Πόσο χάρηκα που το είδα! Πρόσφατα, σε παραλία ελληνικού νησιού, πέντε γυναίκες στην ηλικία των 60 τραγουδούσαν και χόρευαν ένα σουξέ του Κώστα Αργυρού. Eκαναν νάζια, περιστροφές, όταν σταματούσε η μια έπαιρνε το γαϊτανάκι η άλλη. Ηταν αληθινές· σώματα κουρασμένα, πρόσωπα γελαστά. Τις θαύμαζα ώρα, πριν βγουν από τη θάλασσα και συνεχίσουν το κουβεντολόι στις ξαπλώστρες τους. Τις κρυφάκουγα, ομολογώ, όταν μιλούσαν για τη δουλειά, τη σύνταξη, τα παιδιά, τα εγγόνια. «Πόσο μεγαλειώδης μπορεί να είναι η ζωή μιας “συνηθισμένης” γυναίκας;»…
Αυτό ρωτάει η Ελίνε Aρμπο, η ταλαντούχος σκηνοθέτις και νέα καλλιτεχνική διευθύντρια του εμβληματικού Internationaal Theater του Αμστερνταμ, που παρουσίασε πρόσφατα τα «Χρόνια» της Γαλλίδας συγγραφέως Ανί Ερνό (Νομπέλ Λογοτεχνίας 2022) στο Φεστιβάλ Αθηνών. Με φόντο έναν κόσμο που αλλάζει, πέντε ηθοποιοί διαφόρων ηλικιών αφηγούνται τη ζωή μιας γυναίκας, από τον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο έως σήμερα.
Παρότι οι σκηνές από τα νεανικά χρόνια της ηρωίδας ήταν έντονες –η Ερνό μίλησε για την εφηβεία, τον έρωτα, τη γυναικεία χειραφέτηση, τη σεξουαλικότητα, τους φραγμούς λόγω της ταξικής καταγωγής, την ιδεολογικοπολιτική συνειδητοποίηση, τους προσωπικούς στόχους–, δεν με ξένισαν.
«Ολες οι εικόνες θα χαθούν. Ο θάνατος σβήνει τα πάντα σε μια στιγμή και εμείς πρέπει να σώσουμε κάτι από τις στιγμές που δεν θα επιστρέψουν ποτέ».
Μάλλον γιατί σήμερα, το 2025, οι αλλαγές που συντελέστηκαν στις μεταπολεμικές δεκαετίες στη Δυτική Ευρώπη έχουν καταγραφεί, παρουσιαστεί και αναλυθεί πλήρως. Και η αποτύπωση αυτών των δεκαετιών αφορά όχι μόνο τη θέση της γυναίκας, αλλά και τις κοινωνικοπολιτικές αλλαγές.
Η πιο τρυφερή στιγμή για εμένα στα «Χρόνια» ήταν όταν η ηρωίδα, στα 60+ χρόνια της, αφηγείται τα δύσκολα χρόνια που πέρασε – πέρασαν οι προηγούμενες γενιές, και τις κατακτήσεις στον χώρο των κοινωνικών δικαιωμάτων και των ατομικών ελευθεριών, με επίκεντρο τον Μάη του ’68. «Ολες οι εικόνες θα χαθούν. Ο θάνατος σβήνει τα πάντα σε μια στιγμή και εμείς πρέπει να σώσουμε κάτι από τις στιγμές που δεν θα επιστρέψουν ποτέ», λέει η ηρωίδα, που θυμάται τη ζωή της με έναυσμα φωτογραφίες –χάρτινες–, τραγούδια –στο πικάπ ή στο γουόκμαν– και ρεπορτάζ σε εποχές που δεν υπήρχαν τα sites, το Facebook.
Δηλώνει επίσης με τρυφεράδα την ανάγκη της για ηρεμία, για καλό φαγητό, για διάβασμα, για μια επαφή με έναν/μια σύντροφο με τον οποίο/α η συνεννόηση γίνεται με μια ματιά. Είναι, λέτε, μόνο το ύφος της Ανί Ερνό που κάνει όσα περιγράφει –σημερινά ή προηγούμενα– βαθιά οικεία;
Καθώς σε λίγο θα βρεθούμε να συνυπάρχουμε με παρέες αγνώστων σε μια παραλία κάτω από τον καλοκαιρινό ήλιο, ας σκεφτούμε πόσο μεγαλειώδης μπορεί να είναι η ζωή ενός «συνηθισμένου» ανθρώπου· η ζωή μας.

