Η Επίδαυρος τότε και τώρα

Παραστάσεις που σημάδεψαν τα τελευταία 40 χρόνια, ερμηνείες που μάγεψαν, εμφανίσεις που σόκαραν, σκηνοθέτες που προκάλεσαν, χειροκροτήματα, αποδοκιμασίες και κέρματα, και –κοινός παρονομαστής– το γκραν φινάλε στον ιστορικό «Λεωνίδα», στο Λυγουριό

9' 20" χρόνος ανάγνωσης

Το φεγγάρι φώτιζε τη βραδιά, ο γκιώνης ακουγόταν στο βάθος, το αρχαίο θέατρο δεν ήταν γεμάτο, αλλά αυτό δεν είχε καμία σημασία. Τη στιγμή που ηχούσε η τελετουργική είσοδος των μελών του Χορού στο διάβα τους προς την ορχήστρα, όλα γίνονταν για άλλη μια φορά μαγικά.

Δεκαετία του ’80, Σάββατο βράδυ στην Επίδαυρο, άγουροι πολιτιστικοί συντάκτες μακαρίζαμε την τύχη μας να βιώνουμε εκείνο τον πολιτισμό που μπορούσε να είναι αρχαίος και σημερινός μαζί.

Από τον Κάρολο Κουν και τον Σπύρο Ευαγγελάτο έως τον Λευτέρη Βογιατζή, και από τον Αλέξη Μινωτή έως τη Μάγια Λυμπεροπούλου και την Καρυοφυλλιά Καραμπέτη, πόσοι ακόμη σφράγισαν τα ρεπορτάζ μας. Και μαζί μ’ αυτά, τις προσδοκίες και κάποτε τις απογοητεύσεις μας. Υπήρξαν θεατές που δάκρυσαν στην Επίδαυρο. Μα και κάποιοι που φώναξαν «αίσχος» σε ορισμένους σκηνοθέτες.

Η Επίδαυρος τότε και τώρα-1
Η Κατίνα Παξινού ξεκουράζεται σε ένα διάλειμμα από τις πρόβες.

Δεκαετίες πριν αρχίσει η «αποδόμηση», οι παραστάσεις της νεότητάς μου λειτουργούσαν σαν ταχύρρυθμα μαθήματα στην τέχνη του θεάτρου, σαν μύηση στην προσπάθεια και στην αγωνία του σκηνοθέτη και του ηθοποιού. Παράλληλα, παρακολουθούσαμε τις αλλαγές στη συμπεριφορά του κοινού, τους τρόπους ανάγνωσης της τραγωδίας κάθε εποχή, τις νέες γενιές των ηθοποιών που μπολιάζονται με μεγαλύτερη εφόδια, την κόντρα ανάμεσα στις κλασικότροπες και νεωτερίζουσες εκδοχές.

Οταν οι παραστάσεις μεταφέρθηκαν σε Παρασκευή και Σάββατο, οι ανταποκρίσεις έπρεπε να δίνονται αυθημερόν. Και ήταν ο Γιώργος Τσιπλάκος, πάντα φιλότιμος και φιλικός, που φρόντιζε στο τέλος της παράστασης να υπάρχει διαθέσιμο τηλέφωνο για τους δημοσιογράφους. Τρέχαμε στην αποθήκη δίπλα στο «Ξενία» να στείλουμε κείμενο το ίδιο βράδυ. 

Δεν υπήρχαν κινητά, αλλά σχεδόν όλοι είχαν αναπτήρες γιατί κάπνιζαν αρειμανίως, σβήνοντας τα αποτσίγαρα με το σανδάλι πάνω στα αρχιτεκτονικά μέλη. Ναι, εκεί ακριβώς όπου κολλούσε το κοινό και τις τσίχλες, κιλά ολόκληρα τόσα χρόνια.

Στις αριστοφανικές κωμωδίες επιθεωρησιακής αισθητικής, άνοιγαν τα οικογενειακά τάπερ με κεφτεδάκια και λιχουδιές που κουβαλούσαν οι γονείς για να μπουκώσουν τα κουρασμένα πιτσιρίκια, που ρωτούσαν «έχει πολύ ακόμη;». Τις βραδιές που δεν είχαν πολλούς θεατές, κάποιοι ανέβαιναν στις τελευταίες κερκίδες για να απολαύσουν την παράσταση ξαπλωμένοι κάτω από τα αστέρια. Και όταν ξεχώριζαν οι σκηνοθεσίες και οι ερμηνείες, παραδίδονταν στη διαχρονική μαγεία του αρχαίου δράματος.

