Η Νέα Ιωνία είναι σαν μια ήπειρος από μόνη της μέσα στην Αθήνα. Διαβάζω σε ένα ρεπορτάζ του 1935, δημοσιευμένο στην «Καθημερινή», τις εντυπώσεις του υπογράφοντος Δ. Σ. Δεβάρη, ότι η Νέα Ιωνία έχει την αίσθηση μιας επαρχιακής πόλης, η οποία προσεγγίζεται μετά από ένα ολόκληρο ταξίδι. Αλλωστε, το δημοσίευμα έχει τίτλο «Ενα τέταρτον από την Ομόνοιαν, εν πλήρει Ανατολή». Στη λεωφόρο Ηρακλείου, που σήμερα είναι γεμάτη κίνηση και μαγαζιά, ο αυτόπτης μάρτυρας του 1935 έβλεπε ένα νυφοπάζαρο, ένα ατελείωτο σουλάτσο με κοριτσόπουλα πιασμένα χέρι-χέρι κάτω από αμυγδαλιές που μόλις είχαν βγάλει τα άνθη τους. Αυτή η ρομαντική εικόνα συμπληρώνεται από ήχους, καθώς από μερικά ανοιχτά παράθυρα χύνονταν μουσικές από αθέατους φωνογράφους: ήχοι της Ανατολής. Τον αμανέ, λέει, μπορεί να κατήργησε ο Μουσταφά Κεμάλ, αλλά δεν τον κατήργησαν οι συνοικισμοί.
Ισως πριν από 90 χρόνια, όταν οι προσφυγικές γειτονιές είχαν αρχίσει να δένουν έναν ιστό, παρουσίαζαν θέαμα αξιοπερίεργο, ό,τι πρέπει για δημοσιογραφικές ανταποκρίσεις μέσα στην πρωτεύουσα με τα πολλά πρόσωπα. Πριν από λίγες μέρες, περπατώντας πάνω στους ίδιους δρόμους, τους παλιούς προσφυγικούς, ένιωσα ότι υπήρχαν σημεία, που έφερναν στον νου, σαν αίσθηση αλλά και ως αίσθημα, την παλιά Νέα Ιωνία. Σκόρπια χαμόσπιτα, τα πιο πολλά ακατοίκητα επιβιώνουν ακόμη, μαζί με μεγαλύτερα προσφυγικά, κάποια με μια ποιητική ομορφιά, δίπλα σε μοντέρνες πολυκατοικίες, καταστήματα και καφέ. Ενας κόσμος που ακόμη διαμορφώνεται.
Ηθελα να βρω σημεία στο μεταίχμιο ενός κόσμου σε απόσυρση. Και ακόμη υπάρχουν τέτοια πολλά. Η Νέα Ιωνία είναι πολύ απλωμένη. Αν κινηθείς προς Χρυσοστόμου Σμύρνης και Εθνικής Αντιστάσεως θα δεις άλλη πόλη. Αν περάσεις την Ηρακλείου και περπατήσεις προς τα πάνω, θα συναντήσεις μια άλλη Νέα Ιωνία. Ολες οι σύγχρονες εκδοχές συγκλίνουν σε μια πολυμορφία που πλέον είναι κανόνας.
Σκόρπια χαμόσπιτα, τα πιο πολλά ακατοίκητα επιβιώνουν ακόμη, μαζί με μεγαλύτερα προσφυγικά, κάποια με μια ποιητική ομορφιά, δίπλα σε μοντέρνες πολυκατοικίες, καταστήματα και καφέ. Ενας κόσμος που ακόμη διαμορφώνεται.
Πάνω από την Ηρακλείου δρόμοι και δρομάκια επιφυλάσσουν εκπλήξεις. Ορισμένα προσφυγικά, ιδίως όσα ήταν διώροφα, είναι πλέον καταστήματα ή έχουν ανακαινιστεί, αλλά είναι πολλά όσα είναι παρατημένα και χάσκουν σε ένα καθεστώς ανυπαρξίας. Οι εικόνες της αστικής ποίησης είναι πολλές, και στάθηκα με προσοχή μπροστά στο κίτρινο διώροφο στη συμβολή των οδών Αγνώστων Ηρώων και Αγκύρας. Είναι ένα κεραμοσκεπές σπίτι του Μεσοπολέμου με εκείνη την αυθεντική ώχρα που μου θύμισε σχεδόν πανομοιότυπα σπίτια που είχα φωτογραφήσει στον Βύρωνα και στη Νίκαια. Σε αυτό το σπίτι, κλειστό και έρημο σήμερα, είδα την πλαϊνή αυλόπορτα επί της οδού Αγκύρας. Είναι η φωτογραφία του σημειώματος αυτού. Μια πόρτα, τρίφυλλη με φεγγίτη, με το θερμό γαλανό χρώμα πάνω στο ξύλο, στεφανωμένη από πλεξούδες κληματαριάς.
Πολλές κληματαριές στις παλιές γειτονιές, μαζί με ελιές και συκιές, γεννούν αυτήν τη χρωματική γκάμα του πράσινου από το ζωηρό της χλωροφύλλης ώς το αργυρόλευκο και το κυπαρισσί. Αυτές οι πράσινες θερμές περιοχές συνυπάρχουν με τους ξεφτισμένους σοβάδες και τις ξεχαρβαλωμένες εξώθυρες με αρ ντεκό σχέδια που ξαφνιάζουν καθώς ανοίγουν σε μικροσκοπικές κάμαρες που είναι τώρα σφραγισμένες και διπλομανταλωμένες με ανεπίδοτους λογαριασμούς σφηνωμένους σε σκουριασμένες σιδεριές.
Το ρεπορτάζ του 1935 μιλάει γι’ αυτήν την εργατική συνοικία με τους φυσιολατρικούς ομίλους, με τους αθλητικούς συλλόγους, με την ορχήστρα από πνευστά και έγχορδα. Μιλάει για τους Μικρασιάτες, τους Πόντιους, τους Σμυρνιούς, «Ενας πελώριος Βουρλιώτης, με ψηλές μπότες, μεγαλοπρεπής τύπος, βγαίνει από ένα στενό και προχωρεί καμαρωτός». Πού να ήταν άραγε το σπίτι του;

