Ο Θεόφιλος σε 272 σκαλοπάτια

Η έκδοση του ποιήματος «A revoir: Théophilos» του Νίκου Εγγονόπουλου (φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο Ελισάβετ Αρσενίου, εκδόσεις Υψιλον, 2025) είναι ένα μεγάλο γεγονός για εκείνους που αγαπούν την ποίηση και έχουν ανακαλύψει την ιδιάζουσα και αινιγματική ομορφιά της στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου […]

4' 50" χρόνος ανάγνωσης

Η έκδοση του ποιήματος «A revoir: Théophilos» του Νίκου Εγγονόπουλου (φιλολογική επιμέλεια – επίμετρο Ελισάβετ Αρσενίου, εκδόσεις Υψιλον, 2025) είναι ένα μεγάλο γεγονός για εκείνους που αγαπούν την ποίηση και έχουν ανακαλύψει την ιδιάζουσα και αινιγματική ομορφιά της στο έργο του Νίκου Εγγονόπουλου, «υπερρεαλιστή» ζωγράφου και ποιητή, ο οποίος, όπως τόσο ορθά ειπώθηκε, ήταν ένα κίνημα από μόνος του.

Η ανέκδοτη μέχρι σήμερα λυρική σύνθεση των 272 στίχων με θέμα τη ζωή και την τέχνη του Μυτιληνιού ζωγράφου γράφτηκε το 1947. Είναι η χρονιά που πραγματοποιείται η έκθεση για τον Θεόφιλο στο Βρετανικό Συμβούλιο. Είχαν προηγηθεί δοκίμια και άρθρα για τον Θεόφιλο από τον Οδυσσέα Ελύτη, τον Μυτιληνιό τεχνοκριτικό Στρατή Ελευθεριάδη, που διέπρεψε στη Γαλλία με το όνομα Tériade, και πολλούς άλλους επωνύμους. Ο Θεόφιλος, βέβαια, ήταν ήδη γνωστός από παλιότερα στους φιλότεχνους του Βόλου και σε όσους αγαπούσαν τη λαϊκή ζωγραφική που είχε αναπτυχθεί ανά την Ελλάδα στα χρόνια της Τουρκοκρατίας χάρη σε αφανείς αλλά λαμπρούς τεχνίτες ή, αλλιώς, τη «ρωμέικη ζωγραφική», όπως την ονόμαζε ο Φώτης Κόντογλου. Η έκθεση του 1947 εγκαινιάστηκε με τη θρυλική ομιλία του Γιώργου Σεφέρη και την παρουσία μεγάλων ονομάτων του πνευματικού κόσμου. Στα κείμενα κριτικής που δημοσιεύτηκαν με αφορμή την έκθεση του 1947 για τον Θεόφιλο, διαπιστώνουμε ότι από τη μία τον πολεμούσαν οι απόγονοι του λογιοτατισμού και του καθαρευουσιάνικου ακαδημαϊσμού του Μονάχου, ενώ από την άλλη τον θαύμαζαν οι ιδεολόγοι της γενιάς του ’30, συγγραφείς, επιστήμονες, συλλέκτες, όμως ο καθένας τον προσάρμοζε στη δική του ιδεολογική προοπτική περί αυθεντικότητας και ελληνικότητας. Ανάμεσα στους θαυμαστές του Θεόφιλου ήταν και ο Εγγονόπουλος, ο οποίος έγραψε το ποίημα που για πρώτη φορά διαβάζουμε σήμερα χωρίς να το δημοσιεύσει, κι ούτε άλλωστε συμμετείχε στη συζήτηση και στους εορτασμούς που έγιναν τότε. Το 1978, στην «Κοιλάδα με τους ροδώνες», περιέλαβε ένα αλληγορικό και βαθιά αισθαντικό ποίημα αφιερωμένο στον Θεόφιλο, την «Μπαλλάντα της ψηλής σκάλας», που μας δείχνει ότι ο Εγγονόπουλος απέδιδε τιμές στο πρόσωπο του δημιουργού-καλλιτέχνη, και όχι ενός «λαϊκού» ζωγράφου, όπως τον έβλεπαν άλλοι με τη ματιά στραμμένη προς τη Δύση. Το «A revoir: Théophilos» παρέμεινε αδημοσίευτο, αλλά πάντα φυλαγμένο στο αρχείο του δημιουργού του για τους πνευματικούς κληρονόμους του.

Τα προβλήματα της έκδοσης αντιμετώπισε αξιοζήλευτα από κάθε άποψη η επιμελήτρια του βιβλίου Ελισάβετ Αρσενίου, καθηγήτρια Νεοελληνικής Φιλολογίας του Παντείου Πανεπιστημίου, η οποία ανταποκρίθηκε στις απαιτήσεις που προβάλλει το έργο του μεγάλου δασκάλου μας με εξαντλητική έρευνα, περίσκεψη και αγάπη. Το ποιητικό κείμενο συνοδεύεται από σημειώσεις και ένα επίμετρο με τίτλο «Εκφράζοντας ποιητικά τον Θεόφιλο». Σε αυτό η συγγραφέας τοποθετεί το κείμενο στο ιστορικό και πνευματικό του πλαίσιο, και το συνοδεύει με μια ερμηνευτική προσέγγιση που διακρίνεται για την ευθυβολία της.

Η λυρική σύνθεση με θέμα τη ζωή και την τέχνη του Μυτιληνιού ζωγράφου γράφτηκε το 1947, χρονιά που πραγματοποιείται η έκθεση έργων του στο Βρετανικό Συμβούλιο.