Θέατρο και γαστρονομία

Το «πρωτόκολλο» απαιτούσε οπωσδήποτε πέρασμα από του «Λεωνίδα» στο Λυγουριό ή τη «Μουριά» στην Παλαιά Επίδαυρο για φαγητό. Συζήτηση, κλεφτές ματιές όσων μοιράζονταν τη χαρά για την επιτυχία της βραδιάς ή αναζητούσαν λόγια παρηγοριάς. Ο Λεωνίδας Λιακόπουλος ήδη από τη γενική δοκιμή γνώριζε αν «αξίζει τον κόπο» η παράσταση, πήγαινε άλλωστε από παιδί στις πρόβες. Δεν αποκάλυπτε τίποτε στη στάση για καφέ πριν φτάσουμε στο θέατρο, όσο και αν προσπαθούσαμε. Από το γαλάζιο βλέμμα του ή το γεμάτο χαμόγελο, όμως, ένιωθες αν σε περίμενε κάτι ξεχωριστό.

Η αυλή κάτω από την κληματαριά έχει δει και ακούσει πολλά. Χαρές, συγκινήσεις, καβγάδες, κόντρες, καθώς και καλοπιάσματα δημοφιλών πρωταγωνιστών σε φίλους τους κριτικούς που είχαν ενδοιασμούς. Ενα τέτοιο βράδυ του 1985, το ζεύγος Καρέζη – Καζάκου μιλούσε για τα ανυπέρβλητα εμπόδια που αντιμετώπισαν στη «Μήδεια», προσπαθώντας να μαλακώσουν τις επιφυλάξεις του Κώστα Γεωργουσόπουλου

Η Επίδαυρος τότε και τώρα-2
Ο Λεωνίδας Λιακόπουλος (αριστερά) περιμένει να πάρει παραγγελία από τον Ανδρέα Βουτσινά, τον Γιάννη Τσαρούχη και την παρέα τους. Ο Τσαρούχης, παρότι είχε σάκχαρο, ήταν αμετανόητος λάτρης των γλυκών.

Τρία χρόνια νωρίτερα, το κοινό είχε μείνει άναυδο με τον Ανδρέα Βουτσινά και την παράσταση της «Ελένης» του Ευριπίδη με την Αλεξάνδρα Λαδικού και τη Λυδία Φωτοπούλου που εμφανίστηκε γυμνόστηθη. Αλλοι ενοχλήθηκαν με τα βεγγαλικά, πόσο μάλλον όταν ο εκκεντρικός σκηνοθέτης υποκλίθηκε έχοντας στην αγκαλιά του τη Μίκα, τη σκυλίτσα του. 

Πολλοί θύμωναν με ό,τι δεν είχαν ξαναδεί και το αμφισβητούσαν. Οπως το 1984, που ο Γιώργος Ρεμούνδος έβαλε τη Μαρία Σκούντζου να σέρνει βαριές αλυσίδες ως Αντιγόνη. Το ίδιο ενόχλησε και η λοξή ματιά του Γιάννη Χουβαρδά στην «Αλκηστη» με τη Φιλαρέτη Κομνηνού. Διαμαρτυρίες αλλά και «μπράβο» ακούγονταν μαζί, τόσο που η παράσταση σταμάτησε μέχρι να ηρεμήσουν τα πνεύματα. Μπροστάρισσα στις αποδοκιμασίες η Αννα Συνοδινού, η οποία φώναξε «αίσχος, βέβηλοι» και αποχώρησε επιδεικτικά. Σε άρθρο της στην «Ακρόπολη» έγραψε ότι το θέατρο μεταβλήθηκε σε οίκο ανοχής, επειδή είδε ηθοποιούς να αναπαριστούν «ερωτική συνουσία».

