Δύο νέα ενδιαφέροντα ελληνικά έργα παρουσιάζονται ανάμεσα στις καινούργιες παραστάσεις της πλούσιας θεατρικά άνοιξης, η οποία επιμηκύνεται έως τις αρχές Ιουνίου σε πολλές σκηνές της Αθήνας, με αρκετές παραγωγές που συνεχίζονται και άλλες που ετοιμάστηκαν γι’ αυτή την περίοδο.
Οι «Αγριοι» και το «Τέρας» είναι τα νέα έργα του Γιώργου Παλούμπη και της Ηρώς Μπέζου που παρουσιάζονται στο Θέατρο Τζένη Καρέζη και στο Θέατρο Τέχνης αντίστοιχα. Μια σκληρή αθηναϊκή ιστορία στη γειτονιά της Κυψέλης και ένα σκοτεινό σουρεαλιστικό παραμύθι για τις ανθρώπινες σχέσεις με χαραμάδες φωτός και αφετηρία προσωπικά βιώματα.

Ο Γ. Παλούμπης έγραψε τους «Αγριους» το καλοκαίρι του 2020, «τότε που νομίζαμε ότι θα τερματίσει ο κόσμος και βγήκαμε από την πρώτη καραντίνα μουδιασμένοι σε μια κάπως άγρια κατάσταση. Το έργο δεν έχει σχέση με την πανδημία, αλλά με την αίσθηση του αναβρασμού που ένιωσα τότε», λέει για το νέο του έργο, ενώ δεν έχει καταλαγιάσει ακόμη η επιτυχία της παράστασης «Ανεξάρτητα κράτη» που συνυπογράφει με τον Αντώνη Τσιοτσιόπουλο.
Η ιστορία του διαδραματίζεται στο διαμέρισμα ενός καθηγητή Πολιτικών Επιστημών στην Κυψέλη, ο οποίος διαβάζει την εργασία του σε δύο μεταπτυχιακούς φοιτητές. Η παράσταση αρχίζει μόλις τελειώνει την ανάγνωση της εργασίας του, που ενθουσιάζει τους φοιτητές. Μάλιστα η κοπέλα θεωρεί ότι ίσως είναι το καινούργιο μανιφέστο, αφορμή για ένα καινούργιο κίνημα. Και όμως όλα στραβώνουν και μοιάζουν σαν μια κάθοδο στην κόλαση.
Ο Γ. Παλούμπης δεν θέλει να αποκαλύψει λεπτομέρειες της παράστασης, που ανεβαίνει στις 28 του μηνός. Οπως λέει στην «Κ», «αυτό το έργο είναι σαν να θέτω όλα μου τα ερωτηματικά για τη σύγχρονη πραγματικότητα. Εδώ όλοι είναι καλοί και καλοί, όλοι έχουν δίκιο, η σύγκρουση που θα δει ο θεατής τον καλεί να σκεφτεί μόνος του τι θέση θα έπαιρνε απέναντι σ’ όσα συμβαίνουν εκεί. Είναι η ανησυχία μου για την αγριότητα που υπάρχει γύρω μας και μέσα μας».
Οι δουλειές του έχουν κοινωνική ματιά, έντονο ρεαλισμό, είναι αιχμηρές, καταγράφουν την απρόβλεπτη πλευρά μας, έχουν όμως και τρυφερότητα. «Είναι συνειδητό όλο αυτό και θέμα γούστου», εξηγεί. Και πόσο βολικό είναι να σκηνοθετεί ο συγγραφέας το έργο του; «Τσακώνονται λίγο», αστειεύεται. «Οταν διαβάζεις ένα έργο έχεις μια εικόνα κάπως θολή. Ομως όταν το βάζεις πάνω στη σκηνή με ανθρώπους και αρχίζεις να το κτίζεις, όπως τώρα με τους Μανώλη Μαυροματάκη, Εκτορα Λιάτσο, Φώτη Λαζάρου, Δάφνη Λιανάκη, Μιχαήλ Ταμπακάκη, Χριστίνα Μαριάνου, βλέπεις την πραγματικότητα και αυτήν ακολουθείς. Αυτή θα υπερισχύσει του έργου που έγραψες. Το θέατρο δεν είναι στο χαρτί αλλά αυτό που βλέπουμε στα δύο μέτρα απέναντί μας. Οπότε ναι, εκεί κάπως ο σκηνοθέτης νικάει στον τσακωμό τον συγγραφέα, γιατί αυτό πρέπει να ζήσει μπροστά μας».
Συστήνεται ως θεατρικός σκηνοθέτης. «Είμαι και συγγραφέας αλλά κάπως σαν τους κινηματογραφικούς. Με την έννοια ότι πολλές φορές γράφουν το σενάριο και το σκηνοθετούν». Του αρέσει πολύ ο κινηματογραφικός χώρος, «αλλά είναι μέσο που δεν έχω μάθει».
Οταν γράφει τον απασχολεί η ιστορία και η σύγκρουση των χαρακτήρων. «Αναρωτιέμαι, θα το έκαναν αυτό;». Από μικρός παρατηρεί πολύ τους γύρω του, το λέει και στους μαθητές του στη σχολή: «Παρατηρήστε γύρω σας, διαβάστε βιβλία, δείτε ειδήσεις. Οσο πιο πολύ πλουτίζεις τον εαυτό σου με προσλαμβάνουσες, αυτό θα βγει στην τέχνη σου».
Σπούδασε ψυχολογία, έκανε μάστερ στο Λονδίνο πάνω στην ψυχολογική αξιολόγηση, την ψυχομετρία, αλλά είχε ήδη αποφασίσει «ότι δεν θέλω να μπω με πάθος σ’ αυτή. Είχα ήδη ανακαλύψει το θέατρο». Η παράσταση που τον μάγεψε περισσότερο ήταν το «Αμερικάνικος βούβαλος» στο «Εμπρός» και στο Λονδίνο δεν άφησε παράσταση που δεν είδε. Οταν επέστρεψε γνώρισε την Ελένη Σκότη, μπήκε στο «Επί Κολωνώ» και μαζί στον θεατρικό χώρο ως βοηθός της στο «Αγαπητή Ελένα» και έπειτα συνσκηνοθέτησαν την «Κατάρα των πεινασμένων» του Σαμ Σέπαρντ. «Οπως καταλαβαίνετε, δεν σπούδασα θέατρο».
Υπάρχει πράγματι άνθηση του ελληνικού θεατρικού έργου; «Υπάρχει μια πληθωριστική έκρηξη», απαντάει. «Ομως το κράτος δεν ενδιαφέρεται συνολικά για το θέατρο ούτε για το νέο ελληνικό έργο. Μια οργανωμένη προσπάθεια από κάποιον θεσμό για το πού πάει το ελληνικό έργο δεν έχω δει».
Τι έχει η Ελλάδα ως θεματολογία που προσελκύει έναν θεατρικό συγγραφέα; «Είμαστε καζάνια που βράζουμε, τόσο το λεκανοπέδιο όσο και η επαρχία. Με μπόλικη παθογένεια και έντονες συμπεριφορές. Είμαστε συγκρουσιακοί, κουβαλάμε μέσα μας τον διχασμό, οπότε δίνουμε πλούσιο υλικό σε έναν συγγραφέα. Είμαστε ενδιαφέροντες, είμαστε και τραγικοί και αστείοι, τρυφεροί, με λεβεντιά και ψευτολεβεντιά. Ολα τα έχουμε».
«Είμαστε συγκρουσιακοί, κουβαλάμε μέσα μας τον διχασμό. Είμαστε ενδιαφέροντες, είμαστε και τραγικοί και αστείοι, τρυφεροί, με λεβεντιά και ψευτολεβεντιά. Ολα τα έχουμε».
«Με οδηγεί η επιθυμία»
Η αλληγορική ιστορία μιας γυναίκας η οποία μεταμορφώνεται σε τέρας είναι το νέο έργο της Ηρώς Μπέζου που ξεκίνησε ήδη στη σκηνή της Φρυνίχου του Θεάτρου Τέχνης. «Πρόκειται για τη συμβολική μεταμόρφωση μιας νέας κοπέλας η οποία μεταμορφώνεται σε τέρας, όπως την ονομάζουν. Εχει κάνει μια κακή πράξη για την οποία όλοι της μιλούν χωρίς να της αποκαλύπτουν ποια είναι. Εκείνη δεν θυμάται. Είναι ένα είδος δόκτορος Τζέκιλ και μίστερ Χάιντ».
Πρόκειται για τη συμβολική μεταμόρφωση μιας νέας κοπέλας σε τέρας. Εχει κάνει μια κακή πράξη για την οποία όλοι της μιλούν χωρίς να της αποκαλύπτουν ποια είναι. Εκείνη δεν θυμάται.
Στο κατεστραμμένο τοπίο που διαδραματίζονται όλα, ο θεατής αντιλαμβάνεται ότι εκείνη ευθύνεται για την ερήμωση. Από τις αφηγήσεις καταλαβαίνουμε ότι έχουν αλλάξει κάποια χαρακτηριστικά της, σαν να έχει μεγαλώσει, σαν να έχει διογκωθεί. «Αρχικά ήταν ένα πλάσμα πολύ πιο ευγενικό, τρυφερό, που ήξερε να γνωρίζει τους ανθρώπους και τώρα η μεταμόρφωσή της τούς σοκάρει. Σαν να μην έχει συναισθήματα», λέει στην «Κ» η Ηρώ Μπέζου και προσθέτει ότι τέρατα μπορεί να γίνουμε όλοι κάποια στιγμή. «Για κάποιον που δεν σε ξέρει μπορεί να είσαι κάτι κανονικό και για εκείνον που σε γνωρίζει, να είσαι απίστευτα τρομακτικός».
Η ηθοποιός γράφει όταν την κατακλύζει μια προσωπική ανάγκη, με εξαίρεση το «Φουλάρι», τη ραδιοφωνική όπερα της Δήμητρας Τρυπάνη που παρουσιάστηκε πρόσφατα στο «Ολύμπια» και της ζητήθηκε να αναλάβει το λιμπρέτο. «Γράφω όταν θέλω να βγάλω κάτι από μέσα μου. Το συγκεκριμένο έργο σχετίζεται με μια μεταβατική περίοδο που βίωνα και με κλόνισε».
Και τα δύο της έργα, οι «Ναυαγοί» που ανέβηκαν πέρυσι και το «Τέρας» τώρα, προέκυψαν από μια ανάγκη που ήρθε με χειμαρρώδη τρόπο. Στο «Τέρας» που παίζουν οι Δήμητρα Βλαγκοπούλου, Στέλλα Βογιατζάκη, Κατερίνα Νταλιάνη, Γιάννης Παπαδόπουλος, έγραψε μια πρώτη εκδοχή και τους επόμενους μήνες παιδεύτηκε να ξεκαθαρίσει το χάος. «Χρειάστηκε καιρός να βγω απ’ αυτό και να μπορέσω να αφηγηθώ πιο καθαρά την ιστορία».
Το πρώτο της έργο πέρυσι το συνσκηνοθέτησε, τώρα το δεύτερο το ανέλαβε μόνη της. «Είναι πολύ προσωπικό και ήθελα να πάρω όλη την ευθύνη. Δεν πίστευα ότι εύκολα κάποιος θα μπορούσε να το αφουγκραστεί όπως εγώ, όσο είναι ακόμη ζεστό για μένα. Γενικώς η σκηνοθεσία δεν με ελκύει ανεξάρτητα από τη συγγραφή, προς το παρόν το βλέπω σαν κάτι που έρχεται μαζί».
Η 36χρονη ηθοποιός έγραφε πολλά παραμύθια στο Δημοτικό, αλλά στην εφηβεία τα παράτησε. «Ημουν λίγο διασπαστική, δεν συγκεντρωνόμουν, δεν μπορούσα να διαβάσω πολλή λογοτεχνία, οπότε στέρευα. Στα 22 που ξανάρχισα να ασχολούμαι με τη λογοτεχνία, σιγά σιγά φλέρταρα με την ιδέα της συγγραφής ως εσωτερική ανάγκη. Ομως δεν έχω νιώσει να ασφυκτιά κάτι μέσα μου, κάτι που θέλει να βγει και δεν βρήκε τον τρόπο. Ισως γιατί εκφράζομαι μέσα από την υποκριτική. Οταν έχω ανάγκη να αφηγηθώ κάτι ψάχνω τα λόγια να τα πω».
Ξεκινάει χωρίς να γνωρίζει τι θα γράψει. «Ξεκινώ και όσα πρόσωπα έχω ανάγκη θα εμφανιστούν. Αγόρασα ένα γραφειάκι για να είναι ο χώρος μου, να είμαι πιο οργανωμένη και με συγκέντρωσε πολύ. Δεν έχω ωράριο γιατί δεν έχω κάποιο περιορισμό, δεν είμαι επαγγελματίας να αμείβομαι απ’ αυτό. Με οδηγεί η επιθυμία».
Μοναχοπαίδι δύο ηθοποιών (Γιάννης Μπέζος, Ναταλία Τσαλίκη) εξοικειώθηκε πολύ νωρίς με το θέατρο. «Μου αρέσει να είμαι στη σκηνή, να βλέπω παραστάσεις, συγκινούμαι ακόμη κι αν κάποιες δεν μου αρέσουν γιατί είναι τέχνη μαγική. Πώς είναι δυνατόν κάποιος να εκτίθεται τόσο πολύ; Πάντα έχω ένα μικρό άγχος όταν παίζω, θέλει δύναμη και απόφαση να φέρεις σε πέρας μια παράσταση. Είμαι εξοικειωμένη αλλά όχι κυνική».
Ενα ακόμη κομμάτι της είναι η μουσική που επίσης αγαπάει πολύ. Τι τη συγκινεί στο ρεμπέτικο και τραγουδάει πεντέμισι χρόνια με τους «Ραστ Χιτζάζ»; «Ο πλούτος του. Απαιτητικό είδος και για μένα πρόκληση. Πάντως όλα, παίξιμο, σκηνοθεσία, συγγραφή, τραγούδι, για μένα είναι τρόποι αφήγησης».

