Βιντσέντζο Λατρόνικο στην «Κ»: Τα σόσιαλ μίντια είναι σαν το κάπνισμα

Βιντσέντζο Λατρόνικο στην «Κ»: Τα σόσιαλ μίντια είναι σαν το κάπνισμα

Το νέο του βιβλίο «Η τελειότητα», το Διαδίκτυο, οι κοινότητες, το Βερολίνο

5' 54" χρόνος ανάγνωσης

Τροπικές μονστέρες, φίκοι μπέντζαμιν και λυράτα, κισσοί εσωτερικού χώρου, ένας σπόρος αβοκάντο που βλασταίνει. Kρεμαστές πεπερόμιες, αλοκάσιες, γιγάντιες ευφορβίες, φιλόδεντρα με χνουδωτούς μίσχους, πήλινα γλαστράκια με αρωματικά φυτά, από θρούμπι και δυόσμο μέχρι σχοινόπρασο. Είναι μερικά μόνο από τα φυτά που ριζώνουν στις σελίδες της «Τελειότητας», του βιβλίου του Βιντσέντζο Λατρόνικο που κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Loggia και κατέκτησε μια θέση στις υποψηφιότητες του Βραβείου Booker για το 2025. Κάθε πρωί ο Τομ και η Αννα, οι δύο (χάρτινοι) ήρωες του 41χρονου συγγραφέα που ζουν στο Βερολίνο ως ψηφιακοί νομάδες, φροντίζουν τα φυτά τους κάνοντας γιόγκα· παίρνουν ένα πρωινό με διάφορα είδη σπόρων, ενημερώνονται από τους New York Times, στοιβάζουν τεύχη του Monocle και του New Yorker, μαγειρεύουν εξωτικές συνταγές σε μαντεμένια κατσαρολικά, πηγαίνουν σε εγκαίνια γκαλερί και κάνουν μεγάλους περιπάτους με φίλους που βγαίνουν με την ίδια ευκολία που μπήκαν στη ζωή τους.

Αποτίοντας φόρο τιμής στα «Πράγματα» (1987) του Ζωρζ Περέκ, ο Λατρόνικο αποτυπώνει με σχολαστική λεπτομέρεια τον ινσταγκραμικό τρόπο ζωής του Τομ και της Αννας περιγράφοντας τα πράγματα που διαμορφώνουν, εν τέλει, την ταυτότητά τους, σε μια κελαρυστή μετάφραση από τη Δήμητρα Δότση.

– Ποια ήταν η αρχική ιδέα που κατέληξε στην «Τελειότητα»;

– Για χρόνια προσπαθούσα να γράψω κάτι σχετικά με το πώς διαπλέκονται η ψηφιακή και η φυσική μας ζωή και διαμορφώνουν η μία την άλλη. Μου φαινόταν ότι ήταν κάτι που τα περισσότερα σύγχρονα μυθιστορήματα δεν καταπιάνονται τόσο όσο θα ήθελα. Νομίζω έχει να κάνει με το πώς «σκηνές», σαν τα δομικά μέρη ενός μυθιστορήματος, χρειάζονται δράση και διάλογο που εκτυλίσσεται με έναν γραμμικό τρόπο, σε έναν συγκεκριμένο χώρο και χρόνο. Αντιθέτως, η ουσία της ψηφιακής ζωής είναι το γεγονός ότι είναι αποσυνδεδεμένη από αυτό, συμβαίνει κυρίως στα παρασκήνια της ζωής μας αλλά την επηρεάζει βαθιά. Οταν διάβασα «Τα πράγματα» του Ζωρζ Περέκ, μου έκανε εντύπωση ότι έκανε ακριβώς αυτό για τον καταναλωτισμό και άρχισα αυθόρμητα να κρατάω σημειώσεις για τις αντιστοιχίες της ζωής που περιέγραφε και της δικής μου.

– Η Αννα και ο Τομ ζουν με βάση τον σύγχρονο τρόπο ζωής αλλά δεν φαίνονται ευτυχισμένοι. Τι τους φταίει; Εχει διαφορά ο τρόπος ζωής, το lifestyle, με την πραγματική ζωή;

– Μακάρι να μπορούσα να το απαντήσω αυτό. Νομίζω ότι είναι παγιδευμένοι σε ένα πολύ παλιό πρόβλημα για το οποίο γράφει ο Περέκ. Νομίζουν ότι η ευτυχία θα έρθει από αυτά που τους περιβάλλουν, από το να ταιριάξουν τους πραγματικούς τους εαυτούς με μια ιδανική εκδοχή τους, που μοιάζει με την παλιά παγίδα του καταναλωτισμού. Μόνο που καταναλώνουν εικόνες αντί για αντικείμενα.

– Γιατί δυσκολεύονται τόσο να δημιουργήσουν μια κοινότητα στο Βερολίνο;

– Νομίζω ότι αυτό είναι το κεντρικό θέμα του βιβλίου. Θα προσπαθήσω να το απαντήσω χωρίς να ακουστώ συντηρητικός (που δεν είμαι). Νομίζω όμως ότι ερμηνεύουν την κοινότητα σαν κάτι που μπορείς ελεύθερα να επιλέξεις να ανήκεις ή να μην ανήκεις, όπως οι εταιρείες που απευθύνονται στους πελάτες τους με φράσεις, όπως «η κοινότητά μας». Μετακομίζουν στο Βερολίνο και είναι μέρος μιας «σκηνής» – απλώς χάρη σε ένα αεροπορικό εισιτήριο. Αντιθέτως, ένα από τα χαρακτηριστικά της πραγματικής κοινότητας είναι η δυσκολία του να γίνεις μέλος της (χρειάζεται χρόνο και αφοσίωση) και είναι δύσκολο να αποχωρήσεις – που είναι και στην καρδιά της πολιτικής πράξης, καθώς όταν ζεις σε ένα μέρος (είτε αυτό είναι πόλη, δουλειά ή κοινωνική τάξη) καταλαβαίνεις την αξία του να παλέψεις για τη βελτίωσή του. Αυτοί μπορούν απλώς να σηκωθούν και να φύγουν – όπως και κάνουν.

– Πολλοί κριτικοί έχουν επισημάνει ότι ο πραγματικός πρωταγωνιστής δεν είναι το ζευγάρι, αλλά το Διαδίκτυο. Συμφωνείτε;

– Ναι, οι χαρακτήρες μου δεν είναι πραγματικοί. Είναι φτιαγμένοι όπως οι χάρτινες φιγούρες στα πανηγύρια που βάζεις το κεφάλι σου μέσα και φωτογραφίζεσαι σαν να είσαι, π.χ., πειρατής. Είναι φτιαγμένοι έτσι ώστε οι αναγνώστες να μπορούν να δουν τον εαυτό τους μέσα τους.

– Ζήσατε και εσείς στο Βερολίνο. Πόσο από τη δική σας ζωή βλέπουμε στο βιβλίο;

– Ενα μεγάλο μέρος της. Νομίζω πως παρά το γεγονός ότι πρόκειται για μυθοπλασία, το 99% των λεπτομερειών και των γεγονότων είναι πραγματικό, είτε δικά μου ή ανθρώπων που ήξερα. Είμαι πολύ τυχερός που είχα την ευκαιρία να ζήσω εκείνη την εποχή του Βερολίνου – όταν η ζωή ήταν τόσο φθηνή που οι άνθρωποι ήταν ελεύθεροι να κάνουν αυτό που τους ικανοποιούσε, όταν υπήρχε η ιδέα ότι η Ευρώπη μπορεί να γίνει ακόμα πιο ενωμένη και το Βερολίνο θα ήταν κάτι σαν μια μεγάλη πολιτιστική πρωτεύουσα. Είδαμε πού καταλήξαμε τώρα.

Νομίζουν ότι η ευτυχία θα έρθει από αυτά που τους περιβάλλουν, από το να ταιριάξουν τους πραγματικούς εαυτούς τους με μια ιδανική εκδοχή τους.

