλος, Μητροπάνος, Καζαντζίδης, Μοσχολιού, Κόκοτας, Μπιθικώτσης, Ευτυχία Παπαγιαννοπούλου, Θεοδωράκης. Τίτλοι ταινιών και τραγουδιών εναλλάσσονται συνθέτοντας ένα εντυπωσιακό μουσικό πανόραμα της εγχώριας παράδοσης.
Στη σκηνική αναβίωση της λαϊκότητας χωρίς προσποίηση σε ένα εαρινό, ανάλαφρο, αλλά ουσιαστικό θέαμα, η ευγενική ψυχή ενός ρομαντικού «κανταδόρου» ταυτίστηκε με τον δυναμισμό του «μάγκα» στα χρόνια τα «ρεμπέτικα» και τα «παλικαρίσια». Ο Ζαμπέτας δηλώνει «ψυχασθενής» με το μπουζούκι του, το παίρνει παντού, του μιλάει, δεν το αφήνει μόνο του, προφανώς γιατί το μπουζούκι είναι το μουσικό όργανο του «μάγκα» και μαγκιά θα πει «δερβίσικη καλή καρδιά».
*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

