ΓΙΩΡΓΟΣ ΠΡΕΒΕΔΟΥΡΑΚΗΣ
Δίστομο
εκδ. Πανοπτικόν, 2025, σελ. 56
Την επαύριον του Β΄ Παγκοσμίου Πολέμου, ο μετανάστης στο ποίημα «Στουτγκάρδη» μονολογεί: «Θέλω να επιστρέψω/ στο χωριό στην πατρίδα οπουδήποτε/ φτάνει να επιστρέψω/ εκεί που ακόμα αποκαλούν/ από καθαρόαιμη ειρωνεία/ τον βαρύ μου καπνό/ στούκας». Το υπό συζήτηση βιβλίο διαβάζεται και ως δυσοίωνο μεταμοντέρνο σχόλιο στο ποίημα «Ο Πόλεμος» του Αναγνωστάκη, που τελειώνει με το διάσημο: «Γιατί κανένας πόλεμος δεν τέλειωσε ποτέ». Ο Γιώργος Πρεβεδουράκης (γενν. 1977) είναι ένας άξιος πολιτικός ποιητής, που δεν φοβάται τους υψηλούς τόνους γιατί αντιστέκεται επιτυχώς στη μεγαλόστομη ρητορεία χάρη στο ιδιοσυγκρασιακό του σθένος, αφενός, και στο πειραματικό του θράσος, αφετέρου. Ας επιχειρήσουμε όμως και μια χρήσιμη αναδρομή: «…μόνο η (…) μεγαλόφωνη ανάγνωση ολόκληρου του έργου θα ήταν σε θέση να καταδείξει πειστικά, αφενός την αριστοτεχνική χρήση και εναλλαγή του ρυθμού (…), αφετέρου την εξέλιξη της, ήδη ικανής, ποιητικής γλώσσας του Π. Ο μακρύς στίχος του, ιδανικός υπηρέτης του ποιητικού του στόχου, (…) η δε γλώσσα του ενσωματώνει (…) με ακόμη μεγαλύτερη μαεστρία διάφορα είδη λόγου (…) και κυμαίνεται χωρίς να κομπιάζει (…).», έγραφε για το «Κλέφτικο», που καθιέρωσε τον Πρεβεδουράκη, ο Π. Ιωαννίδης στο περιοδικό «Φάρμακο» ([φρμκ]#2, 2013) – κείμενο, παρεμπιπτόντως, σπάνιου κριτικού ζήλου και δεινότητας στα σύγχρονα ποιητικά μας πράγματα.
Ακατάσχετες εικόνες
Για μια μεγαλόφωνη ανάγνωση φρονώ λοιπόν κι εγώ ότι προορίζονται, νοερά έστω (να ακούει κανείς δυνατά μέσα του τη φωνή που μιλάει στο ποίημα!), και μάλιστα ως συνεχές, τα 37 ποιήματα που απαρτίζουν τη συλλογή.
Ετσι μονάχα δικαιώνεται η πληθωρική αυτή ποίηση των ακατάσχετων εικόνων και του σφριγηλού επιτονισμού. Αν την αντιμετωπίσει κανείς στενόκαρδα, θα κινδυνεύσει να μπερδέψει τον αναγκαίο για να υπηρετηθεί η επική-αφηγηματική στόχευση του ποιητή πλούτο με υπερβολή ή φλυαρία.
Πρόκειται για ζητήματα που τίθενται παρόμοια και στην ποίηση των Ορφέα Απέργη και Βασίλη Αμανατίδη, στον βαθμό και στα σημεία που το ζητούμενο είναι και εκεί η αφηγηματική λειτουργία, το έπος και όχι μονάχα η λυρική έκφραση.
Γι’ αυτό είναι χρήσιμο να διαβάζουμε «φωναχτά» ή, έστω, να φανταζόμαστε τον ήχο αυτών των ποιημάτων να επιμένει, να υπερχειλίζει και να μας κατακλύζει, σαν να παρακολουθούμε τον ποιητή επί σκηνής. Εδώ, στο «Δίστομο», θα χρειαστούν παραπάνω αντοχές, καθώς τα συγκεκριμένα ποιήματα έχουν ως αντικείμενο την ακραία βία που όχι μόνον ασκήθηκε σε συγκεκριμένες ιστορικές στιγμές αλλά μοιάζει να αποθηκεύτηκε έκτοτε ενεργή, μολύνοντας για πάντα τα ποτάμια της Ιστορίας, φτάνοντας μέχρι την πεζή καθημερινότητά μας. Τα εγκλήματα των ναζί στην Ελλάδα και την Ευρώπη έχουν την πρωτοκαθεδρία στη θεματολογία, εξ ου και ο τίτλος της συλλογής, μαζί τους όμως συνυφαίνονται άλλοτε η επίθεση στους Δίδυμους Πύργους και άλλοτε παλαιότερες άγριες στιγμές, π.χ. η Ιωάννα της Λωρραίνης στην πυρά.
Στα πεζοδρόμια
Τα ποιήματα της συλλογής τελούν σε νοηματική και υφολογική συνάφεια ώστε, μολονότι μπορούν να διαβαστούν και ξεχωριστά, να πρόκειται ασφαλώς για μια σύνθεση. Αν ο Μάης του ’68 συνδέθηκε με το «κάτω από τα πεζοδρόμια, η παραλία», ο Πρεβεδουράκης επιχειρεί να υποβάλει, ως περίπου αυτονόητο, ότι κάτω από τα πεζοδρόμια που πατάμε κοχλάζει μια ανεκκαθάριστη τρελή βία, μια ανείπωτη φρίκη που ο πολιτισμός μας είναι καταδικασμένος να αναπαράγει: «υπάρχουν τόσες διασκεδάσεις/ για να εκτονώσει κανείς την οργή/ που προκαλούν οι διασκεδάσεις» («Ντόμινο»).
Ο σαρκαστικός τόνος, οι συνήθως μακροπερίοδοι στίχοι, οι καταιγιστικές εικόνες υπάρχουν εδώ όπως και στα προηγούμενα βιβλία του. Φαίνεται όμως ότι ο ποιητής έχει κάνει, προσωρινά ή μόνιμα, ειρήνη με τον πολύ ανήσυχο εαυτό του, που σε προηγούμενες συλλογές του υπέβαλλε έντονους πειραματισμούς στη φόρμα. Ενδεχομένως να βρήκε, απλώς, τη γλώσσα του και να την εμπιστεύθηκε.
Ξανοίγεται τώρα με σιγουριά στις μαύρες αβύσσους που απειλούν το ανέμελο βήμα μας, π.χ. στην οδό Μέρλιν, όπου γνωστό πολυκατάστημα συνυπάρχει με τις μνήμες των γκεσταπίτικων βασανισμών («Hondos Center, Μέρλιν 8», από τα ωραιότερα ποιήματα της συλλογής). Στο «Βομβαρδίστε τον Χολαργό» η κάθε αδιέξοδη σκηνή, ακόμα και του ιδιωτικού βίου («αυτό που πίστεψα οικογένεια/ μοιάζει ενέδρα σε κορφοβούνι») συσχετίζεται απευθείας με την ιστορική βία: «Στην Πίνδου θερίζουν ένα ακόμα τάγμα αλπινιστών/ ο Αύγουστος/ είναι κοινόχρηστος βόμβος».
Η ανθρωπότητα είναι, εντέλει, αποτυχημένο πείραμα και ο ποιητής της ένας τροβαδούρος σε παροξυσμό.