Υστερα απ’ αυτά τα τρομερά, η Επίδαυρος υποδέχτηκε την Αλίκη Βουγιουκλάκη με τη «Λυσιστράτη» σε σκηνοθεσία Αλέξη Σολομού και μουσική του Μάνου Χατζιδάκι, και έφτασαν ώς εκεί, χιλιάδες με πούλμαν, Ι.Χ., κότερα, ακόμη και τρακτέρ. Ομως το 1990 που ξαναπήγε στο θέατρο του Πολυκλείτου φιλοδοξώντας να αποχωριστεί πια τον τίτλο της «εθνικής γατούλας», δεν της χαρίστηκαν και ας σκηνοθέτησε την «Αντιγόνη» ο Μίνως Βολανάκης και ο Μίκης Θεοδωράκης επιστρατεύτηκε για να γράψει τη μουσική της παράστασης. Το θέατρο γέμισε και πάλι, αλλά οι κριτικές τη ζεμάτισαν: «Νιάου, νιάου η Αντιγονούλα» έγραψε ο Θόδωρος Κρητικός και η Ελένη Βαροπούλου «Το “πακέτο Αλίκη” αποδείχθηκε στην Επίδαυρο ένα τρομερό καλλιτεχνικό φιάσκο…».

Τσιγάρο και γυμνό

Το κοινό συνήθως αποδοκίμαζε ότι δεν ενέκρινε. Σήμερα πάλι, συχνά θεωρεί πρωτοποριακό ό,τι δεν κατανοεί. Το τι άκουσε η Αννα Μακράκη παίζοντας τον Εξάγγελο για το τσιγάρο που άναψε με τις οδηγίες του Ρόμπερτ Στούρουα στον «Οιδίποδα Τύραννο» που παρουσίασε ο θίασος Καρέζη – Καζάκου το 1989 δεν περιγράφεται. «Εξω οι Ρώσοι», φώναζαν κάποιοι από τις κερκίδες για τον Γεωργιανό σκηνοθέτη που «μαγάρισε» το αρχαίο θέατρο, την ίδια που οι ίδιοι ντουμάνιαζαν στο κοίλον. Τη δεύτερη βραδιά, η επίμαχη σκηνή κόπηκε.

Η Επίδαυρος τότε και τώρα-3
Ο Σπύρος Ευαγγελάτος επί το έργον. Η συγκεκριμένη φωτογραφία, όπως μαρτυράει η αφιέρωση, είναι από τον «Λεωνίδα», όπου ο σκηνοθέτης κεραυνοβολήθηκε από τον φτερωτό θεό όταν συνάντησε τη Λήδα Τασοπούλου.

Νομίζω ότι πέρασαν οκτώ χρόνια για νέες έντονες αντιδράσεις. Ο Ματίας Λάνγκχοφ στις «Βάκχες» του Ευριπίδη έστησε για σκηνικό ένα σφαγείο. Τα σφαχτάρια και ο Μηνάς Χατζησάββας γυμνός ήταν αρκετά για να ανάψουν πάλι τα αίματα, αυτή τη φορά για τον Γερμανό σκηνοθέτη. «Κιτς κεμπάμπ» έγραψε ο Γεωργουσόπουλος, ενώ οι υπηρεσίες του ΥΠΠΟ είχαν ανατριχιάσει με το σφαγείο στην ορχήστρα του αρχαίου θεάτρου. Κάποιοι θερμόαιμοι φώναζαν: «Σήκω, Μινωτή».

Στην «Ηλέκτρα» με την Αμαλία Μουτούση και τη Νόνικα Γαληνέα ως Κλυταιμνήστρα, που σκηνοθέτησε το 1998 ο Μιχαήλ Μαρμαρινός, ορισμένοι ενοχλήθηκαν για τα δεμένα με ιμάντες πόδια της Μουτούση. Εκείνη πάντως καθήλωσε την πλειονότητα του κοινού με την ερμηνεία της. Ομως το 2008 πολλοί εξοργίστηκαν με τη «Μήδεια» που σκηνοθέτησε ο Ανατόλι Βασίλιεφ για το ΔΗΠΕΘΕ Πάτρας και ας έπαιζε η Λυδία Κονιόρδου. Μέχρι κέρματα πέταξαν στην ορχήστρα.

«Φύγε από τη θυμέλη, ρε»

Στο κοινό πάντα υπάρχουν και αρχαιόπληκτοι θεατές που θυμώνουν αν κάποιος ηθοποιός πατήσει τη θυμέλη. Οπως έγινε με τους «Πέρσες», που σκηνοθέτησε ο Ντίμιτερ Γκότσεφ. «Φύγε από τη θυμέλη, ρε» ακούστηκαν ανάμεσα στις αποδοκιμασίες. Ο Βούλγαρος σκηνοθέτης γιουχαΐστηκε στο τέλος, ενώ οι ηθοποιοί χειροκροτήθηκαν. Πάντως για την αρχαία κωμωδία οι θεατές ήταν συνήθως πιο ανεκτικοί.

