Παρατηρούσα πόσο όμορφο κτίριο είναι το διώροφο σπίτι στην οδό Λιοσίων 73, σε μια περιοχή της Αθήνας που λίγοι πηγαίνουν αν δεν έχουν κάποιο λόγο. Οι περαστικοί, οι περιπατητές, οι παρέες ή οι γονείς που βγάζουν τα παιδιά τους είναι εξαίρεση, σε μια γειτονιά που ισορροπεί ανάμεσα σε δύο όψεις. Ανάμεσα στον Σταθμό Λαρίσης και στην Αχαρνών επιζεί, αργοπεθαίνει, επιβιώνει, διαλύεται (όλα ισχύουν) ένας κόσμος. Ενας κόσμος που είχε μια ορισμένη ταυτότητα αστική, που υπήρξε μέρος της μικροαστικής και λαϊκής Αθήνας με μια ιδιότητα αγνή και συγκινητικά αθηναϊκή. Πού και πού, ανάμεσα σε σπίτια πιο λαϊκά, πρόβαλλαν μικρά αρχοντόσπιτα, ξενοδοχεία λόγω του σταθμού, βιοτεχνίες, καφενεία, συνεργεία, παντοπωλεία και περίπτερα. Ηταν μια Αθήνα που διαλύθηκε μετά το 1960.
Ο Σταθμός Λαρίσης, έτσι όπως κακοποιήθηκε με το πέρασμα του χρόνου, αν και ουδέποτε ήταν αντάξιος μιας πρωτεύουσας, ενδέχεται να είναι ο πιο κακομοιριασμένος σταθμός στην Ευρώπη. Ασήμαντος στον ευρωπαϊκό χάρτη, σημαντικός όμως στον χάρτη της Αθήνας, καθώς οργάνωσε τις γειτονιές γύρω του, όρισε ένα σημείο αναφοράς, συνδέθηκε με ιστορικές στιγμές. Το διαγωνίως απέναντι παλιό γερμανικό φρουραρχείο, κεραμοσκεπές και αρχιτεκτονικά αδιάφορο, στεγάζει τη Δημοτική Βιβλιοθήκη, που έχει βελτιώσει τις υποδομές της. Θα έπρεπε, ωστόσο, να στεγάζεται σε άλλο, κεντρικό κτίριο ειδικών προδιαγραφών.
Ολόγυρα, η παλιά γειτονιά ορίζεται από τη Λιοσίων και τις παρόδους. Πόσα όμορφα στενά υπήρχαν, που σήμερα, σκοτεινιασμένα από τις κακογερασμένες και προχειροφτιαγμένες πολυκατοικίες, μοιάζουν ανώνυμα και γκρίζα. Στο φως του καλοκαιριού, όμως, πού και πού, κάτι χτυπούσε όμορφα στο μάτι, υπήρχαν στιγμές που ένιωθες το βάθος αυτής της γειτονιάς. Στο μεγάλο σταυροδρόμι Φιλαδελφείας – Ιουλιανού και Λιοσίων, ένα μεγάλο οικόπεδο από κατεδαφίσεις συνομιλεί με κτίρια του Μεσοπολέμου και κτίρια της συνήθους μορφολογίας της λαϊκής Αθήνας του ’70. Αλλά πιο κάτω, στη Λιοσίων 73, το παλιό σπίτι που στέκει μετά βίας στα πόδια του αφηγείται ιστορίες της γειτονιάς.
Πού και πού, ανάμεσα σε σπίτια πιο λαϊκά, πρόβαλλαν μικρά αρχοντόσπιτα, ξενοδοχεία λόγω του σταθμού, βιοτεχνίες, καφενεία, συνεργεία, παντοπωλεία και περίπτερα. Ηταν μια Αθήνα που διαλύθηκε μετά το 1960.
Σήμερα, είναι «στούντιο», με κόντρα πλακέ χωρίσματα, με ένθεση κλιματιστικών στην ευγενή πρόσοψή του και με μια αίσθηση τέλους του κόσμου να τυλίγει αυτό και τους περαστικούς. Ημουν δυο βήματα από τον Σταθμό Λαρίσης, αλλά στο σημείο αυτό, καθώς έβλεπα αυτήν την κάποτε αρχοντική κατοικία με το θεριεμένο δέντρο να τη στεφανώνει, ένιωθα πως ήμουν σε κάποια πολίχνη του Μεξικού ή της Ουρουγουάης ή σε κάποια ελληνική επαρχία του έτους 1938 ή 1952. Θα ένιωθα σαν να ήμουν σε ένα κινηματογραφικό πλατό αν δεν ήταν τόσο έντονη και τόσο διάχυτη η πραγματικότητα που ανέβλυζε από τα απονεκρωμένα κτίρια της γειτονιάς.
Υπήρχε μια δραματική αίσθηση θεατρικότητας. Το σπίτι αυτό της Λιοσίων 73 που σκάλωσε στο βλέμμα μου πρόβαλε αίφνης μετέωρο σε ένα κενό χώρου και χρόνου. Φανέρωνε την αρμονική όψη του σαν μια τοιχογραφία σε ξεχασμένη εκκλησία. Παρά τη σημερινή κατάπτωσή του, η χρωματική ένταση στην πρόσοψη έβγαινε από μια σχεδόν ψευδαισθητική οπτασία. Εβλεπα το βαθυγάλανο και το αχνορόδινο και τις πατημένες ώχρες να σχηματίζουν μετόπες και αυτοσχέδια στοιχεία σε ένα σπίτι που χτίστηκε πριν από 100 χρόνια σαν ένα μεσοαστικό κάστρο ευποιίας και φιλοπατρίας.
Το σπίτι είναι χτισμένο στο «στυλ Τσαγρή», όπως είθισται να λέγονται τα σπίτια στο ύφος που καθιέρωσε ο αρχιτέκτων Βασίλης Τσαγρής μετά το 1920, με τις ψηλές παραστάδες και τα «παπαγαλάκια» στο γείσο της οροφής. Σπίτια με αναφορές στη Μεσευρώπη φύονταν στο κέντρο και στις γειτονιές της Αθήνας και γίνονταν ντόπια, γίνονταν αυτοφυή.