Στη στάση του Εγγονόπουλου απέναντι στον Θεόφιλο, η επιμελήτρια επισημαίνει την «υπερρεαλιστική αναθεώρηση της ρομαντικής αντίληψης περί παράνοιας και ιδιοφυΐας», την αποποίηση του ακαδημαϊσμού, τον γενναίο και περιπετειώδη βίο των μεγάλων υπερβάσεων που φέρνουν κοντά λαούς και πολιτισμούς, ανεξαρτήτως εποχής. Πιστεύω πως μια τέτοια υπέρβαση συνδέει τον Εγγονόπουλο με τον υπέροχο Μυτιληνιό καλλιτέχνη. Και ακόμη, ότι κυριολεκτούσε όταν έγραφε στις «Σημειώσεις» του Α΄ τόμου των «Ποιημάτων» του (εκδ. Ικαρος, 1977) ότι «συνθέτει τα διδάγματα των Βυζαντινών, των Αρχαίων και των “λαϊκών”, σαν τον Θεόφιλο και τους άλλους» – τοποθετώντας τη λέξη λαϊκός σε εισαγωγικά.

Πιστεύω ότι αυτό που διακρίνει την εγγονοπουλική προσέγγιση του Θεόφιλου, τόσο στην ανέδοτη ποιητική σύνθεσή του όσο και στο δημοσιευμένο ποίημα «Μπαλλάντα της ψηλής σκάλας» είναι η βαθιά ενσυναίσθηση: Το 1947, ο ποιητής γράφοντας την ποιητική του σύνθεση κατά κάποιον τρόπο οργανώνει μια δική του έκθεση του ζωγράφου επιλέγοντας όχι τυχαία 13 πίνακες από το έργο του, με θέματα που χρησιμοποιούσε και ο ίδιος στην τέχνη του, ποιητική και ζωγραφική, όπως μας δείχνει η Αρσενίου. Τη στιγμή που ο Θεόφιλος πέφτει από την «ψηλή σκάλα», τη βιώνει ενσυναίσθητα ως ένα από τα τραυματικά «παθήματα» που επιφυλάσσει η ζωή στον αληθινό καλλιτέχνη.

Θεωρώ σημαντική την ερμηνεία της Αρσενίου για την περιγραφή των έργων του Θεόφιλου από τον Εγγονόπουλο στο πλαίσιο του λογοτεχνικού είδους της «έκφρασης», που γνωρίζουμε από τους ελληνιστικούς και πρωτοχριστιανικούς χρόνους (Φιλόστρατος, Λιβάνιος), και μεταγενέστερα από τη δυτική τέχνη. Θα προσέθετα ότι οι δικές του «εκφράσεις» είναι πιο κοντά στους βυζαντινούς και μεταβυζαντινούς αγιογράφους, που χρησιμοποιούσαν χειρόγραφες «εκφράσεις» ή «Ερμηνείες ζωγράφων» –όπως αυτή του Διονυσίου εκ Φουρνά που υπαινίσσεται στο ποίημα «Ορνεον 1748» (Η επιστροφή των πουλιών, 1946)– για να εικονογραφήσουν τους ναούς.

Στο ερώτημα γιατί το ποίημα «A revoir: Théophilos» έμεινε αδημοσίευτο, υπάρχουν πολλές απαντήσεις. Πιο πιθανή είναι η εκδοχή που τεκμηριώνει η Αρσενίου: Το ποίημα γράφτηκε σε μια μεταβατική περίοδο για τον Εγγονόπουλο, κατά την οποία συνέχιζε να δημοσιεύει συλλογές που ακολουθούσαν την υπερρεαλιστική τεχνική, με την οποία επιχειρούσε να δείξει την ακραία και τραγική ένταση ανάμεσα στις ασυμβίβαστες πραγματικότητες και αντινομίες του βίου. Αργότερα η τεχνική αυτή θα στρεφόταν προς μια παράξενη, σχεδόν ανησυχητική σαφήνεια, στην οποία τώρα θα δέσποζε το παράδοξα ακονισμένο χιούμορ, μαύρο όπως θα έλεγε ο όψιμος Μπρετόν, αλλά προπάντων πικρό και ειρωνικό, όπως ταιριάζει στους ανανεωτές της τέχνης. Αφηνε προσώρας ή για πάντα τη σύνθεση του 1947 (το a revoir είναι σχεδόν ομόηχο με το au revoir), προσθέτοντας ένα ακόμη αίνιγμα στον μελλοντικό αναγνώστη του, αλλά το βέβαιο είναι ότι συνέχιζε να αγαπά τον Θεόφιλο. Μάλιστα, θα έλεγα ότι με όσα έγραψε για αυτόν –και έχοντας εμπιστοσύνη στην κρίση των κληρονόμων του– είναι σαν να ήθελε να τον πάρει από το χέρι και να τον εισαγάγει στην «υπερπραγματική» πολιτεία του, στην «Πόλη του Φωτός» (ποίημα από την «Κοιλάδα με τους ροδώνες») μαζί με τους άλλους συγκατοίκους της, «τον Σκεντέρμπεη, την κόμισσα ντε Νοάιγ, τον Εμπεδοκλή τον φιλόσοφο, το θείο μαρκήσιο ντε Σαντ, τον Μότσαρτ καθήμενο στο κλειδοκύμβαλό του, τον Οδυσσέα Ανδρούτσο, τον Ρήγα Βελεστινλή με το μπουζούκι του» και τόσα άλλα προσφιλή του πρόσωπα.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT