Ενα Ανεπιτήρητο Παραγωγικό Ζώο, ένα αδέσποτο κτήνος, φυλακίζεται στο απομονωτήριο λοιμυπόπτων ζώων, όπου στοιβάζονται πλάσματα ρημαγμένα, κακοπαθημένα από τη βία των ανθρώπων. Φτάνοντας στο απόγειο του πόνου, τα πλάσματα αποκτούν λόγο και διηγούνται στο Ζώο τις τραγωδίες τους, αλλά είναι στους ανθρώπους που κυρίως απευθύνονται, τους δημίους τους. Μια λευκή γάτα εξιστορεί τους ειδεχθείς βασανισμούς της από παιδιά. Θυμάται το γέλιο των παιδιών. Συλλογίζεται πως «τα παιδιά γελούν πέρα από το καλό και το κακό, το γέλιο τους κουβαλάει τη βρόμα των ανθρώπων και την απλυσιά χιλιετιών». Ενας αυτοκτονικός κύκνος θρηνεί το χαμένο του ταίρι. Παλεύει να λυτρωθεί από το πένθος, μιλώντας με ανθρώπινη λαλιά, καθώς σκέφτεται πως «το πένθος γεννά τον λόγο, λες διάφορα μήπως αναπληρώσεις ό,τι έχασες, κι έτσι μαθαίνεις να μιλάς». Οσο πιο ανθρώπινος γίνεται ο κύκνος, τόσο περισσότερο «ξεθυμαίνει το ξόρκι της θλίψης».
Τον Νικήτα Σινιόσογλου τον θαύμασα για το εξαίσιο δοκίμιό του «Ο καρπός της ασθενείας μου» (2021), όπου συνδυάζει ευρυγώνια φιλοσοφική σκέψη με εκπληκτική λογοτεχνική γραφή. Και στην πρόσφατη νουβέλα επιβάλλεται ο φιλοσοφικός στοχασμός, τον οποίο υπονομεύει μια παιγνιώδης διάθεση, παραπλανητική ωστόσο, διότι η στόχευσή της αποβαίνει αμιγώς επιθετική. Επινοώντας ένα οιονεί κρατητήριο αχρηστευμένων έμβιων όντων, εγκαλεί την ανθρωπότητα για τις θηριωδίες της ανά τους αιώνες. Πρόκειται καθαρά για παραβολή. Τα ζώα του απομονωτηρίου λοιδορούν τους ανθρώπους. Ενας ερημίτης κάβουρας, για παράδειγμα, εγκλωβισμένος σε έναν σπασμένο γλόμπο ποντισμένο στον βυθό της θάλασσας, οικτίρει τον άνθρωπο που εναβρύνεται πως βρίσκεται στην κορωνίδα της Δημιουργίας. Διότι, «εάν ο άνθρωπος ήταν η κορωνίδα της Δημιουργίας, δεν θα τη γέμιζε σκουπίδια», «ολόκληρη κορωνίδα βουλιάζει σ’ ένα σκουπιδαριό». Ο λόγος τού κάβουρα είναι απόρροια ενός λοιμώδους ανθρωπομορφισμού «όσο γίνομαι ένα με το σκουπίδι σας τόσο αναβλύζουν λέξεις, που θα πει, τόσο πιο ανθρώπινος γίνομαι».
Το τζίνι από τη Γάζα
Εύλογος θυμός διακατέχει και ένα τζίνι, φυγαδευμένο από τη Γάζα. Εκεί, μες στη γενικευμένη αποθηρίωση, το τζίνι είχε μεταμορφωθεί σε λιοντάρι ζωολογικού κήπου. Εγινε κτήνος για να γλιτώσει από τους ανθρώπους. Κάποτε ο πόλεμος έσπασε τα σίδερα του κλουβιού του και κατέληξε να περιπλανιέται λιμασμένο, φιλοσοφώντας για τη διάρρηξη των ορίων και την έννοια της «κλεπτοβίωσης»: «τη μια παρασιτείς στον Θεό, την άλλη στο κλουβί με τα λιοντάρια, αναλόγως τις περιστάσεις διαλέγεις το πτώμα». Το ζωώδες δεν σημαίνει απολύτως τίποτα «μέσα στην πανίδα των μπάζων, που ‘ναι ό,τι θ’ απομείνει από τον πολιτισμό των ανθρώπων». Σε μια γωνιά του απομονωτηρίου κείτεται μια εργαστηριακή τίγρης, σακατεμένη από αστοχία υλικού. Ηταν μια «αδέσποτη σημασία», στην οποία δόθηκε το όνομα «Χασίγια». Ηχεί αραβικό αλλά είναι ινδιάνικο. Η ιστορία αντλεί από πραγματικό περιστατικό, αναφορικά με τη μικρή τίγρη «Χασίγια» που λόγω πολλαπλών καταγμάτων υποβλήθηκε σε ευθανασία. Στον μύθο του βιβλίου ο άνθρωπος θέλησε να εξανθρωπίσει τη λευκή τίγρη, δίνοντάς της «τα ονόματα των αδερφών του που υποφέρουν στη Μέση Ανατολή».
Είναι απαράδεκτο το παλαιστινιακό ζήτημα, τόσο σύνθετο και τραγικό, να χρησιμοποιείται για χοντροκομμένο μυθοπλαστικό ακτιβισμό. Παρ’ όλα αυτά, ο Σινιόσογλου διατυπώνει ενδιαφέρουσες σκέψεις για τον λόγο ως αντίβαρο του πόνου. Μέσω του λόγου τα ζώα διαφεύγουν από τον πόνο. Στο τέλος της διήγησής της η τίγρης αναφωνεί: «το μόνο θαύμα είναι όταν απ’ τους πόνους αρχίζεις και μιλάς». Ωστόσο, γρήγορα συνειδητοποιούν ότι ο λόγος δεν λυτρώνει, αλλά αντιθέτως τα συνθλίβει σε αίολες σημασίες και θολές εξηγήσεις. Εντέλει, τα ζώα καταλήγουν στο προαποφασισμένο συμπέρασμα προς το οποίο τα σαγαλά ο συγγραφέας, στην αποτυχία του πολιτισμού, της τέχνης, της θρησκείας και της φιλοσοφίας.
«Ζωοσύνη»
Η νουβέλα του Σινιόσογλου επιτυγχάνει ένα αξιοπρόσεκτο αμάλγαμα φιλοσοφίας και μυθοπλασίας, αλλά δεν καταφέρνει να αποβάλει τον στόμφο και τον υψηλόφρονα καταγγελτισμό της. Το κατηγορητήριο των ζώων ενάντια στο πανανθρώπινο κακό διαπνέεται από διάτορο διδακτισμό και ηθικολογία. Οι εξιστορήσεις τους συνθέτουν έναν στεντόρειο φιλιππικό για τους απανταχού ολέθρους. Επίσης, μολονότι είναι απολαυστικός ο σαρκασμός για χίπστερ λόξες, όπως η ευεξία, η συμπερίληψη, η θετική σκέψη, η διαρκής αυτοβελτίωση και ενδυνάμωση, φαίνεται απλοϊκή η διελκυστίνδα μεταξύ απανθρωποποίησης και «ζωοσύνης» «η ζωοσύνη είναι το τελευταίο φάρμακο του ανθρώπου». Μπορεί η αποκτήνωση της ανθρωπότητας να έχει ερείσματα στην πραγματικότητα, αλλά η νοσταλγία του κτήνους ανήκει σαφώς στη φιλοσοφική φαντασία.

