ΜΙΧΑΛΗΣ ΜΑΚΡΟΠΟΥΛΟΣ
…άμμος
εκδ. Κίχλη, 2025, σελ. 72
Ενας νοσηρός νοτιάς φυσάει στις σελίδες του νέου βιβλίου του Μιχάλη Μακρόπουλου. Eνας νοτιάς που θολώνει τα περιγράμματα, κάνει «κάθε χρώμα να ξεθωριάζει σαν της ίριδας σε γέρικο μάτι με καταρράκτη», σιγάζει τον αχό της θάλασσας, αφανίζει τον ουρανό, σκεπάζει με βαρυθυμία τα λιόδεντρα, σβήνει κάθε λάμψη από την πλάση και γεμίζει με άμμο το σπίτι της πενταμελούς οικογένειας του αφηγητή. Στη νουβέλα του Μακρόπουλου ο νοτιάς κουβαλά την απόπνοια χρόνιας ασθένειας. Κάθε ασήμαντο στιγμιότυπο της οικογενειακής αθυμίας το βαραίνουν προμηνύματα θανάτου. Eξω από το σπίτι απλωνόταν μια σκοτεινή θάλασσα, απ’ όπου αναδυόταν ένας «άψυχος ψίθυρος»· «και η βοή του σκοτεινού νερού, πλεγμένη μες στη σιωπή».
Ο αφηγητής υποφέρει από τον νοτιά, ο νοτιάς είναι η άρρητη αρρώστια του. Τις νύχτες, ξαπλωμένος δίπλα στην Αθανασία, τη γυναίκα του, αισθανόταν τη θάλασσα έξω από το παράθυρο σαν «ένα αδιάσπαστο σκοτάδι». Κόκκοι άμμου τσιμπούσαν το σεντόνι. «Το σεντόνι μ’ έγδερνε, το ‘νιωσα να τρίβεται σαν γυαλόχαρτο πάνω στο δέρμα μου. Κόκκοι άμμου ήταν σκορπισμένοι παντού πάνω του». Η «κάσα του παραθύρου» φυλάκιζε τον ορίζοντα. Αλλά και αλλού συναντάμε παρόμοια σήματα, δηλαδή τάφους. Ο αφηγητής σε μια βόλτα του στην ακροθαλασσιά βρίσκει ένα λοφίσκο από πέτρες. Αναρωτήθηκε ποιος να τον είχε φτιάξει. «Hταν σημάδι, σήμα, που τ’ άφηνε για κάποιον;». Hταν σίγουρος πως ο μικρός τύμβος αποσιωπούσε «ένα τρομερό κρυφό νόημα».
Ο Μακρόπουλος μυθολογεί συνταρακτικά τις δυσοίωνες συνδηλώσεις της άμμου. Η άμμος παραπέμπει σε κλεψύδρα που χρονομετρεί την επέλαση του θανάτου. Η άμμος είναι όμως και αρένα, το αλώνι όπου καθετί βροτό παντοτινά νικιέται. Συνάμα η άμμος ανακαλεί την έρημο. Ο άνθρωπος που πάσχει είναι πάντα έρημος. Η τελευταία σκηνή έρχεται να ξορκίσει αυτές τις ζοφερές συνδηλώσεις. Είναι καλοκαίρι και η οικογένεια έχει πάει στη θάλασσα. Ο άνδρας αφήνει τα παιδιά του να τον θάψουν στην άμμο και έπειτα, σε μια κωμική νεκρανάσταση, τινάζεται από τον τύμβο του ανακράζοντας: «Είμαι ζόμπι!».
Η κύρια ιδιότητα του πρωταγωνιστή είναι το λογοτεχνικό του βλέμμα. Η πραγματικότητα που ατενίζει φέρει μια ποιητική ποιότητα. Για παράδειγμα, οι γάτες που νιαουρίζουν μες στο φύλλωμα της λεμονιάς δεν είναι ποτέ σκέτες γάτες. Ο αφηγητής τις φαντάζεται σαν χορό σε αρχαία τραγωδία να άδουν σε μια προαιώνια προσωδία.
«Πότε σιωπηλά, με το προσηλωμένο τους βλέμμα, και πότε με κλαψουρίσματα, απάγγελλαν τα ιαμβικά τους τρίμετρα, τους αναπαίστους και τα τροχαϊκά τετράμετρα, άλλοτε αμέτοχες στον Επιρρηματικό Αγώνα κι άλλοτε συμμετέχοντας με ωδές και αντωδές». Κάποια στιγμή ο αφηγητής παλεύει να σκαλίσει σε ένα κόκαλο σουπιάς μια γάτα. Η μορφή, ωστόσο, δεν θύμιζε γάτα. Στη ματιά του παρέπεμπε σε «εκείνα τα αλλόκοτα, απροσδιόριστα ζώα που παρίσταναν τις γάτες στα μεσαιωνικά χειρόγραφα».
Η τριβή του αφηγητή με τη μυθοπλασία διαφαίνεται και στον τρόπο που προσλαμβάνει τη συλλογή με βότσαλα της κόρης του. Εδώ υπάρχει μια αντιστροφή. Δεν είναι το λογοτεχνικό βλέμμα που επενδύει το πράγμα με μια ποιητική ποιότητα, αλλά το ίδιο το πράγμα εγκιβωτίζει τη χάρη της ποίησης, μια μυστική ομορφιά, την οποία αδυνατούν να εξορύξουν οι λέξεις. Τα βότσαλα είχαν κάτι ξεχωριστό. «Θα ‘θελα να τα περιγράψω εδώ, μα τότε θα φαίνονταν συνηθισμένα». Τα βράδια έσκυβε μέσα στο φωτεινό κουκούλι που σχημάτιζε η λάμπα στο τραπέζι και έγραφε ιστορίες. Το σκοτάδι ήταν ολόγυρά του, αλλά και καθησυχαστικά μακριά του.
Δεν υπάρχει αμφιβολία πως ο Μακρόπουλος είναι σπουδαίος λογοτέχνης. Στην πεζογραφία του η εκλεκτή γραφή συναιρείται έξοχα με την ποιητική μυθολόγηση του τετριμμένου. Επουσιώδεις λεπτομέρειες εκλύουν μέσω της λεπταίσθητης γλωσσικής εξεικόνισης ασφυκτική συγκίνηση. Ο αφηγητής νιώθει πως η γυναίκα του ήταν ένα εφέστιο ξόρκι ενάντια στον άρρωστο νοτιά. Το όνομά της δεν ήταν αμέτοχο σε αυτή την αίσθηση· «λες κι έκλεινε μέσα της η Αθανασία έναν απόηχο προσευχής που εισακούστηκε». Από την άλλη, όταν βρίσκεται σε ένα νοσοκομείο, σκέφτεται πως «είχαν όλα κάτι ψιθυριστό». Ενιωθε το νοσοκομείο να τον τυλίγει, «όμοιο με σάβανο».
Η γραφή του Μακρόπουλου μεγαλουργεί στη μεταποίηση του τρόμου του θανάτου σε λογοτεχνία. Το άλγος είναι η σπίθα που κάνει τον λόγο του να αστραποβολεί. Μες στη μουντάδα και στη σιωπή που σκορπάει ο νοτιάς, μέσα από τους κόκκους της άμμου που γδέρνουν το δέρμα, αντηχεί ένα βουβό, οδυνηρό αναφιλητό.

