Ο Γεώργιος Χ. Ζαλοκώστας υπήρξε μια πολύ ιδιαίτερη συγγραφική περίπτωση των «ρομαντικών χρόνων». Ισως κανένας άλλος ποιητής δεν έζησε την ελληνική Επανάσταση του ’21 όπως αυτός: μάχιμος, στην πρώτη γραμμή, ξιφήρης και επιζών της πολιορκίας του Μεσολογγίου. Το εθνεγερτικό πνεύμα του ’21 και η αίσθηση του θανάτου ήταν επομένως γι’ αυτόν βιωματικές εμπειρίες και όχι απότοκα του κούφιου και «άκαπνου» μεγαλοϊδεατισμού ή της πεισιθάνατης μόδας του φθίνοντος ψευδορομαντισμού. Ολη η ποίησή του, λίγο περισσότερα από εκατό ποιήματα, αποτελεί μια μελέτη θανάτου. Αν και δεν του λείπουν στοιχεία υπερβολής ή και αφέλειας, που ενοχλούν τη σύγχρονη αισθητική, το έργο του αξίζει επανεκτίμησης.
Το εθνεγερτικό πνεύμα του ’21 και η αίσθηση του θανάτου ήταν γι’ αυτόν βιωματικές εμπειρίες και όχι απότοκα του κούφιου και «άκαπνου» μεγαλοϊδεατισμού ή της πεισιθάνατης μόδας του φθίνοντος ψευδορομαντισμού.
Η θολή εικόνα που υπάρχει σήμερα για τον ξεχασμένο Ζαλοκώστα τον περιγράφει γραμματολογικά ως έναν ποιητή που κινήθηκε στον ενδιάμεσο χώρο της Αθήνας και των Επτανήσων, στις παρυφές του αθηναϊκού ρομαντισμού, με έντονες, αλλά όχι με ακρίβεια προσδιορισμένες ιταλικές επιρροές. Το διήμερο επιστημονικό συνέδριο με θέμα «Γεώργιος Ζαλοκώστας. Το ξίφος και ο θρήνος στην ποίησή του», που πραγματοποιήθηκε στις 5 και 6 Απριλίου στην Πρέβεζα με πρωτοβουλία του Συνδέσμου Συρρακιωτών Πρέβεζας και επιστημονικό υπεύθυνο τον Ευάγγελο Αυδίκο, ομότιμο καθηγητή στο Πανεπιστήμιο Θεσσαλίας, έφερε στο φως νέα στοιχεία για το έργο του χωρίς υπερερμηνείες και υπερβολές. Στο συνέδριο συμμετείχαν είκοσι δύο μελετητές με πρωτότυπες ανακοινώσεις που κάλυψαν ευρύ πεδίο θεμάτων.
Ποιος ήταν
Ο Ζαλοκώστας γεννήθηκε στο Συρράκο της Ηπείρου το 1805. Οταν ο έμπορος πατέρας του περιέπεσε στη δυσμένεια του Αλή Πασά, το 1814, βρέθηκε στο Λιβόρνο και την Πίζα όπου ερχόμενος σε επαφή με την ιταλική γλώσσα και λογοτεχνία ολοκλήρωσε τις εγκύκλιες σπουδές του. Εκεί τον βρήκε η είδηση για την κήρυξη της Επανάστασης και μέσω Μασσαλίας έφτασε στο Μεσολόγγι τον Ιούλιο του 1821, με το πλοίο που ναύλωσε ο Αλέξανδρος Μαυροκορδάτος, μαζί με τους Αναστάσιο Πολυζωίδη, Γεώργιο Ψύλλα, Γεώργιο Σέκερη και πολλούς Ιταλούς και Γάλλους φιλέλληνες. Πολέμησε στο πλευρό του οπλαρχηγού Παπασταθόπουλου, ενώ μετά την απελευθέρωση η προσφορά του αναγνωρίστηκε και σταδιοδρόμησε ως αξιωματικός στον οικονομικό κλάδο του ελληνικού στρατού. Το 1846 μετατέθηκε από το Ναύπλιο στην Αθήνα. Ο τραγικός βίος του σφραγίστηκε από τον θάνατο των επτά από τα εννιά παιδιά του, γεγονός που αποτυπώθηκε στα ελεγειακά του ποιήματα, κάποια από τα οποία, όπως το «Ο βοριάς που τ’ αρνάκια παγώνει», γνώρισαν στο παρελθόν μεγάλη δημοφιλία. Πέθανε το 1858 στην Αθήνα, αφού πρώτα βραβεύθηκε δύο φορές στους ποιητικούς διαγωνισμούς της εποχής.
Ο Ζαλοκώστας θεωρήθηκε από την κριτική διχασμένος ποιητής και άνθρωπος: η στρατιωτική ιδιότητα και η ποιητική έκφραση, η δημοτική και η καθαρεύουσα, η «υψηλή» πατριωτική ποίηση και τα λυρικά του ελάσσονος τόνου, το «ξίφος και ο θρήνος». Οι περισσότερες ανακοινώσεις του συνεδρίου κινήθηκαν γύρω από αυτούς τους δύο άξονες. Στο πλαίσιο των πατριωτικών – επικών ποιημάτων του εξετάστηκαν όψεις της Μεγάλης Ιδέας στο έργο του, από τις εγκολπώσεις της ενοποιητικής σύλληψης του Κωλέττη και των συνταγματικών ιδεών μέχρι τους οραματισμούς αναβίωσης μιας ελληνικής αυτοκρατορίας στα χρόνια του Κριμαϊκού πολέμου (Ευ. Καινούργιος), το καθοριστικό βίωμα του εξοδίτη του Μεσολογγίου με τη γραφή του να λογίζεται ως λύτρωση από την εμπειρία του θανάτου (Α. Σκιαθάς), ενώ επισημάνθηκαν οι σημαντικές διαφορές του από άλλους «τουρκομάχους» ποιητές της εθνικής μεγαληγορίας, όπως οι αδελφοί Σούτσοι (Ε. Ντούπα) και το υπαρξιακό δίλημμα ανάμεσα στα στρατιωτικά καθήκοντα και τον ποιητικό λόγο (Σ. Ιακωβίδου).
Θεωρήθηκε από την κριτική διχασμένος ποιητής και άνθρωπος: η στρατιωτική ιδιότητα και η ποιητική έκφραση, η δημοτική και η καθαρεύουσα, η «υψηλή» πατριωτική ποίηση και τα λυρικά του ελάσσονος τόνου.
Η πιο ενδιαφέρουσα ίσως –και ζωντανή σήμερα– ελεγειακή όψη του προσεγγίστηκε μέσα από ματιές που ανέδειξαν τόσο το βιωματικό υπόβαθρο του αισθητικοποιημένου θανάτου όσο και την πρόθεση του ποιητή να υπερβεί τα προσωπικά του παθήματα και να ασκήσει διά μέσου της ελεγείας έναν «δημόσιο λόγο». Κάποιες ανακοινώσεις ενέταξαν τη θεματική του πένθους στη ρομαντική ποιητική σχολιάζοντας τις διαφορετικές λειτουργίες των ελεγειακών του ποιημάτων σε σχέση με Αγγλους ελεγειακούς της εποχής (Δ. Χλωπτσιούδης), ενώ άλλες δοκίμασαν μια τυπολογία των υποειδών της ελεγειακής ποίησης στα οποία επιδόθηκε, όπως η παιδική, η επικήδεια, η επική ελεγεία και η ελεγεία του εαυτού (Δ. Παπαστάθη). Τέλος, στο πλαίσιο της διερεύνησης του ανθρώπινου πόνου και των λόγων περί θανάτου εξετάστηκε η «ποιητική του νεκρού παιδιού» (Θ. Γαλανάκης), επισημάνθηκε η ιδέα της «δημιουργικής ήττας» στο έργο του (Κ. Μάκη) και η βυρωνική λάβα της λυρικής φαντασίας του με το τρομώδες μοτίβο του δέους απέναντι στο άγνωστο και ανεξέλεγκτο του θανάτου (Β. Χατζηβασιλείου).
Διεύρυνση της προοπτικής
Αγνωστες ή υποφωτισμένες όψεις του έργου του Ζαλοκώστα, όπως το κριτικό (Α. Ζήρας), το μεταφραστικό (Β. Λέτσιος) και το χρονογραφικό (Κ. Καραβίδας) εθίγησαν σε άλλες ανακοινώσεις, διευρύνοντας την προοπτική. Η ενότητα αυτή ανέδειξε τις κριτικές αντιλήψεις του Ζαλοκώστα για τη φύση της ποίησης, αλλά και τον ρόλο του ως πολιτισμικού διαμεσολαβητή των ιταλικών γραμμάτων στην Αθήνα της εποχής, τόσο με τις μεταφράσεις κυρίως Ιταλών ποιητών (Φούσκο, Κάστι, Ντραγκομάνο, Φόσκολο, Κανίνι, Ρεγκάλντι κ.ά.) όσο και με τον θετικό τρόπο που υποδέχθηκε τις προσπάθειες ίδρυσης θεάτρου ιταλικού μελοδράματος (όπερα) στα χρονογραφήματα που υπέγραφε με το ψευδώνυμο Ευθύβουλος στο δημοφιλές οικογενειακό και φιλολογικό περιοδικό «Ευτέρπη» (1852-55). Η σχεδόν άγνωστη πλευρά του χρονογράφου Ζαλοκώστα περιέλαβε και αναφορές στη στάση του στον Κριμαϊκό Πόλεμο, τον οποίο παρακολουθούσε και ανέλυε μέσα από τον ευρωπαϊκό Τύπο, αλλά και τον απρόσμενα ειρωνικό και καθόλου δραματικό τρόπο με τον οποίο κατέγραψε την επιδημία της χολέρας στην Αθήνα του 1854.
Η ποιμενική – ειδυλλιακή διάσταση της ποίησης του Ζαλοκώστα δεν έμεινε εκτός πραγμάτευσης, με το πολύ γνωστό και μελοποιημένο ποίημα «Το φίλημα» να προσεγγίζεται από μια θεωρητική αφετηρία που εξετάζει την πιο διευρυμένη από τη ρωμαϊκή και αναγεννησιακή μορφή του είδους (Τ. Καλογήρου, Τ. Κωτόπουλος, Κ. Κικής). Μια άλλη κατηγορία ανακοινώσεων ασχολήθηκε με συγκριτολογικές διαστάσεις, όπως η βαθύρριζη σχέση των πατριωτικών ποιημάτων του Κρυστάλλη με το έργο του Ζαλοκώστα, από το οποίο δανείστηκε μοτίβα (Ε. Αυδίκος), και η συνθεώρηση της νουβέλας του Τολστόι «Ο θάνατος του Ιβάν Ιλιτς» με την ποίηση του Συρρακιώτη ποιητή (Κ. Μαργώνης). Ενδιαφέρουσα υπήρξε όμως και η υποδοχή του έργου του από μεταγενέστερους, όπως ο Γιάννης Βλαχογιάννης, στο αρχείο του οποίου στα ΓΑΚ απόκειται φάκελος Ζαλοκώστα με τέσσερα τεκμήρια (Α. Αφεντουλίδου) και ο Ι.Μ. Παναγιωτόπουλος στον οποίο χρωστούμε τον χαρακτηρισμό του ως του «κατεξοχήν λυπημένου πατέρα της νεοελληνικής ποίησης» (Β. Οικονομόπουλου – Ε. Χαχάμη). Τέλος, την ιδιόμορφη θέση του Ζαλοκώστα στις ιστορίες νεοελληνικής λογοτεχνίας (Π. Παπατσίμπα – Π. Φλώρου) και σε ανθολογίες και σχολικά αναγνωστικά του 19ου και του 20ού αι. (Α. Ζοτάι) εξέτασαν ανακοινώσεις νέων ερευνητριών.
