Αδέσποτο δέμα προς απόντα παραλήπτη

Μια μέρα ένας άνδρας αποφασίζει να στείλει στον επτάχρονο γιο του, που ζει μακριά του, μια κούτα γεμάτη δώρα. Εδώ αρχίζει και τελειώνει η πλοκή στη νουβέλα του Δημήτρη Τανούδη. Τόσο στην πρώτη όσο και στην τελευταία σελίδα ο αφηγητής παραμένει καθισμένος σε ένα παγκάκι, «τελείως ασάλευτος, ξανά μουδιασμένος»

3' 24" χρόνος ανάγνωσης
Φόρτωση Text-to-Speech...

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΤΑΝΟΥΔΗΣ
Το Μούδιασμα
εκδ. Στερέωμα, σελ. 88

Μια μέρα ένας άνδρας αποφασίζει να στείλει στον επτάχρονο γιο του, που ζει μακριά του, μια κούτα γεμάτη δώρα. Εδώ αρχίζει και τελειώνει η πλοκή στη νουβέλα του Δημήτρη Τανούδη. Τόσο στην πρώτη όσο και στην τελευταία σελίδα ο αφηγητής παραμένει καθισμένος σε ένα παγκάκι, «τελείως ασάλευτος, ξανά μουδιασμένος». Οσα μεσολαβούν δεν είναι παρά μια παραισθητική περιπλάνηση στο κέντρο μιας ανώνυμης πόλης. Κάθε μετακίνηση απαιτεί εξοντωτικό κόπο, καθώς παντού παραμονεύει το Μούδιασμα. Το Μούδιασμα είναι σαν θάνατος, που ξεκινάει από τις ρίζες των δοντιών και απλώνεται σε όλο το στόμα, εγκλωβίζοντας τον αφηγητή σε μια κατάσταση έντρομης αφασίας. Το στόμα ξεχείλωνε τόσο που ό,τι βρισκόταν βαθιά στα σπλάχνα κινδύνευε να χυθεί έξω. Μες στο Μούδιασμα πάλευε φιμωμένη μια κραυγή. «Η αφωνία αυτής της κραυγής. Αφωνία στεγνωμένη μες στην κραυγή, σκέφτηκε».

Οπως σε όλα τα βιβλία του, και εδώ ο Τανούδης μεγεθύνει την απόγνωση σε έναν γκροτέσκο νοητικό εφιάλτη. Καθημερινές αγωνίες παραμορφώνονται σε αβυσσώδη σκοτάδια. Από τη στιγμή που εγκαταλείπει το πάπλωμα του κρεβατιού του, ο ήρωας έρχεται αντιμέτωπος με έναν αποτρόπαιο κόσμο, όπου συνωθούνται αναρίθμητοι άνθρωποι, κάνοντας τρομερό θόρυβο. «Βγαίνοντας έξω, ο κόσμος τού φάνηκε εντελώς περιττός». Η κόλαση ήταν οι άλλοι και ήταν πάρα πολλοί. Από τη συμφόρηση στα εγκόσμια προέκυπταν ένα σωρό δυσάρεστες καταστάσεις. «Και τίποτα δεν γίνεται να πεις γι’ αυτές τις καταστάσεις διότι οι λέξεις που θα τις διατύπωναν δεν έχουν ακόμη ανακαλυφθεί». «Ζούμε με αυτά εναντίον των οποίων πρέπει να ζήσουμε».

Ιλαρότητα της απελπισίας

Ο Τανούδης δεν παραβλέπει την ιλαρότητα που ενυπάρχει στη διογκωμένη απελπισία. Οταν οι θυμόσοφοι ολοφυρμοί τείνουν να γείρουν προς τον στόμφο, αφήνει να φανεί ένα μειδίαμα, ένα σκανταλιάρικο χαχάνισμα. Τις φορές που το Μούδιασμα του φίμωνε το στόμα, ο αφηγητής προσπαθούσε να επικοινωνήσει με τους συνανθρώπους του μουγκρίζοντας. Δεν ήταν εκδήλωση απέχθειας, αλλά η μόνη φωνή που του είχε απομείνει. Ενας μπουφόνος σε πεσιμιστική κρίση. Στις κλοουνίστικες στιγμές του η γλώσσα του ανακαλούσε το ηχόχρωμα της παιδικότητας. Είχε τότε την αίσθηση της νεκροφάνειας του παιδιού μέσα του. Η παιδική του φωνή έσφυζε από καλοσύνη και μοναξιά, τον επέστρεφε σε μια εποχή όπου ακόμη ήλπιζε ότι «ο κόσμος θα μπορούσε να είναι καλύτερος και ο εαυτός του λιγότερο μόνος». Τώρα, όταν η προσπάθεια αντιμετώπισης της κάθε καινούργιας ημέρας τον καταρράκωνε, τον πλημμύριζε ένα «αίσθημα γενικής αποτυχίας που έρχεται τέτοιες ώρες, όταν αρχίζεις να νιώθεις ότι δεν θέλεις πια τον χρόνο που σου απομένει στη ζωή».

Στη θανατόληπτη σκέψη του αφηγητή η ζωή έμοιαζε με παγίδευση σε ένα φέρετρο, το ξύλο του οποίου στένευε ολοένα πάνω από το κεφάλι. Ενιωθε νεκρός, αλλά είχε επίγνωση ότι δεν είχε πεθάνει, «όχι ακόμη αρκετά». Για εκείνον ο χρόνος δεν ήταν κάτι που σε υποχρέωνε να ζεις τη ζωή, αλλά «κάτι που σε αναγκάζει ν’ απολαμβάνεις το γεγονός ότι τη χάνεις». Οι πεισιθάνατοι συλλογισμοί, κυρίαρχοι στην αφήγηση, δυναμιτίζονται από την υπόνοια ενός κοροϊδευτικού γέλιου. Ο Τανούδης δεν ξεχνάει ποτέ την εγγύτητα γέλιου και κλάματος. Μες στο βαθύ σκοτάδι αντηχεί σταθερά ένα παιδιάστικο χαχανητό.

Στα βιβλία του Τανούδη η πραγματικότητα παρουσιάζεται αγρίως διασαλευμένη, δηλητηριώδης και αποκρουστική. Ο πνιγμένος από κόσμο τόπος της νουβέλας είναι αποκύημα της απουσίας τού παιδιού, του γιου τού αφηγητή. Ξέροντας ότι είναι αδύνατον να τον φτάσει, ο άνδρας σφίγγει σφιχτά την κούτα πάνω του. Θα ήθελε να γινόταν να μπει ο ίδιος στην κούτα και να επιδοθεί στον γιο του. Ο γιος του ήταν ό,τι πιο πολύτιμο είχε διασωθεί από το «σφαγείο της αγάπης». Ο αφηγητής φέρει την ανάμνηση της βίας από την παιδική του ηλικία, όταν η οικογενειακή του ζωή σφυροκοπούνταν από εκατέρωθεν χτυπήματα και κραυγές. Στην ενήλικη ζωή του τα χτυπήματα συνεχίστηκαν, μετατρέποντας τον χώρο ανάμεσα στον ίδιο και στη μητέρα του γιου του σε «σφαγείο όπου η αγάπη ανθίζει ματωμένη».

Ερεβώδεις συνθέσεις

Το ταλέντο του Τανούδη καταδεικνύεται στην αποκρυστάλλωση ενός προσωπικού ύφους, το οποίο βρίσκω γοητευτικό. Οι μυθοπλασίες του προτείνονται σαν γεννήματα μιας τρελαμένης, ασύδοτης συνείδησης, που παραπαίει μεταξύ αυτοκαταστροφής και ξέφρενης ανεμελιάς. Οι ερεβώδεις συνθέσεις, προσμείξεις χαοτικής απελπισίας, μακάβριας ειρωνείας, νοσηρής αυτοπαρατήρησης και σκληρού χλευασμού, συνιστούν ψήγματα πεποιημένης παράνοιας. Στο μυαλό του αφηγητή το άλογο αφηνιάζει, σκεπάζοντας την κοινοτοπία της αληθινής ζωής με πυκνά, βοερά σκοτάδια.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT