Οι φίλαθλοι του ΠΑΟΚ μπορεί να γνωρίζουν τα πάντα για τον προπονητή τους Ραζβάν Λουτσέσκου, εκείνο όμως που ενδεχομένως δεν ξέρουν είναι η αγάπη του για τη λογοτεχνία. Το τελευταίο βιβλίο που διάβασε είναι το μυθιστόρημα «Λίγες και μία νύχτες» του Ισίδωρου Ζουργού και μάλιστα ήταν ο πρώτος Ρουμάνος αναγνώστης που βυθίστηκε στην ατμόσφαιρα της συνοικίας των εξοχών της πολυπολιτισμικής Θεσσαλονίκης των αρχών του περασμένου αιώνα. Αυτή η «πρωτιά» έχει την εξήγησή της. Τη μετάφραση του μυθιστορήματος στη ρουμανική γλώσσα έκανε η σύζυγός του Αννα-Μαρία Λουτσέσκου και, σε λίγες μέρες, το βιβλίο (εκδόσεις «Curtea Veche») θα προστεθεί στη λίστα των περίπου 500 έργων, 145 συνολικά Ελλήνων συγγραφέων, ποιητών και πεζογράφων (Καβάφη, Σεφέρη, Ελύτη, Ξενόπουλο, Βιζυηνό, Βενέζη, Καραγάτση, Τσίρκα, Δούκα, Κοροβίνη κ.ά.) που μεταφράστηκαν στη Ρουμανία.
Καθ’ όλη τη διάρκεια της μετάφρασης η Λουτσέσκου είχε δίπλα της τον Ραζβάν, ο οποίος όχι μόνο ενθουσιάστηκε με το βιβλίο, αλλά με τη διεισδυτική του ματιά ήταν και εύστοχος κριτής. «Μόλις τελείωνα ένα κεφάλαιο εκείνος το καταβρόχθιζε κι ανυπομονούσε για το επόμενο», λέει στην «K» η μεταφράστρια. «Είναι εξάλλου φανατικός αναγνώστης κυρίως ιστορικών βιβλίων. Διαβάζει πολύ, στον ελεύθερο χρόνο του ανάμεσα στις προπονήσεις, στο σπίτι, στις πτήσεις. Επί 36 χρόνια τον θυμάμαι πάντα με ένα βιβλίο στο χέρι – μια συνήθεια που πήρε από τη μητέρα του (σπούδασε Ιστορία) και τον πατέρα του».
Ο Λουτσέσκου δεν γνώρισε την Ελλάδα με τον ΠΑΟΚ αλλά στην εφηβική ηλικία διαβάζοντας, όπως ο ίδιος αποκαλύπτει στην «Κ», «Ιλιάδα» και «Οδύσσεια» σε διασκευή. «Επειδή γοητεύτηκα από τα έπη του Ομήρου μελέτησα και αποσπάσματα από τη μετάφραση του διάσημου George Murnu που υπήρχε στη βιβλιοθήκη των γονιών μου». Αγαπημένα βιβλία Ελλήνων συγγραφέων, διευκρινίζει, είναι ο «Βίος και η πολιτεία του Αλέξη Ζορμπά» (εκδόσεις Humanitas), η «Λωξάνδρα» της Μαρίας Ιορδανίδου, «Η μητέρα του σκύλου» του Παύλου Μάτεσι, σε μετάφραση (μαζί με το «Κιβώτιο» του Αρη Αλεξάνδρου) Claudiu Sfirschi-Lăudat, και φυσικά όλα όσα μετέφρασε η σύζυγός του, «Παιδιά, χωράει όλη η αρχαιότητα στο ασανσέρ;» του Θόδωρου Παπακώστα και το θεατρικό «170 τετραγωνικά (MOONWALΚ)» του Γιωργή Τσουρή, τα οποία θα εκδοθούν σύντομα στα ρουμανικά. «Με συγκινούν όλα τα είδη λογοτεχνίας, χωρίς να εστιάζω σε τίτλους ή ονόματα συγγραφέων. Οταν διαβάζω, βυθίζομαι στην ιστορία, ταυτίζομαι με τους ήρωες, νιώθω ότι εισβάλλω στη ζωή τους. Κάθε ανάγνωση αποτελεί ένα ταξίδι, που με βοηθάει να χαλαρώσω από την πίεση της καθημερινότητας», αναφέρει ο κ. Λουτσέσκου.
Το βιβλίο ωστόσο του Ζουργού, ένα «πολυεπίπεδο αφήγημα» όπως λέει, τον συγκίνησε ιδιαίτερα. «Με άγγιξαν οι υπαρξιακές αναζητήσεις μέσα από την ιστορία αγάπης που εκτείνεται σε όλη τη διάρκεια της ζωής δύο ανθρώπων, το ιστορικό του πλαίσιο και η βαθιά προσέγγιση στη ζωή με τις αντιθέσεις της (πλούτος – φτώχεια, χαρά – θλίψη, έρωτας – απώλεια). Μου υπενθύμισε πόσο σύνθετη είναι η ανθρώπινη εμπειρία και πόσο απαραίτητη η διατήρηση της εσωτερικής μας ισορροπίας. Μέσα από την αφήγηση ένιωσα έναν βαθύτερο δεσμό με τη Θεσσαλονίκη, γνώρισα καλύτερα την πόλη που αγαπώ».
Η γνωριμία των Ρουμάνων με τη Θεσσαλονίκη ήταν ένας από τους λόγους για τους οποίους η μεταφράστρια επέλεξε να συστήσει στο ρουμανικό κοινό τον Ισίδωρο Ζουργό με το όγδοο μυθιστόρημά του. Η έκδοσή του ξεκίνησε από μια «ευτυχή σύμπτωση σε ένα μάθημα ελληνικών στο Βουκουρέστι», μας αποκαλύπτει ο Ισίδωρος Ζουργός. «Η Αννα-Μαρία Λουτσέσκου διάβασε το βιβλίο μου, της άρεσε, συνεργαστήκαμε και, επιστρατεύοντας το γλωσσικό της ένστικτο, λεπτολόγος και συνεπής, κατάφερε να στερεώσει μια γέφυρα ανάμεσα στις δύο γλώσσες».
Το βιβλίο αυτό, εξηγεί η μεταφράστρια, προσείλκυσε το ενδιαφέρον μου γιατί «συνδέεται βαθιά με τη Θεσσαλονίκη –όπου ζω– και κατέχει ξεχωριστή θέση στην καρδιά μου. Ο πολιτισμός, η μακραίωνη ιστορία και η μοναδική της ατμόσφαιρα, πρωταγωνιστούν στις σελίδες του δίπλα στον Λευτέρη Ζεύγο. Αλλωστε, η Ελλάδα –ειδικά η Θεσσαλονίκη– είναι ήδη ένας αγαπημένος προορισμός των Ρουμάνων. Ενιωσα την ανάγκη, οι συμπατριώτες μου να γνωρίσουν μια λαμπρή περίοδο της πόλης μέσα από την αρχιτεκτονική της κληρονομιά».
Εκτός από τον τίτλο ο οποίος υπαινίσσεται τα παραμύθια της Σεχραζάντ, «γνώριμα από την παιδική μου ηλικία», και την προσέγγιση του συγγραφέα σε «αιώνια ζητήματα (αγάπη, κοινωνική καταξίωση, μοναξιά, σύνδρομο κοινωνικής αναρρίχησης)», ένας βασικός λόγος για την επιλογή του μυθιστορήματος ήταν και το ιστορικό του υπόβαθρο. «Η αφήγηση διατρέχει τον 20ό αιώνα που σημάδεψε βαθιά όχι μόνο τη Ρουμανία, αλλά και ολόκληρα τα Βαλκάνια. Ηταν ένας αιώνας πυκνός, γεμάτος πολέμους, καθεστωτικές ανατροπές και μετακινήσεις πληθυσμών· μία περίοδος όπου οι κοινωνίες μας μεταμορφώθηκαν ριζικά και βίαια, επηρεάζοντας ατομικές και συλλογικές ταυτότητες».
Ισορροπίες
Η πρόκληση για τη μεταφράστρια ήταν να κρατήσει την ισορροπία ανάμεσα «στη βιωματική της σχέση με τη Θεσσαλονίκη και στα χαρακτηριστικά της γραφής (λυρισμός, στοχασμός, γλώσσα, ύφος, πολιτισμικά συμφραζόμενα) ώστε να γίνουν κατανοητά χωρίς να διαταραχθεί η ροή της αφήγησης. Εκτιμά ότι «το ιστορικό βάθος και η υπαρξιακή ευαισθησία» θα συγκινήσουν τον Ρουμάνο αναγνώστη. «Η ανθρώπινη ευθραυστότητα μπροστά στη βία της Ιστορίας και η σχέση με τη μνήμη είναι θέματα που απασχολούν βαθιά και τη ρουμανική λογοτεχνία», επισημαίνει. «Ρουμάνοι και Ελληνες μοιραζόμαστε άλλωστε κοινά βιώματα – όχι μόνο ιστορικά αλλά και πολιτισμικά. Οι δύο χώρες ακολούθησαν, σε μεγάλο βαθμό, παράλληλες πορείες (παγκοσμίους πολέμους, καταστροφή της αρχιτεκτονικής κληρονομιάς και παράδοσης)». Οπως λέει και ο ίδιος ο Ζουργός, «οι νύχτες της Θεσσαλονίκης είναι και νύχτες του Βουκουρεστίου, αλλά και όλης της Ρουμανίας». Ολα αυτά είναι παρόντα στο «Λίγες και μία νύχτες» μέσα από τις ζωές των ηρώων του.