Τις προηγούμενες δεκαετίες, οι διαφωνίες και τα «πυρά» εκτοξεύονταν σε επιστολές που έστελναν οι θιγόμενοι στις εφημερίδες. Την τελευταία 15ετία, οι καβγάδες ανάβουν στα κοινωνικά δίκτυα με όλο το ανθρωποφαγικό μένος που τις συνοδεύει. Οπως έγινε με την «Ορέστεια» που σκηνοθέτησε ο Γιάννης Χουβαρδάς, σε μετάφραση Δημήτρη Δημητριάδη. Τώρα πια στο ξεκατίνιασμα παίρνουν μέρος και οι κουτσομπολίστικες εκπομπές.

Η Επίδαυρος τότε και τώρα-4
Αφιέρωση της Νόνικας Γαληνέα στον Λεωνίδα και στην Κάκια «που γράφουν τη δική τους ιστορία στην Επίδαυρο». Η φωτογραφία βρήκε τη θέση της στον τοίχο του εστιατορίου μετά την παράσταση της «Ιοκάστης», το 2005.

Αυτά τα χρόνια ωστόσο απολαύσαμε και πολύ καλές παραστάσεις, όπως η «Αντιγόνη» που σκηνοθέτησε ο Λ. Βογιατζής, ο «Ριχάρδος Γ΄». με τον Κέβιν Σπέισι σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες, η «Σαμία» του Μενάνδρου από τον Εύη Γαβριηλίδη με τον Αλκίνοο Ιωαννίδη μόλις είχε βγάλει τη δραματική σχολή. Συγκινηθήκαμε με τον Θανάση Βέγγο στο ρόλο του Τρυγαίου που σκηνοθέτησε ο Γιώργος Μιχαηλίδης και το κοινό χειροκροτούσε 15 λεπτά όρθιο στην «Ειρήνη», επίσης με τη «Μήδεια» του Πέτερ Στάιν από τη Μανταλένα Κρίπα το 2005, δύο χρόνια μετά τις «Ευτυχισμένες μέρες» του Μπέκετ σε σκηνοθεσία Ντέμπορα Ουόρνερ με τη Φιόνα Σο, το «Χειμωνιάτικο παραμύθι» σε σκηνοθεσία Σαμ Μέντες, τον «Οθέλλο» της Σαουμπίνε, την «Γκόλφω» του Νίκου Καραθάνου, πέρυσι την πρόταση του Θ. Τερζόπουλου πάνω στην «Ορέστεια», την «Εκάβη» του Πορτογάλου Τιάγκο Ροντρίγκες και άλλες πολλές. Με το πέρασμα των χρόνων εκπαιδευτήκαμε, αλλά χάσαμε κάτι από την ησυχία των πρώτων δεκαετιών. Οι ενοχλητικές «ψείρες», τα μικροσκοπικά μικρόφωνα, έγιναν μόνιμες πια για να τονώσουν τον ήχο ενός θεάτρου διάσημου ήδη για την ακουστική του…

Το «Καπάκι» και το γεφυράκι του Μινωτή

Κάθε ένταση, διαφωνία, κακότροπη συμπεριφορά, μοιάζει να έσβηνε μετά το φαγητό της Κάκιας στο Λυγουριό, τις βόλτες στην παραλία της Παλαιάς Επιδαύρου δίπλα σε κάποια μεγάλα σκάφη του Σαββατοκύριακου και στα λιτά ντόπια καΐκια και, τα ξημερώματα, τον χορό στο Γιαλάσι. Από το 1981 στέκει ακόμη το «Καπάκι», η θερινή ντίσκο μέσα στον πορτοκαλεώνα. Η λέξη «ντίσκο» προκαλεί γέλια στα παιδιά μου και στους φίλους τους, αφού στο λεξιλόγιο της γενιάς οι αντίστοιχες λέξεις είναι «club» και «after». Για εμάς, πάντως, ήταν απλώς το «Καπάκι». Εδώ ο χορός ήταν ξέφρενος για τους ηθοποιούς μετά την αγωνία της πρεμιέρας, παρασύροντας στην ένταση του ρυθμού θεατρόφιλους, ταξιδιώτες και τους λιγοστούς ντόπιους. Φωτορυθμικά, χορός, αλκοόλ, κέφι, πειράγματα, κεράσματα, φλερτ, έρωτες που άναψαν κάτω από τα δέντρα. 

