Μια σοφίτα, στο λιμάνι μιας επαρχιακής πόλης, την ώρα του δειλινού. Εκεί, η μοναχική Ουρανία δέχεται την επίσκεψη ενός πλανόδιου ακροβάτη. Τον λένε Θόδωρα και της ζητάει να χρησιμοποιήσει το παράθυρο του σπιτιού της για να κάνει μια επίδειξη πετάγματος στην πλατεία με τα φτερά που εκείνος φτιάχνει. Ομως η επικείμενη πτήση αφορά και την ίδια. «Είναι μια γυναίκα γεμάτη από επιθυμία για αληθινή ζωή και, το κυριότερο, προσπαθεί να αποχαιρετήσει και ψάχνει το πώς. Δεν είναι άρρωστη, αλλά έχει τόση ζωή πίσω της, που απομένει λιγότερη μπροστά της», εξηγεί η Αμαλία Μουτούση και συνεχίζει: «Ο άνθρωπος που την επισκέπτεται, ένας από τους παλιούς πλανόδιους καλλιτέχνες της επαρχίας, κατασκευάζει φτερά – είναι ένας Δαίδαλος δηλαδή. Μήπως όμως είναι κάποιο πρόσωπο από το παρελθόν; Ή ο άγγελος του θανάτου της Ουρανίας; Εκείνη πάντως έλκεται από τη δυνατότητά του να γίνεται πουλί. Και εκείνος της κάνει απίστευτες περιγραφές για το πώς είναι τα πουλιά και η ουρά τους, πώς πρέπει να σηκώνει τα χέρια της και τι σημαίνει να πετάει κανείς, έχοντας μπροστά του ένα τεράστιο κενό».
Το έργο λέγεται «Η γυναίκα και ο ακροβάτης». Γράφτηκε το 1986 από τον Μιχάλη Βιρβιδάκη – ήταν το πρώτο του θεατρικό. Ενα χρόνο αργότερα βραβεύτηκε από το υπουργείο Πολιτισμού και είχε αρέσει ιδιαίτερα στον Μάνο Χατζιδάκι. Για δεκαετίες έμεινε στο συρτάρι, όμως την επόμενη εβδομάδα ανεβαίνει στον χώρο της ομάδας bijoux de kant, στο Μοναστηράκι, σε σκηνοθεσία του Γιάννη Σκουρλέτη και με την Αμαλία Μουτούση να συμπρωταγωνιστεί μαζί με τον Θανάση Δόβρη. «Νιώθω σαν να έχουμε συναντηθεί τέσσερις μοναχικοί άνθρωποι του θεάτρου», λέει στην «Κ» η ηθοποιός για τους βασικούς συντελεστές της παράστασης και προσθέτει ότι το στοιχείο της μοναχικότητας συνδέεται με το έργο. Το οποίο εξάλλου παρουσιάζει τον απολογισμό ενός προσώπου «γαντζωμένου από τη ζωή, από τα τραύματα, από τις εμμονές του, από αυτά που έζησε και δεν έζησε, που κατάφερε και δεν κατάφερε».
Οχι ότι η Ουρανία μένει εκεί. Ο Θόδωρας, ο ακροβάτης, την παρασύρει σε μια πραγματικότητα «που δεν έχει πια συγκρούσεις, τραύματα, εκκρεμότητες με τη ζωή, δεν έχει το εγώ και όλα αυτά με τα οποία οι άνθρωποι παλεύουμε». Πώς γίνεται κάτι τέτοιο; «Νομίζω ότι ο Θόδωρας», απαντά η ηθοποιός, «της δείχνει ότι τα πουλιά –αλλά και ο ίδιος όταν πετάει– δεν αντιστέκονται στον αέρα, αλλά του αφήνονται με εμπιστοσύνη. Της εξηγεί ότι και εκείνος, όσο δεν αφηνόταν, χτυπούσε, τραυματιζόταν, πονούσε. Της μιλάει για το πώς μπορούμε να αποδεχόμαστε τα πράγματα, όχι παθητικά, αλλά με τρόπο που να μην μας αποδυναμώνουν και να μην αφαιρεί την εσωτερική μας ελευθερία η σκληρή πραγματικότητα, η έλλειψη ανθρωπιάς, η αγωνία τού να βρω σπίτι να νοικιάσω και να βγει η επόμενη ημέρα. Η δυνατότητα που της παρουσιάζει ο Θόδωρας», συνεχίζει η ηθοποιός, «έχει να κάνει με αυτό που απομένει, αυτό που είμαστε αν μας τα πάρουν όλα».
Η Ουρανία είναι μια γυναίκα γεμάτη από επιθυμία για αληθινή ζωή και, το κυριότερο, προσπαθεί να αποχαιρετήσει και ψάχνει το πώς. Εχει τόση ζωή πίσω της, που απομένει λιγότερη μπροστά της.
Σε ένα τέτοιο ερώτημα δεν υπάρχει ακριβώς απάντηση, όσο ένας τρόπος να ζει κανείς, λέει η Αμαλία Μουτούση. Για εκείνη, ο τρόπος αυτός είναι η πίστη, την οποία συνδέει με «την αληθινή, μεγάλη ποίηση» που βρίσκει σε ένα είδος θεάτρου. Το έργο «Η γυναίκα και ο ακροβάτης» είναι ένα τέτοιο ποιητικό θέατρο και είναι επίσης ένα έργο της νεοελληνικής δραματουργίας, την οποία η ηθοποιός, πλην εξαιρέσεων, δεν έχει γνωρίσει όσο θα ήθελε. Σήμερα άλλωστε αρκετοί γράφουν «ένα θέατρο της ψυχαγωγίας, της διασκέδασης, που διαφέρει από μια πιο ποιητική δραματουργία, αλλά το οποίο το έχει ανάγκη ο κόσμος και φαίνεται να δουλεύει μια χαρά», σχολιάζει. «Ενας άνθρωπος στην ηλικία μου, που έχει περάσει πολλά χρόνια στη σκηνή», συνεχίζει η Αμαλία Μουτούση, «μπορεί να πει ότι και το θεατρικό κοινό είναι διαφορετικό». Πώς ακριβώς; «Εχει καλλιεργηθεί με την αισθητική της τηλεόρασης, ακόμα και με την καλή εκδοχή της, οπότε και το θέατρο που επικρατεί μιμείται μια ζωντανή τηλεόραση», απαντά. Η ίδια αγαπά το θέατρο που παίρνει θέση απέναντι στα πράγματα. «Και δεν εννοώ μόνο το πώς θα αρθρώσουμε τη λέξη –που κι αυτό έχει τεράστια σημασία–, αλλά το πώς διαλέγουμε να αρθρώσουμε τον κόσμο και τι κόσμο διαλέγουμε να αρθρώσουμε».
Ας επιστρέψουμε όμως στη γυναίκα και στον ακροβάτη. Τελικά, με τη βοήθειά του, πετάει η Ουρανία; «Βέβαια, ο συγγραφέας μπορεί να κάνει ό,τι θέλει», καταλήγει η ηθοποιός. «Τους έχει βάλει λοιπόν να πετάνε. Ναι, πετάει η Ουρανία. Το πώς θα το δείξουμε εμείς, είναι άλλη ιστορία. Αλλά παίρνει την απόφαση και λέει “θέλω να φορέσω αυτά τα φτερά και να πετάξω”. Και το κάνει».
«Η γυναίκα και ο ακροβάτης», HOOD art space, Πολυκλείτου 21, από τις 2 Μαΐου.