Η πολιτική πλευρά
Φιλελεύθερος, «συνταγματικός», επηρεασμένος από τις επαναστατικές ιδέες, όχι μόνο του λογοτεχνικού αλλά και του πολιτικού ρομαντισμού, ο Ζαλοκώστας υπήρξε ένα βαθιά «πολιτικό ον». Αν και η ιστορική έρευνα γύρω από τον «πολίτη» Ζαλοκώστα χρειάζεται να συμπληρωθεί, φαίνεται πως τα δύο γεγονότα που σφράγισαν την πολιτική και ποιητική του συνείδηση είχαν βιωματικό χαρακτήρα. Ο Ζαλοκώστας ήταν εξοδίτης του Μεσολογγίου και επιζών της φρίκης, ενώ στο κίνημα της 3ης Σεπτεμβρίου 1843, που διεκδίκησε παραχώρηση Συντάγματος από τον Οθωνα, συμμετείχε ενεργά δίπλα στον Μακρυγιάννη, στον Καλλέργη και τον Παλαμήδη. Αυτά τα δύο γεγονότα κατέχουν κεντρική θέση στο έργο και στον πυρήνα της πολιτικής του αντίληψης. Υμνησε ποιητικά πολλάκις το Μεσολόγγι, εξέφρασε ανηλεή κριτική στις εφαρμοστικές ανεπάρκειες του Συντάγματος του 1844 και του κοινοβουλευτισμού, αντιτάχθηκε μαζί με τον Κωλέττη στο νομοσχέδιο περί «ετεροχθόνων», περιέπεσε στη δυσμένεια του Οθωνα, ένιωσε προδομένος από τη στάση των Δυτικών στον Κριμαϊκό, με την ατυχή εξέγερση στην Ηπειροθεσσαλία και τον ναυτικό αποκλεισμό της χώρας, αλλά δεν απεμπόλησε τις αρχές του ευρωπαϊκού φιλελευθερισμού, που τον ενέπνευσαν στη νιότη του, στο πλαίσιο βέβαια μιας συνταγματικής μοναρχίας. Η ποίηση, οι μεταφράσεις και τα χρονογραφήματά του είναι αγκυρωμένα στην επικαιρότητα και την πολιτική πραγματικότητα του καιρού του.
Η επιτυχία του συνεδρίου έγκειται στην πρόθεση των περισσοτέρων ανακοινώσεων να αποφύγουν τις γραμματολογικές και βιογραφικές κοινοτοπίες, επανασυστήνοντας τον Ζαλοκώστα ως έναν ολοκληρωμένο λόγιο-ποιητή του πρώτου μισού του 19ου αι. Μένουν φυσικά πολλά ακόμη να μελετηθούν: η μετρική και η στιχουργική του σε σχέση με ιταλικά μορφικά σχήματα (κρισιμότατη παράμετρος που έλειψε από το συνέδριο), η αγάπη του για τον Σολωμό, η επιρροή του Ραγκαβή και γιατί όχι, σε μια πιο διακαλλιτεχνική προοπτική, οι μελοποιήσεις (από τον Λαυράγκα και τον Ζάχο μέχρι τον Σπανό και τον Βιολάρη) και οι πολλές θεατρικές – κινηματογραφικές μεταφορές του «Αγαπητικού της βοσκοπούλας». Το πιο σημαντικό όμως είναι ότι η περίπτωσή του είναι ενδεικτική της ανάγκης για συνολική επανεκτίμηση της ποίησης των «ρομαντικών χρόνων» (1830-1880), πέρα από το απλουστευτικό και μάλλον παραπλανητικό δίπολο αθηναϊκής και επτανησιακής σχολής. Η έκδοση των πρακτικών θα πρέπει να λάβει υπόψη και αυτές τις όψεις ώστε να αποκτήσουμε πιο ολοκληρωμένη εικόνα για μια αδίκως παραγνωρισμένη μορφή των γραμμάτων μας.

*Ο κ. Κώστας Καραβίδας είναι ΕΔΙΠ, τμήμα Φιλολογίας Πανεπιστημίου Ιωαννίνων.