Ροκ, ελληνικά, ακόμη και τσάμικο θυμούνται κάποιοι ότι κάποτε χόρεψε ο Μίμης Κουγιουμτζής και άλλοι μιλούν για το βαλς της ντελικάτης Καρυοφυλλιάς Καραμπέτη. Η Νόνικα Γαληνέα ένα βράδυ, στην ένταση του χορού, αστειευόμενη, άνοιξε το πουκάμισο νεαρού συναδέλφου της, με τα κουμπιά να εκτοξεύονται σαν πυρά στα πρώτα τραπέζια. Πολλά ξέφρενα ξημερώματα παλιότερα με τη Λάσκαρη, τον Κούρκουλο, τον Παπαμιχαήλ, που άλλοτε τσακώθηκε μπροστά σε όλους με τη Βουγιουκλάκη, μπροστά στον «Λεωνίδα».

Ομως η πιο ωραία στιγμή ακόμη και σήμερα είναι το πρωινό της επόμενης ημέρας στον Νίκο και στον Γιώργο Λιακόπουλο, που υποδέχονται πάντα τους θεατρόφιλους. Μαζί με τα βουτυρόμελα και τους αμέτρητους καφέδες, ιστορίες από τα παλιά περνούν από στόμα σε στόμα.

Η Επίδαυρος τότε και τώρα-5
Η Λυδία Κονιόρδου σέρνει τον χορό σε γλέντι με νταούλι και κλαρίνο στον «Λεωνίδα».

Οσο και αν μας τρόμαζε η αυστηρότητα του Μινωτή τα άβγαλτα χρόνια του ’80, μας κέντριζαν οι ιστορίες που τον αφορούσαν. Οπως όταν έριξε το αυτοκίνητο του Εθνικού Θεάτρου από ένα γεφυράκι της περιοχής. Πήγε για μπάνιο με κορίτσια που συμμετείχαν στον χορό της παράστασης, αλλά του ξέφυγε… Οταν γύρισε, του τα έψαλε για τα καλά η Κατίνα Παξινού. Από τότε όλοι γνωρίζουν πού είναι το «γεφυράκι του Μινωτή».

Η μεγάλη τραγωδός ήταν προσηνής και ανοιχτοχέρα, εν αντιθέσει με τον σύζυγό της, που όταν έφτανε ο λογαριασμός τον στρογγύλευε πάντα προς τα κάτω, και καθόταν στο ίδιο τραπέζι μακριά από τον Κάρολο Κουν. Η αυστηρότητα του τελευταίου εξαντλούνταν στους μαθητές του. 

Από το ιστορικό θέατρο της Επιδαύρου και τις ταβέρνες της περιοχής πέρασαν και πολλοί ξένοι επισκέπτες. Ο Φρανσουά Μιτεράν είχε αδυναμία στα γλυκά.

Αμετανόητος παρότι είχε σάκχαρο ήταν και ο Γιάννης Τσαρούχης. Η αδυναμία της Μελίνας Μερκούρη ήταν το «σκέτη από γιουβέτσι» που παράγγελνε στην κυρία Κάκια, ενώ ο Αρμάνι είχε να λέει για το μαγειρεμένο της κοτόπουλο.  

Μεγάλοι έρωτες

Στο Λυγουριό ερωτεύθηκαν ο Νίκος Κούρκουλος με τη Μαριάννα Λάτση, προσκεκλημένοι του Κώστα Καρρά, στου «Λεωνίδα» ερωτοχτυπήθηκε και ο Σπύρος Ευαγγελάτος με τη Λήδα Τασοπούλου

Ο Μινωτής το 1986 αποφάσισε ο ίδιος πού θα μπει η φωτογραφία του στον τοίχο. Πήρε σφυρί, καρφιά και την κρέμασε μαζί με της Παξινού. Η Νόνικα Γαληνέα πήγε τη δική της με αφιέρωση. Καθώς περνούν τα χρόνια, είναι πια δεκάδες οι φωτογραφίες των πρωταγωνιστών στους τοίχους της ταβέρνας. Λίγος είναι ο ελεύθερος χώρος. Μα, όσο και αν πολλοί νέοι βλέπουν τα πράγματα αλλιώς, η συγκίνηση είναι πολλή.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT