Η τελευταία εικόνα ήταν η επιμονή της. Είχαν περάσει ώρες με την ενασχόλησή της με τα κοστούμια, μετά με τη συνέντευξή μας και στο τέλος, αργά το απόγευμα, όταν της ζήτησαν να ελέγξει ένα από τα ενδυματολογικά αξεσουάρ, για την «Τουραντότ» του Πουτσίνι, που έμοιαζε με μέταλλο αλλά δεν ήταν, η φωνή της ήχησε ήρεμη αλλά σταθερή και αμετακίνητη: «Οχι· θα ήθελα να είναι μέταλλο».
Η ηλικία της Χλόης Ομπολένσκι (είναι 83 χρόνων) δεν μοιάζει να τη βαραίνει. Δεν πρόκειται για το τετριμμένο «δεν της φαίνεται καθόλου», αλλά για την αίσθηση πως η πλούσια διαδρομή της ζωής της, οικογενειακή και επαγγελματική, με μυθικές συναντήσεις, φιλίες και συνεργασίες, με τον Γιάννη Τσαρούχη, τη Λίλα ντε Νόμπιλι, τον Πίτερ Μπρουκ επί μια 25ετία, την προίκισαν με ψυχική άνεση και δυνατότητα να διεκδικεί το απόλυτο. Το Ηρώδειο ήταν αυτή τη φορά το κίνητρό της για να δεχθεί την πρόταση της Εθνικής Λυρικής Σκηνής να φιλοτεχνήσει τα σκηνικά και τα κοστούμια της μεγάλης παραγωγής της στο πλαίσιο του Φεστιβάλ Αθηνών- Επιδαύρου (1-8 Ιουνίου).
Η πρώτη της επαφή με τον χώρο το 1966, με το Θέατρο Τέχνης, στους «Βατράχους» του Αριστοφάνη σε σκηνοθεσία του Κουν και μουσική του Γιάννη Χρήστου, ήταν τραυματική για την ίδια, διότι ήταν πολύ νέα και άπραγη. «Μου έλειπαν γνώσεις. Δεν είχα ούτε τη δύναμη ούτε τη δυνατότητα», ομολογεί. Εξήντα, σχεδόν, χρόνια αργότερα επιστρέφει για δεύτερη φορά, κάνοντας μια τομή στο Ρωμαϊκό Ωδείο: «Πιστεύω ότι πρέπει να φέρνεις το κοινό κοντά στη σκηνή. Η “Τουραντότ” έχει μια μεγάλη ορχήστρα. Σχεδίασα λοιπόν μια σκηνή που βγαίνει μπροστά πάνω από τις πρώτες σειρές, περίπου στα 3 μέτρα ύψος, και η ορχήστρα είναι από κάτω. Σαν ένα κύμα που πάει προς τον θεατή. Και ο Στέφανος Λαζαρίδης είχε κάνει κάτι παρόμοιο, για την “Κάρμεν”. Ως προς το ενδυματολογικό, δεν είμαι σε θέση να προτείνω τα οπερατικά, ογκώδη κοστούμια, με υφάσματα πολυτελή. Ομως, ούτε ο σκηνοθέτης Αντρέι Σερμπάν ούτε εγώ θέλαμε μια εικονογράφηση», υπογραμμίζει.
Μέσα στις δεκαετίες και τις διαφορετικές εποχές δεν είδε την τέχνη της να αλλάζει με την παρέμβαση της τεχνολογίας;
«Εγώ τα σκηνογραφικά σχέδια τα κάνω πάντα με το χέρι. Παίρνω τον χρόνο μου για να το παρατηρήσω, να το ξανασχεδιάσω αλλιώς. Ετσι έχεις ένα διάλογο με τα πράγματα. Δεν βλέπω γιατί να το σταματήσω για να πάω πιο γρήγορα. Υπάρχουν προφανώς και καλά πράγματα σήμερα. Δεν είμαι γεροντοκόρη της ενδυματολογίας και της σκηνογραφίας. Με ενδιαφέρουν πολύ αυτά που συμβαίνουν σήμερα στο επάγγελμά μου. Αλλά είναι πολύ προσωπικό πράγμα πώς δουλεύει ο καθένας. Πώς μεταχειρίζεται τον εαυτό του, χειρίζεται τα εργαλεία του και τις γνώσεις του. Προσωπικά δεν χρησιμοποιώ υπολογιστές, όμως έχω βοηθούς που είναι άσοι σε αυτό».
Παλιά φιλία
Με τον Σερμπάν, η Χλόη Ομπολένσκι έχει «μια πραγματική φιλία». Γνωρίζουν καλά ο ένας τον άλλον. «Το σημείο που μας ενώνει είναι ο Πίτερ Μπρουκ. Κάποια στιγμή δημιουργούνται οικογένειες, από καλλιτεχνικές συγγένειες. Οπου και να πας στον κόσμο, έλεγε ο Ράνσιμαν, θα βρεθείς σε έναν κύκλο 30 ανθρώπων».
Ο μπερντές ήταν το πρώτο ύφασμα που με μάγεψε
Ετσι, υποθέτω, έζησε από μικρή, η μοναχοκόρη του Ιωάννη Γεωργάκη, νομικού, πανεπιστημιακού, πολιτικού, επιστήθιου φίλου και συνεργάτη του Αριστοτέλη Ωνάση, προέδρου του Ιδρύματος Ωνάση και πρώτου προέδρου του Ιδρύματος Ελληνικού Πολιτισμού.
«Στην Ελλάδα δεν έχω ζήσει πραγματικά», λέει. Τελείωσε το δημοτικό εδώ, μετά εσωτερική στην Αγγλία και μετά στη Γαλλία όπου σπούδασε σκηνογραφία και συναντήθηκε και με τη Λίλα ντε Νόμπιλι.
«Αγάπησα το θέατρο από πολύ μικρή. Με τους γονείς μου ζούσαμε στην Κηφισιά, χειμώνα – καλοκαίρι. Και όταν τελείωσε ο Εμφύλιος ήθελαν να είναι εκτός Αθηνών. Αγαπούσαν πολύ την εξοχή. Στην Κηφισιά ήταν ένα παλιό σπίτι πέτρινο, του παππού μου. Ερχόταν ο Σπαθάρης, κρεμούσαμε τα σεντόνια. Εβλεπα κάτι μαγικό. Θυμάμαι τα γέλια μας… Ατμόσφαιρα ανοιχτή και φιλική». «Ηταν ο μπερντές το πρώτο ύφασμα που αγαπήσατε στη ζωή σας…», παρατηρώ. «Ναι, με μάγεψε», απαντά.
– Το γεγονός ότι ανήκατε σε αυτήν την οικογένεια δημιούργησε δυσκολίες στην καριέρα σας;
– Οχι. Ηταν ανοιχτοί άνθρωποι, είχαν περιέργεια για τη ζωή, για την ιστορία, για την τέχνη, για την κοινωνία (όχι για την κοινωνική ζωή, διευκρινίζει), ήταν ευθείς. Η μητέρα μου, ανοιχτό μυαλό, ενδιαφερόταν πολύ για τους άλλους, ο λιγότερο σνομπ άνθρωπος που έχω γνωρίσει στη ζωή μου. Πέθανε νέα, ο πατέρας στα 80 του. Ο Ωνάσης με τον πατέρα μου είχαν μια άμεση και ευχάριστη σχέση. Εχω την εικόνα ενός αυθεντικού ανθρώπου. Η Κάλλας ήταν τόσο προικισμένη που σε έκανε να ξεχνάς ότι ήταν και αυτή άνθρωπος. Με τον Ωνάση απελευθερώθηκε, ήταν ευτυχισμένη. Τη θυμάμαι στην Υδρα, στο πατρικό μας… Ενα καλοκαίρι, αρχές του ’60, ήρθαν ο Ωνάσης με τη Μαρία με το κότερο. Ηρθαν και στο σπίτι μας για να πάρουμε ένα μεζέ. Μικρό σπίτι, με πολύ ωραία ταράτσα. Περιμέναμε να σηκωθεί το φεγγάρι πίσω από το βουνό. Μαγεία. Κάποιος τότε, δεν θυμάμαι ποιος, ίσως να ήταν ο Αρίστος, είπε “Μαρία μου, δεν θα μας τραγουδήσεις κάτι;”. Ησυχία απόλυτη. Η φωνή της κυριάρχησε. Και τότε, τι είδαμε… Κάτω από το σπίτι είχε μαζευτεί κόσμος, η γειτονιά, άκουγαν με κατάνυξη, μαγεμένοι.
Οξυγόνο
Οι περιγραφές της Χλόης Ομπολένσκι είναι λιτές, μίνιμαλ, με μια αδιόρατη θεατρικότητα. «Το θέατρο έχει διαμορφώσει και τον χαρακτήρα σας;» τη ρωτώ. «Δυστυχώς όχι», απαντάει και γελάει δυνατά. «Η περιέργεια οξύνεται στο θέατρο. Είναι σαν το καθημερινό οξυγόνο. Αν δεν το έχεις, ασφυκτιάς», συμπληρώνει και επανέρχεται σε μια συζήτηση που έχουμε αφήσει ανοικτή για τα υφάσματα και τα κοστούμια. «Για τα κοστούμια που με ρωτήσατε, είναι πολύ σημαντική η σχέση με τους ανθρώπους που τα κατασκευάζουν. Η διαδρομή μας είναι παράλληλη, γίνεται διάλογος. Είναι μια κοινή γλώσσα “εδώ σκέφτομαι να του δώσουμε περισσότερο αέρα…” σου λέει ο άλλος. Είναι η συνομιλία που γίνεται κοστούμι».
Κάποιος τότε, δεν θυμάμαι ποιος, είπε: «Μαρία, δεν θα μας τραγουδήσεις κάτι;». Ησυχία απόλυτη. Η φωνή της κυριάρχησε. Και τότε, τι είδαμε… Κάτω από το σπίτι είχε μαζευτεί κόσμος, η γειτονιά. Ακουγαν με κατάνυξη.
Με τον σκηνοθέτη Λευτέρη Βογιατζή η Χλόη Ομπολένσκι συνεργάστηκε σε πέντε παραγωγές (ανάμεσά τους το «Bella Venezia» και η «Αντιγόνη»). Ποια ανάμνηση κυριαρχεί; «Μου λείπει πάρα πολύ. Είχαμε έναν δικό μας κώδικα επικοινωνίας. Τι σημαίνει αυτό; Μοιραζόμαστε την ανάγκη να λέμε μια ιστορία με έναν άλλον τρόπο. Αρχίζει από ένστικτο, προσωπική όσφρηση, και το αποτέλεσμα παράγει έναν “ήχο”».
– Στον χρόνο, τι κερδίζετε και τι χάνετε;
– Ορισμένα πράγματα που με ενδιέφεραν, που με συγκινούσαν, δεν με ενδιαφέρουν πλέον. Υπάρχει ένα ξεκαθάρισμα. Αλλά δεν σε φτωχαίνει· αντιθέτως. Από τη στιγμή που ενδιαφέρεσαι, που δεν κλείνεσαι, δεν αποξεραίνεσαι, δεν στεγνώνεις. Iσως και να γίνεσαι καλύτερος…
– Από τους δικούς σας ανθρώπους ποιον αναζητάτε πιο πολύ;
– Θα ήθελα να μπορώ να μιλάω με την Ντε Νόμπιλι, με τον Τσαρούχη, με τον Μπρουκ. Eχω έναν διάλογο/μονόλογο μαζί τους. Μου λείπουν γιατί ήταν μια σχέση ζωντανή, εξελισσόμενη. Ζούσαν απολύτως, οι άνθρωποι αυτοί, στην εποχή τους και στην τέχνη τους.

