Από την ίδρυσή του το 1955 έως σήμερα το Φεστιβάλ Αθηνών λειτούργησε ως ιδιαίτερα ευαίσθητος δείκτης των κυρίαρχων πολιτισμικών, πολιτικών και κοινωνικών μετατοπίσεων της μεταπολεμικής Ελλάδας: από τη συντηρητική ανασυγκρότηση της δεκαετίας του ’50 στην εκσυγχρονιστική ώθηση των ’60s, που βραχυκύκλωσε, στην καταστολή επί χούντας και τελικά στην εκρηκτική μεταπολιτευτική απελευθέρωση που χαρακτήρισε τις επόμενες δεκαετίες. Το Φεστιβάλ, που αρχικά υπαγόταν στον Ελληνικό Οργανισμό Τουρισμού (ΕΟΤ), επωμίστηκε την εξωτερική προβολή της χώρας, εντάχθηκε αργότερα στο υπουργείο Πολιτισμού, σηματοδοτώντας τη σταδιακή μετατόπιση από την τουριστική πολιτική (εν είδει πολιτιστικής διπλωματίας) προς την εσωτερική πολιτιστική πολιτική.
Ο ίδιος ο θεσμός δημιουργήθηκε σε ένα πλαίσιο «εθνικής αναβάθμισης» της μετεμφυλιακής Ελλάδας, με στόχο να τοποθετήσει την Αθήνα στον διεθνή πολιτιστικό χάρτη. Η ίδρυσή του εντάσσεται στο σχέδιο της μεταπολεμικής ανασυγκρότησης και του πολιτιστικού «εξευρωπαϊσμού». Η εμφάνιση του Δημήτρη Μητρόπουλου και της Φιλαρμονικής Ορχήστρας της Νέας Υόρκης στο Ηρώδειο στο πρώτο Φεστιβάλ δεν ήταν απλώς ένα μουσικό γεγονός: ήταν πράξη διεθνούς νομιμοποίησης της «καχεκτικής» Ελληνικής Δημοκρατίας. Η Ελλάδα –τραυματισμένη από τον Εμφύλιο και την ξένη εξάρτηση– μπορούσε να σταθεί επάξια στο παγκόσμιο καλλιτεχνικό στερέωμα ως έμπρακτη απάντηση στην εσωστρέφεια και στη μιζέρια των πρώτων μετεμφυλιακών χρόνων. Το Φεστιβάλ απέδωσε ιδιαίτερη σημασία στην αρχαιότητα, αναδεικνύοντας την Επίδαυρο ως ιερό χώρο εθνικής αισθητικής αναβάπτισης. Ενώ λοιπόν η Επίδαυρος και το Ηρώδειο αναπλάστηκαν αμφότερα για τις ανάγκες του Φεστιβάλ, η πρώτη εξελίχθηκε σε τόπο τελετουργικής πολιτιστικής ενσωμάτωσης, με το Εθνικό Θέατρο να ηγεμονεύει αισθητικά και ιδεολογικά. Ο Δημήτρης Ροντήρης και ο Αλέξης Μινωτής έδωσαν τον τόνο: αρχαιοπρέπεια, ομοιομορφία, εθνική συγκίνηση. Η ομοιομορφία των χορών, η επισημότητα του ύφους, η εικαστική μεγαλοπρέπεια πρόδιδαν την ανάγκη για σταθερές σε μια κοινωνία που ακόμη επούλωνε βαθύτατες πολιτικές πληγές. Η επιλογή των έργων απέφευγε τις αμφισημίες και τον προβληματισμό, ενώ το κοινό ήταν αστικό, συντηρητικό, αλλά και τουριστικό. Το Φεστιβάλ λοιπόν επένδυσε ιδεολογικά στο κοινό ευρωπαϊκό αφήγημα μιας μοντερνιστικής σύλληψης της υψηλής τέχνης, με έμφαση παράλληλα στην αρχαιότητα και στη «μεταφυσική» της συνέχειας.
Η εμφάνιση του Δημήτρη Μητρόπουλου και της Φιλαρμονικής της Νέας Υόρκης στο πρώτο Φεστιβάλ, δεν ήταν απλώς ένα μουσικό γεγονός: ήταν πράξη διεθνούς νομιμοποίησης της «καχεκτικής» Ελληνικής Δημοκρατίας.
Παρά τις θεσμικές αδράνειες, νέοι δημιουργοί, όπως ο Κάρολος Κουν και ο Μάνος Χατζιδάκις, συμμετείχαν δυναμικά στον θεσμό. Ηδη το 1959 ξέσπασε σάλος με την περίφημη παράσταση των «Ορνίθων» που σκανδάλισε: προκαλούσε ανοιχτά το εθνικό αφήγημα της κανονικότητας, αποδεικνύοντας πως η αρχαία κωμωδία μπορεί να αναπνέει μέσα από τη σύγχρονη ελληνική ευαισθησία. Εχει αφήσει εποχή η απαγόρευση της δεύτερης παράστασης και το «πουλί» από το πενάκι του Φωκίωνα Δημητριάδη, που θα συνόδευε εφ’ όρου ζωής τον αρμόδιο υπουργό Κωνσταντίνο Τσάτσο. Η επιφυλακτικότητα, η ιδεολογική επιτήρηση του κράτους-χορηγού και η ανάγκη για «σοβαρότητα» διαμορφώνουν μια ελεγχόμενη κουλτούρα, με τις αγκυλώσεις της εποχής. Ομως, το ίδιο το γεγονός ότι το Φεστιβάλ ανοίγεται προς κάτι τόσο πρωτοποριακό όσο ο Κουν, σηματοδοτεί ρήξη με το πριν – σκιαγραφώντας και το αυξανόμενο χάσμα ανάμεσα στην αστική νεωτερικότητα και τα προνεωτερικά πολιτικά αντανακλαστικά.

Τη δεκαετία του ’60 η άνοδος του παγκόσμιου νεολαιίστικου και αντιπολεμικού κινήματος και η «άνοιξη» με τις φιλελεύθερες πολιτιστικές νησίδες κατά Τσίρκα αντανακλώντο στην παρουσία σύγχρονων ρευμάτων, νέων σκηνοθετών και προοδευτικών επιλογών. Αντιθέτως, την περίοδο της δικτατορίας το Φεστιβάλ μετατράπηκε σε εργαλείο πολιτιστικής προπαγάνδας και εθνικού μεγαλείου. Η καλλιτεχνική έκφραση περιορίστηκε και ο θεσμός «πάγωσε» αισθητικά, ακόμη κι όταν υποδεχόταν διεθνή σχήματα. Οι εξαιρέσεις –παραστάσεις με ψήγματα μοντερνισμού ή πειραματισμού– ήταν μεμονωμένες. Η επιφανειακή προβολή του «ανώτερου ελληνικού πνεύματος» και του «μεγαλείου» της ελληνικής ταυτότητας, ερήμην των κοινωνικών μετασχηματισμών και των αντιστάσεων, οδήγησε σε μια στατικότητα.
Η Μεταπολίτευση
Με τη Μεταπολίτευση, ωστόσο, ο θεσμός εισέρχεται σε μια νέα φάση. Μετά το 1974 το Φεστιβάλ καλείται να επανεφεύρει τον εαυτό του. Η πολιτιστική μεταπολίτευση, πιο τολμηρή από την πολιτική, δημιουργεί μια γόνιμη σύγκρουση ανάμεσα στο παλιό και το νέο. Το Φεστιβάλ αρχίζει σταδιακά να ανοίγεται –όχι χωρίς αντιστάσεις– σε νέες φωνές, θιάσους και μορφές. Ο Κουν παρουσιάζει τραγωδίες στην Επίδαυρο, ο Βολανάκης τολμάει νέα ερμηνευτικά σχήματα, καθώς η Επίδαυρος ανοίγεται και στο ΚΘΒΕ και στο Θέατρο Τέχνης και στη συνέχεια και σε άλλους θιάσους, αλλά και διεθνείς παραγωγές. Η είσοδος νέων σχημάτων σηματοδοτεί την επαναφορά της ελευθερίας στην τέχνη, ενώ η Επίδαυρος παύει να είναι προνόμιο ενός μόνο θεσμού και γίνεται τόπος ανοιχτής συνάντησης διαφορετικών φωνών.

Η δεκαετία του ’80, υπό τη σκιά της πολιτιστικής πολιτικής του ΠΑΣΟΚ με τη Μελίνα Μερκούρη υπουργό Πολιτισμού, επιτρέπει στο Φεστιβάλ να αποκτήσει μεγαλύτερη χρηματοδοτική και θεσμική ευελιξία, αλλά και έναν πιο «λαϊκό» χαρακτήρα. Το τίμημα, ωστόσο, είναι ένας πολιτιστικός πληθωρισμός και η απουσία σαφούς αισθητικής ταυτότητας. Οι επιλογές γίνονται συχνά με γνώμονα το κοινό και την προσέλκυσή του και λιγότερο την καλλιτεχνική τόλμη. Τη δεκαετία του ’90 η παγκοσμιοποίηση αρχίζει να αφήνει το αποτύπωμά της και στην πολιτιστική παραγωγή, με θεματικές σχετικές με την ταυτότητα, τη μετανάστευση, τη διαπολιτισμικότητα να εισέρχονται σταδιακά και στον προγραμματισμό του Φεστιβάλ. Παράλληλα, όμως, η θεσμική κόπωση, η γραφειοκρατία, αλλά και η απουσία σαφούς καλλιτεχνικού οράματος οδηγούν σε έναν δημιουργικό μαρασμό. Η εσωστρέφεια επανέρχεται, παρά τις σποραδικές διεθνείς συνεργασίες.