– Η μεταναστευτική κρίση φέρνει την Αννα και τον Τομ στην πρώτη γραμμή μέσω μιας διαδικτυακής καμπάνιας, αλλά μετά και αυτό φθίνει. Λείπει κάτι από την εξίσωση όταν μια καμπάνια ξεκινάει από το Διαδίκτυο;

– Δεν νομίζω ότι το πρόβλημα είναι ότι ξεκινάει διαδικτυακά. Το πρόβλημα είναι η έλλειψη των στιβαρών κοινωνικών δεσμών. Η πολιτική δουλειά που γίνεται στη βάση είναι σκληρή και βαρετή και συχνά φέρνει ελάχιστα αποτελέσματα. Αν το κάνεις μόνος σου είτε θα έχεις ένα πολύ βαθύ κίνητρο ή θα σταματήσεις. Αυτό που χρειάζεσαι είναι μια ισχυρή συλλογική επένδυση και τη σύνδεση με μια κοινότητα που θέλει να ασχοληθεί. Αυτοί οι ισχυροί δεσμοί είναι ακριβώς αυτοί που αντικαθίστανται από τις κατ’ επιλογήν «κοινότητες» που σχηματίζονται από το καταναλωτικό lifestyle.

– Ποια είναι η δική σας σχέση με τα σόσιαλ μίντια; Τσεκάρετε τα πάντα, όπως ο Τομ και η Αννα;

– Ναι, νιώθω άσχημα για αυτό αλλά παράλληλα μου αρέσει, είναι σαν το κάπνισμα. Μου λείπει το πως θα μπορούσε να είχε εξελιχθεί το Ιντερνετ. Σε αντίθεση με τα τσιγάρα, δεν είναι δύσκολο να φανταστεί κανείς πιο υγιείς και λιγότερο αρπακτικές πλατφόρμες. Απλώς δεν είναι αυτές που έχουμε.

– Πόσα φυτά μελετήσατε για να τα εντάξετε στο βιβλίο;

– Τίποτα απολύτως. Απλώς τα έβλεπα παθητικά στα σόσιαλ μίντια, σαν τους χαρακτήρες μου. Πάντως δεν έχω τόσο πολλά φυτά πια, επειδή έχω γάτες.

– Τι ιδιαίτερο είχαν «Τα πράγματα» του Περέκ και διατηρήσατε τον τρόπο αφήγησης και δομής του;

– Βρήκε έναν τρόπο να πει μια ιστορία μέσα από το φόντο και το χρησιμοποίησε για να αποτυπώσει την έλευση του καταναλωτισμού δείχνοντας πως διαμορφώνονται δύο άνθρωποι από τα πράγματα που τους περιβάλλουν. Εκανα ακριβώς το ίδιο. Το αγάπησα.

– Υπάρχει κάτι που ενώνει τις διαφορετικές γενιές και τα άγχη τους;

– Νομίζω ότι η κατηγοριοποίηση με βάση τις γενιές είναι ταυτόχρονα επιφανειακή αλλά και αληθινή. Νομίζω ότι η καταναλωτική πίεση επηρεάζει όλους το ίδιο – ο Ζερόμ και η Σιλβί του Περέκ θα μπορούσαν να είναι οι παππούδες του Τομ και της Αννας. Την ίδια στιγμή, το να είσαι έφηβος στις αρχές του Διαδικτύου –που είναι κοινό για τους Μιλένιαλς– είναι κάτι πολύ συγκεκριμένο και διαμορφώνει την προσωπικότητά σου διαφορετικά σε σχέση με όσους μεγαλώνουν σε έναν ψηφιακό κόσμο. Αντιλαμβανόμαστε ότι τα πράγματα θα μπορούσαν να είναι διαφορετικά, το θυμόμαστε. Αυτό μας χαρίζει τόσο ένα είδος διάχυτης μελαγχολίας και δυσαρέσκειας, όσο και, παραδόξως, έναν αισιόδοξο, φανατικό ζήλο στην αποδοχή του καινούργιου απλώς και μόνον επειδή υπάρχει.

Η ελληνική έκδοση του βιβλίου κυκλοφορεί από τις εκδόσεις Loggia σε μετάφραση της Δήμητρας Δότση.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT