Το εικοσιτετράωρο ενός αιθεροβάμονος

«Το μυαλό μου ζυγίζει αυτοκτονία και λεφτά, λεφτά κι αυτοκτονία»

3' 22" χρόνος ανάγνωσης

ΑΝΤΩΝΗΣ ΠΑΣΧΟΣ
Ετερόρρυθμη μέρα
εκδ. Στερέωμα,
2025, σελ. 328

«Το μυαλό μου ζυγίζει αυτοκτονία και λεφτά, λεφτά κι αυτοκτονία». Ο Γιάννης Σπίνος χρειάζεται πενήντα χιλιάδες ευρώ για να ανοίξει μια σχολή πιλότων. Τα έχει σχεδόν όλα έτοιμα. Eχει μετατρέψει το συνεργείο του πατέρα του σε εταιρεία αερογραμμών, έχει δώσει τις δέουσες μίζες, έχει μπαζώσει τις κακοτεχνίες, έχει ξετινάξει πιστωτικές και δάνεια. Του λείπουν οι έσχατες πενήντα χιλιάδες και ένα αεροπλάνο, ένα μονοκινητήριο που ελπίζει να προσγειωθεί στο αεροδρόμιο της Θεσσαλονίκης στην ώρα του, δηλαδή πριν εμφανιστούν οι επιθεωρητές και μερικοί Καταριανοί, επίδοξοι πελάτες. Η ετερόρρυθμη ημέρα του αρχίζει στις 3 τα ξημερώματα. Σε ένα χαρτί οι λίστες με τις δουλειές της ημέρας αγχώνουν τον αναγνώστη. Στις 12 το μεσημέρι διάλειμμα για πρόβα αυτοκτονίας. Ο Γιάννης πηγαίνει στη σχολή πιλότων, ανεβαίνει στο γραφείο του διευθυντή και περνάει το καλώδιο μιας μπαλαντέζας στον λαιμό του. Η πρόβα πάει άσχημα, αλλά η θηλιά αποδεικνύεται γερή.

Ο Αντώνης Πάσχος (Σέρρες, 1979) απέσπασε την αναγνωστική προσοχή με τη συλλογή «Το αδελφομοίρι» (Στερέωμα, 2023), αποτελούμενη από οκτώ αιματόβρεχτες ιστορίες, που διαδραματίζονται στην Ανατολική Μακεδονία τον καιρό της βουλγαρικής κατοχής. Εξαιρετικά εντυπωσιακή η γλωσσική επεξεργασία, καθώς οι πρωτοπρόσωπες αφηγήσεις, φορείς σύμμεικτων εθνικών ταυτοτήτων, εκδιπλώνονται σε ένα παλίμψηστο ιδιωματισμών. Τώρα το κλίμα, χωρικό, χρονικό και γλωσσικό, έχει αλλάξει άρδην. Βρισκόμαστε σε μια απόληξη της παγκοσμιοποιημένης ελεύθερης αγοράς, στη Θεσσαλονίκη, όπου ένας νέος άνδρας ονειρεύεται να ανοίξει τη δική του επιχείρηση.

Ψεύτικο χρήμα

Η ασθματική διέλευση του Γιάννη από τη μυθοπλαστική ημέρα αποκαλύπτει τον δαίδαλο του χρηματοοικονομικού κόσμου και τις άπειρες δυνατότητες για λοβιτούρες. Μέχρι να πέσει η νύχτα, ο Γιάννης χειρίζεται με ριψοκίνδυνους ελιγμούς και μανούβρες ένα συνονθύλευμα προσθαφαιρούμενων ποσών, ενώ οι διαρκείς αυξομειώσεις ζαλίζουν και οικονομολόγο. Την ώρα που άλλοι το γλεντούσαν με την καρδιά τους, ο Γιάννης, παρά το τρέξιμο από τη μια τράπεζα στην άλλη και από τη μια δημόσια υπηρεσία στην άλλη, δεν καταφέρνει τίποτα καλύτερο από το να τρεκλίζει «στο ελληνικό καρναβάλι ψεύτικου χρήματος». Οι τραπεζικές του συναλλαγές τού θυμίζουν τον αρραβώνα του. «Στην αρχή σου ενσταλάζουν την απατηλή αίσθηση προνομιούχου και στη συνέχεια τη σιγουριά του ηλίθιου». Με κάθε κομπίνα που αποτολμούσε, καταλάβαινε πως δεν διέθετε ιδιαίτερο ταλέντο στο «αεριτζιλίκι».

Τον πρωταγωνιστή κυκλώνει ένας περίγυρος λίγο έως πολύ ρυπαρός. Καθένας, είτε μικρός είτε μικρομεσαίος, φτερνοκοπούσε αρπαγμένος από το όνειρό του να ανοίξει τα φτερά του στην ελεύθερη αγορά. Στην πορεία τους βρώμιζαν όλο τον τόπο. Καθένας έσερνε πίσω του μια σειρά αποτυχιών και ματαιώσεων και έναν σωρό εκκρεμοτήτων, τις οποίες μασκάρευε σε προσδοκίες. Οι μεσάζοντες φρόντιζαν με το κατάλληλο αντίτιμο να επιδαψιλεύουν αυταπάτες. Κάποια στιγμή εμφανίζεται μέσα από μια κίτρινη Porsche ένας σταθμάρχης του ΟΣΕ. Πλευρίζει τον Γιάννη για να πάρει πληροφορίες για ερασιτεχνικό δίπλωμα. Πριν αρχίσει τα μαθήματα θα ήθελε να τον πάει μια βόλτα με το μονοκινητήριο μαζί με τη φιλενάδα του.

Η δίνη του χρόνου

Η μέρα του Γιάννη είναι ετερόρρυθμη όπως και η εταιρεία του. Εκείνος επωμίζεται τις οικονομικές υποχρεώσεις, ενώ οι δύο αφανείς εταίροι του συμμετέχουν με ποσοστά, δίχως να φέρουν την κύρια ευθύνη. Ο ρυθμός της μέρας του ακολουθεί τους χτύπους απορυθμισμένου ρολογιού, με απότομες επιταχύνσεις και τεταμένες παύσεις. Η ιλιγγιώδης κίνησή του μες στην πόλη κάνει το καλώδιο της μπαλαντέζας να φέρνει γύρες γύρω από τον λαιμό του. Μέχρι να πάρει μια ανάσα, αρχίζει και πάλι να τρέχει.

Το μόνο που απομειώνει τη φρενίτιδα του βιβλίου είναι η περιγραφική του φλυαρία. Ο Πάσχος έχει απόλυτα κατακτημένη τη γλωσσική αίσθηση και γι’ αυτό επιτυγχάνει να επιβάλει σε μια εκτεταμένη αφήγηση ένα βροντερό μπιτ, σαν βιντεοκλίπ στο γρήγορο. Ωστόσο, θέλοντας να στήσει μια λούμπεν σκηνογραφία, παρόμοια με αυτή στις ταινίες του Γιάννη Οικονομίδη, σταχυολογεί υπερβολικά πολλές λεπτομέρειες οικείων σκηνικών. Για παράδειγμα, περιγράφει διεξοδικά το μποτιλιάρισμα, τα ρημαγμένα πεζοδρόμια, τα κτίρια τραπεζών, δημόσιων υπηρεσιών και νοσοκομείων, ενώ δεν παραλείπει υφές, οσμές, ήχους, ριπές αέρα και ουράνιες αποχρώσεις. Βέβαια, αυτή η περιγραφική εμμονή δικαιώνει την πιο συγκλονιστική σκηνή του βιβλίου, τη θυελλώδη πτήση του Γιάννη από Καβάλα σε Θεσσαλονίκη.

Eνα καλό βιβλίο στέκεται πάντοτε υπεράνω των επιμέρους αστοχιών του. Και το μυθιστόρημα του Αντώνη Πάσχου είναι πάρα πολύ δυνατό, καθώς συνδυάζει εκρηκτική ένταση, καταιγιστική γραφή και πολλή δουλειά.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT