Υπάρχει μια αίσθηση δροσιάς και σιωπής που σε τυλίγει όταν περνάς μια είσοδο πολυκατοικίας στην Αθήνα. Είναι μια εντύπωση καθολική και, παρά τη διαβάθμιση που μπορεί να υπάρχει στη μυρωδιά, στα χρώματα, στα υλικά, στο φως, είναι μια εντύπωση που εξομοιώνει σε μια δημοκρατική βαθμίδα το βίωμα της εισόδου σε μια πολυκατοικία. Το πόσο βαθιά είναι αυτή η μνήμη είναι ενδεικτικό της δύναμης των συνειρμών, των αναμνήσεων, των δεσμών οικειότητας.
Στην Κυψέλη, υπάρχει αυτή η ποικιλία της κοινωνικής ιεραρχίας. Από το απολύτως μεγαλοαστικό ύφος σε κάποιες πολυκατοικίες της Φωκίωνος Νέγρη ώς τις πιο ταπεινές, μικροαστικές εκδοχές στη Δροσοπούλου και σε στενά. Αλλά, πάντα, όταν μιλάει κανείς για την Κυψέλη υπάρχει διάχυτη η εντύπωση μιας βαθιάς αστικότητας. Κάτι μοναδικό σε έκταση και ένταση.
Πριν ακόμη καλυφθεί το ρέμα που τη διέτρεχε και που κατέβαζε με τις βροχές του χειμώνα καρέκλες, νεκρά ζώα, σκουπίδια, κλαδιά και ό,τι άλλο μπορεί κανείς να φανταστεί, υπήρχαν ήδη αρκετές κατοικίες ολόγυρα, ακόμη και εκλεκτικιστικές πολυκατοικίες στη Δροσοπούλου, στην Τενέδου, στην Ιμβρου, στη Λέλας Καραγιάννη (πρώην Λήμνου) και αλλού, που δήλωναν με την αστική αυτοπεποίθησή τους την ανάγκη αναμόρφωσης και ανέλκυσης όλης της γειτονιάς. Αλλωστε, η Κυψέλη υπήρξε στη διάρκεια του Μεσοπολέμου ένα αστικό θαύμα και ως τέτοιο μπορεί να κατανοηθεί η τότε και η μετέπειτα εξέλιξή της.
Η γέννηση της Φωκίωνος Νέγρη όπως τη γνωρίζουμε πυροδότησε από το 1937 και μετά μια οικοδομική έκρηξη και μια κοινωνική συσπείρωση. Θα μπορούσε να πει κανείς πως αυτή η τάση συνεχίστηκε ώς τις αρχές της δεκαετίας του ’70. Αλλά ήδη προπολεμικά, καθώς ήταν σαφής πλέον η κατεύθυνση που έπαιρνε η Κυψέλη, μεγάλες πολυκατοικίες υψηλών προδιαγραφών άρχισαν να χτίζονται. Αυτή η τάση μεγαλοαστικών διαμερισμάτων συνεχίστηκε ώς τα χρόνια της δικτατορίας. Αλλά θα μπορούσε κανείς να πει με ασφάλεια πως ανάμεσα στο 1928 και στο 1965 η Κυψέλη έζησε το δικό της όνειρο.
Οι είσοδοι των πολυκατοικιών, είτε μιλάμε για θυρώματα με όλες τις στυλιστικές τους λεπτομέρειες είτε μιλάμε για τους προθαλάμους, τις σκάλες ανόδου, τα θυρωρεία και τους ανελκυστήρες, τα γραμματοκιβώτια, τις ορθομαρμαρώσεις και το ιδιαίτερο αισθητικό λεξιλόγιο της αστικής Αθήνας, είναι ένας κόσμος ολόκληρος. Στη Φωκίωνος Νέγρη απογειώνεται σε επίπεδα ξεχωριστά. Αντίστοιχο πλούτο και κοινωνική επιφάνεια μπορεί κανείς να βρει στο Κολωνάκι και στη Βασιλίσσης Σοφίας και σε άλλα σημεία της 3ης Σεπτεμβρίου και της Πατησίων. Οι πυκνωτές της μεγαλοαστικής Αθήνας.
Γωνία Επτανήσου και Φωκίωνος Νέγρη θα δει κανείς εξαιρετικές εκδοχές αυτού του πολιτισμού και στις τέσσερις γωνίες. Αλλά στην πολυκατοικία Λαναρά του 1938, στην πάνω αριστερή γωνία της Επτανήσου και Φωκίωνος Νέγρη 23, απέναντι από το άλλοτε φωτογραφείο Elite, επιζεί εκείνη η επεξεργασμένη οπτική στην ευρωπαϊκή μοντέρνα γλώσσα της δεκαετίας του ’30.
Εργο του πολιτικού μηχανικού Ιωάννη Ζολώτα σε συνεργασία με Βέλγους αρχιτέκτονες (σύμφωνα με τον μελετητή της Αθήνας, αρχιτέκτονα Νίκο Καβαδά), η πολυκατοικία Λαναρά είναι ένα θαύμα αστικής ζωής στο εσωτερικό της. Εξωτερικά έχει όλη εκείνη την ατμόσφαιρα της αρ ντεκό και του streamline μοντερνισμού, σε μερικούς θυμίζει υπερωκεάνιο, έχει αρχοντιά και μια ορισμένη εσωστρέφεια. Αλλά στο εσωτερικό της, ξεδιπλώνει την αριστοκρατική αυτοτέλειά της, με ακριβά μάρμαρα και επεξεργασμένες λεπτομέρειες. Οταν περνάς την είσοδο, αισθάνεσαι πως έχεις εισέλθει σε έναν αστικό ναό.