Από τον Λούκο στον Φαμπρ
Η μεγάλη στροφή θα έρθει με την ανάληψη της καλλιτεχνικής διεύθυνσης από τον Γιώργο Λούκο το 2006. Μετά την αμφιλεγόμενη απομάκρυνση Λούκου την περίοδο της οικονομικής κρίσης, τα όποια τολμηρά ανοίγματα δεν γίνονταν χωρίς τριβές. Η επεισοδιακή –και βραχύβια– θητεία του Βέλγου Γιαν Φαμπρ το 2016 αποτελεί χαρακτηριστικό παράδειγμα της πολιτισμικής ασυμβατότητας και της διοικητικής προχειρότητας. Η επιλογή Φαμπρ και οι δηλώσεις του τελευταίου προκάλεσαν θύελλα αντιδράσεων, αναδεικνύοντας αφενός την ένταση ανάμεσα στο διεθνές και το τοπικό καλλιτεχνικό οικοσύστημα, αλλά και τις παθογένειες της ελληνικής φεστιβαλικής κουλτούρας.
Τη δεκαετία του ’80, με τη Μελίνα Μερκούρη υπουργό Πολιτισμού, το Φεστιβάλ αποκτά χρηματοδοτική και θεσμική ευελιξία και έναν πιο «λαϊκό» χαρακτήρα, με τίμημα έναν πολιτιστικό πληθωρισμό δίχως σαφή αισθητική ταυτότητα.
Οι θητείες του Βαγγέλη Θεοδωρόπουλου και, στη συνέχεια, της Κατερίνας Ευαγγελάτου επιχειρούν να καταστήσουν το Φεστιβάλ πιο συμμετοχικό και πιο ανοιχτό στις ελληνικές πρωτοπορίες. Η πόλη, η μνήμη, οι δημόσιοι χώροι αποκτούν νέο ρόλο, ενώ ο ίδιος ο θεσμός γίνεται πόλος έλξης για ένα πολύ νεανικό κοινό. Η επαναδιαπραγμάτευση του αρχαίου δράματος με νέους όρους από σύγχρονους συγγραφείς στη Μικρή Επίδαυρο είναι μία από τις καινοτομίες που εισάγονται. Ο θεσμός αποκτά και κοινωνική διάσταση, αγγίζοντας πλέον και ζητήματα πολιτικής μνήμης, φύλου, ταυτότητας, περιβάλλοντος.

Σήμερα, 70 χρόνια μετά την ίδρυσή του, το Φεστιβάλ Αθηνών δεν είναι ένας θεσμός εν εαυτώ. Είναι ο καθρέφτης μιας χώρας που πέρασε από τον αυταρχισμό στη δημοκρατία, από τη φτώχεια στην ανάπτυξη, από την εσωστρέφεια στην πολυφωνία. Δεν είναι απλώς ένας πολιτιστικός θεσμός – είναι ένα πολύτιμο αρχείο των μεταβολών της ελληνικής κοινωνίας. Μέσα από τις σκηνές του μπορούμε να διαβάσουμε όχι μόνο τις αισθητικές τάσεις κάθε εποχής, αλλά και τους τρόπους με τους οποίους η ίδια φαντάστηκε τον εαυτό της. Από το Ηρώδειο στον Λυκαβηττό, από την Επίδαυρο στην Πειραιώς 260, η διαδρομή του Φεστιβάλ αντικατοπτρίζει την πρόσφατη Ιστορία της ίδιας της δημοκρατίας μας. Και όπως κάθε ζωντανή Ιστορία, δεν είναι ποτέ οριστική. Συνεχίζεται, επαναδιαπραγματεύεται, ξαναγράφεται – επί σκηνής.
*Ο κ. Κωστής Κορνέτης είναι επίκουρος καθηγητής Σύγχρονης Ιστορίας στο Αυτόνομο Πανεπιστήμιο της Μαδρίτης και σύμβουλος της ισπανικής κυβέρνησης σε θέματα ιστορικής μνήμης.

