ΜΑΡΙΑ ΔΡΙΜΗ
Τετ-α-τετ
εκδ. Εστία, 2025, σελ. 180
Στη Μαρία αρέσει να γράφει. Οταν γράφει ξεχνάει το σώμα, όχι μόνο το δικό της, αλλά και αυτό της δίδυμης αδελφής της, ριζωμένης στον κρόταφό της. Η Μαρία και η Αννα είναι σιαμαίες. Στην πρωτοπρόσωπη αφήγηση τον λόγο έχει η Μαρία, ενώ η Αννα περιορίζεται σε λιγοστές ειρωνικές ατάκες. Η Μαρία ονειρεύεται ένα ακέραιο, αυθύπαρκτο σώμα, μια ανεξάρτητη γυναικεία ύπαρξη. Η ζωή με την αδελφή της, μια ζωή εξ αδιαιρέτου, την καταθλίβει. Εμπιστεύεται τις σκέψεις της σε ένα ημερολόγιο. Μπροστά στη λευκή σελίδα το μυαλό της ήταν αποκλειστικά δικό της. Ο εγκέφαλος που μοιραζόταν με την Αννα υφάρπαζε τις σκέψεις της. Εγραφε με μαύρο στυλό. «Μου φαίνεται ότι τα μαύρα γράμματα δείχνουν πιο σοβαρά και ζουν περισσότερο».
Κατά τον αφηγηματικό χρόνο η Μαρία είναι σαράντα πέντε χρόνων. Γεννήθηκε το 1977. Αρχισε να γράφει ημερολόγιο στα επτά της, αλλά παραδόξως, ακόμα και τον Σεπτέμβριο του 2022, η γραφή της δεν έχει χάσει διόλου την παιδικότητά της. Η Μαρία φαίνεται να ζει μια παρατεταμένη ανηλικότητα. Οι ημερολογιακές σημειώσεις της δεν απέχουν από μαθητική έκθεση. Αλλωστε μεγάλο μέρος της αφήγησής της αναλώνεται στον μηρυκασμό των σχολικών χρόνων. Εγκλωβισμένη στο πατρικό της, έδειχνε να μην αντιλαμβάνεται τον χρόνο που την είχε φθείρει. Ο κόσμος, αναγκαστικά στενός για εκείνη, τη γέμιζε απορίες. Για παράδειγμα, την 11η Σεπτεμβρίου 2001 σκέφτεται πως οι Δίδυμοι Πύργοι ήταν και αυτοί σιαμαίοι και γι’ αυτό κατέρρευσαν. Τότε ήταν είκοσι τεσσάρων.
Γράφοντας για τη δυναστική συνύπαρξη με την αδελφή της, η Μαρία στέκεται στο ζήτημα της τουαλέτας. «Στο κατούρημα συγχρονιζόμαστε εύκολα, όμως τα κακά είναι πιο δύσκολη υπόθεση». Οταν η Αννα άρχισε να έχει σεξουαλικές ανησυχίες, το πρόβλημα στο μπάνιο επιδεινώθηκε. «Συχνά δεν μπορούσα να κάνω την ανάγκη μου. Πώς να βολέψεις το δικό σου κατούρημα και χέσιμο δίπλα στον οργασμό του άλλου;».
Η νοσηλεία
Κάποια στιγμή οι αδελφές χρειάστηκε να νοσηλευτούν. Βλέποντας δίπλα στο κρεβάτι το κίτρινο υγρό στον ουροκαθετήρα, η Μαρία αστειολογεί: «Κατουράω κεχριμπάρι».
Εμβόλιμα στην αφήγηση είναι αρκετά παραθέματα με ιατρική ορολογία. Η Μαρία Δριμή εργάζεται σε μονάδα εντατικής θεραπείας. Αυτές οι κλινικές παρατηρήσεις, αχρείαστες στη μυθοπλασία, τονίζουν ακόμα περισσότερο το ανοϊκό σκεπτικό της αφηγήτριας. Με τη στρυφνή τους διατύπωση επιβαρύνουν τη Μαρία με μια ακόμη απόδειξη της ακαταληψίας και της δυσκολίας του κόσμου.
Μπορεί η Αννα να μην επιδρά «φωνητικά» στην αφήγηση, αλλά η αμετακίνητη παρουσία της στο κεφάλι της αδελφής της την καθιστά καταλυτική για το σκιαγράφημα της Μαρίας. Μέσω του σημείου της ένωσης, μιας τούφας μπερδεμένων μαλλιών, στάλαζε στο μυαλό της αδελφής της χολή και όξος. Οπως λέει η Μαρία, η Αννα ήταν εντελώς διαφορετική. «Τα κολλημένα κεφάλια μας έχουν δύο διαφορετικά πρόσωπα». Η Αννα αντιπροσωπεύει το ενήλικο μέλος της διπλής τους υπόστασης. Ειρωνεύεται και ελέγχει τις σκέψεις της αδελφής της. Δεν βαυκαλιζόταν με αυταπάτες διαφυγής από την αναπηρία της. Μπορεί να φαίνεται σαχλή με την προσκόλλησή της στα τηλεοπτικά σίριαλ και στο Instagram, αλλά η στάση της στα οδυνηρά δεδομένα της ζωής της φανέρωνε επίμοχθη σοβαρότητα.
Δανεικό ηχόχρωμα
Εχω παρατηρήσει σε πολλά βιβλία γυναικών συγγραφέων πως η γυναικεία γραφή δανείζεται συχνά το ηχόχρωμα της παιδικότητας. Οι αφηγήτριες διεκτραγωδούν τις ανιαρές ζωές τους υιοθετώντας σαν σκέρτσο ένα ανήλικο βλέμμα, διάπλατο από απορίες, μέσα από το οποίο το παραμικρό, το πιο επουσιώδες, μεγεθύνεται και φαντάζει παράδοξο. Εκείνες, όμως, ευρισκόμενες, ανεξάρτητα από την ηλικία τους, σε ένα πρώιμο στάδιο νοητικής ανάπτυξης, αδυνατούν να το προσεγγίσουν, ει μη μόνον απορώντας. Οι συγγραφείς, καθηλώνοντας τη μυθοπλασία σε ένα τόσο επιφανειακό επίπεδο, εμποδίζουν τις ηρωίδες τους να αναμετρηθούν με την πολυπλοκότητα του ενήλικου ψυχισμού.
Δεν ξέρω κατά πόσον ευσταθεί η υπόθεσή μου, αλλά υποψιάζομαι ότι η Δριμή στη νουβέλα της υπαινίσσεται την αντιδικία μιας γυναίκας με τον εαυτό της. Μια κατ’ επίφαση δυαδική λογομαχία, που εποστρακίζεται σε ένα και μοναδικό ψηφίο, το εγώ. Κρίμα που στη σκιαμαχία επιβάλλεται ο λιγότερο ενδιαφέρων αντίδικος. Θα ήθελα να προσθέσω πως όταν ένας συγγραφέας αποτολμά να στοιχειοθετήσει μια αφήγηση δίχως περιεχόμενο, οφείλει να διαθέτει πολύ δραστικά εκφραστικά μέσα. Εκλεκτό παράδειγμα, η νουβέλα του Θανάση Βαλτινού «Μπλε βαθύ, σχεδόν μαύρο», όπου μια ηλικιωμένη γυναίκα πιάνει κουβέντα με τον εαυτό της. Δυστυχώς, τα μαύρα γράμματα δεν είναι πάντα σοβαρά.

