Τα πολλά κυβιστικά σπίτια της δεκαετίας του 1930 στην Κυψέλη δείχνουν πόσο δημοφιλής για κατοίκηση ήταν η περιοχή πριν από 90 χρόνια. Αλλά να που ενδιάμεσα αναφύονται και λίγα προγενέστερα, της δεκαετίας του ’20, χτισμένα σε εκείνον τον εκλεκτικιστικό ρυθμό που έδινε τόση χάρη στους συνοικιακούς δρόμους. Βρισκόμουν στην καρδιά της Κυψέλης, ανάμεσα στη Σπετσών και στην Κερκύρας, και είχα σταθεί να παρατηρήσω το μικρό σπίτι της οδού Σκύρου 22Β (ο αριθμός 26 αχνοφαίνεται ακόμη, σύμφωνα με την παλαιά αρίθμηση). Είναι ένα σπίτι μονώροφο, κλειστό και έρημο, σαβανωμένο στο επάνω τμήμα του με πράσινη λινάτσα, ένα κομψότατο ίχνος από την παλιά αστική ζωή της Κυψέλης.
Μου έκανε εντύπωση η σύνθεση της πρόσοψης, ζυγισμένη και αρμονική, με κεντρική είσοδο του νεοκλασικού τύπου ανάμεσα σε δύο ορθογώνια παράθυρα. Οι ψηλές δωρικές παραστάδες ενσωμάτωναν γύψινο διάκοσμο από βοστρύχους που θύμιζαν κηρύκειο του Ερμή. Και πάνω από την πόρτα, στο υπέρθυρο μια αχιβάδα, σαν ανάμνηση του μπαρόκ, να ακουμπάει στη σμιλεμένη με ανθέμια ζωφόρο.
Τα κεραμίδια, βυζαντινού τύπου, στεφάνωναν αυτό το σπίτι που όσο το παρατηρούσα τόσο το εκτιμούσα, για την απλότητα και τη χάρη του. Η πλαϊνή αυλόπορτα οδηγούσε στον κήπο και μπορούσα να φανταστώ την όψη που θα είχε η οδός Σκύρου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Τέτοιες μέρες ζεστές, η πόλη θα ανέπνεε καλύτερα.
Ηταν ολοφάνερο καθώς περπατούσα στους γύρω δρόμους προς την πλατεία της Κυψέλης, ολόκληρη πλέον ένα σκάμμα λόγω των εργασιών για το μετρό, πως το αστικό βάθος πήγαινε 100 χρόνια πίσω τουλάχιστον με γνώμονα μια συντεταγμένη οικοδόμηση. Οι τόσο πολλές πολυκατοικίες από το 1960 και μετά είχαν αφήσει σκόρπια και κάποτε σε μεσοτοιχίες ή σε διαγώνιες θέες ορισμένα σπίτια του Μεσοπολέμου. Αυτά κυρίως αναζητούσα για να οργανώσω νοερά την ανασύσταση μιας κοινωνίας που είχε παρέλθει.
Kεραμίδια, βυζαντινού τύπου, στεφάνωναν το σπίτι. Η πλαϊνή αυλόπορτα οδηγούσε στον κήπο και μπορούσα να φανταστώ την όψη που θα είχε η οδός Σκύρου στα μέσα της δεκαετίας του 1930. Τέτοιες μέρες ζεστές, η πόλη θα ανέπνεε καλύτερα.
Αν μείνω λίγο ακόμη στην οδό Σκύρου, οφείλω να μνημονεύσω το επίσης κλειστό διώροφο σπίτι στη γωνία με τη Σπετσών. Ενδιαφέρουσα είναι η γειτνίασή του με μια τρισχαριτωμένη μικρή πολυκατοικία της δεκαετίας του 1950 στον αριθμό 18 της Σκύρου, με την εξαίρετη διχρωμία και το ερυθρό χρώμα στις εσοχές, όπως ήταν η μόδα σε κάποιες πολυκατοικίες της εποχής, στο Κολωνάκι, στη Μαυρομματαίων και στην Πατησίων.
Η περιήγηση σε αυτό το κομμάτι της Κυψέλης επεκτάθηκε πέραν της πλατείας προς τη Μεγίστης και την Καλλιφρονά. Εδώ, όμως, θα περιοριστώ στον άξονα της Σκύρου. Κάθε δρόμος γεννά πολλές ιστορίες, φέρει μνήμες και είναι γεμάτος με ξεχωριστά κτίρια. Αυτός ο δρόμος, με όλον αυτόν τον οικιστικό πλούτο του 20ού αιώνα, μου έδωσε μία ακόμη ευχάριστη θέα σε μια επιγραφή που είναι θέμα χρόνου να χαθεί για πάντα. Στον αριθμό 7 υπάρχει μια μεγάλη, πολύ ενδιαφέρουσα πολυκατοικία από τα τέλη της δεκαετίας του ’50, με το σωστό αρχικό χρώμα στο αρτιφισιέλ και μια θαυμάσια κεντημένη κάθετη ταινία κατά μήκος του κλιμακοστασίου.
Στα ισόγεια καταστήματα αυτής της πολυκατοικίας με τα σιδερένια ρολά της εποχής, διακρίνεται σε έντονο κόκκινο χρώμα η ημικυκλική ανάγλυφη επιγραφή πάνω στο τζάμι «Κουρείο» (ίσως να υπήρχε και τελικό «ν»). Αυτό το κόκκινο χρώμα ταιριάζει θαυμάσια με το πατημένο γαλάζιο πάνω στο τζάμι και στις σιδεριές, μια σύνθεση σχεδόν αυτοσχέδια της ανάγκης και της αυθόρμητης σήμανσης μιας δραστηριότητας που συνέβαλε στην κοινωνική συνοχή της γειτονιάς.
Αυτή η επιγραφή ήταν σαν ένα ίχνος αστικής λαογραφίας, στην οποία ήταν βουτηγμένη άλλοτε κάθε αθηναϊκή συνοικία. Μικρά μαγαζιά, κομμωτήρια, ηλεκτρολογεία, μοδίστρες, φούρνοι, περίπτερα. Αυτός ο κόσμος γλιστράει πίσω στον χρόνο…

