Ο Κάφκα στη Μακρόνησο

Επανέκδοση του «Λοιμού» του Αντρέα Φραγκιά, ενός μυθιστορήματος για την ανθρώπινη κτηνωδία

6' 19" χρόνος ανάγνωσης

Αυτή την εβδομάδα οι εκδόσεις Ποταμός επανακυκλοφορούν ένα κλασικό σύγχρονο ελληνικό μυθιστόρημα: ο «Λοιμός» του Αντρέα Φραγκιά (1921-2002). Ενα από τα καταστατικά νεοελληνικά αφηγήματα πάνω στον τρόμο και την αθλιότητα της μετεμφυλιακής Ελλάδας, όπως αυτή αποκρυσταλλώθηκε μέσα από το ελεεινό «πείραμα» της Μακρονήσου. Ο «Λοιμός», ωστόσο, είναι γραμμένος με τόση σοφία που υπερβαίνει κατά πολύ το ιστορικό του πλαίσιο και, στην ουσία, θίγει με τρόπο απαράμιλλο την ανθρώπινη ικανότητα για κτηνωδία αλλά και την ανθρώπινη αντοχή και αξιοπρέπεια.

Η νέα έκδοση του «Λοιμού» από τον Ποταμό περιλαμβάνει αναλυτικό και κατατοπιστικό επίμετρο του πεζογράφου Δημήτρη Χριστόπουλου. «Ο “Λοιμός”», γράφει, «πραγματεύεται σκοτεινές πτυχές της σύγχρονης ελληνικής Ιστορίας, συλλογικά και ατομικά τραύματα και επώδυνες μνήμες, με τρόπο όμως που θυμίζει ενίοτε την μπρεχτική αποστασιοποίηση, καθώς ο αφηγητής δεν ταυτίζεται εντελώς με τους υποτυπώδεις χαρακτήρες, αλλά επιμένει σε μια αφήγηση πέρα από χρονικά και τοπικά πλαίσια αρθρώνοντας ένα αφήγημα όπου καθίσταται δυσδιάκριτο το ιστορικό πλαίσιο ως υπόβαθρο της μυθοπλασίας, θυμίζοντάς μας τελικά πόσο λίγο απέχει το Σούνιο από τη Μακρόνησο, ο πολιτισμός από τη βαρβαρότητα –για να παραφράσουμε τον Τζορτζ Στάινερ– όταν ο δυτικός πολιτισμός υποκύπτει στο ένστικτο του θανάτου».

Ο «Λοιμός» κυκλοφόρησε το 1972, σε μια περίοδο κατά την οποία κυοφορήθηκε το πνεύμα πολιτικοποίησης που, αναπόφευκτα, κυριάρχησε αμέσως μετά την πτώση της δικτατορίας στην κοινωνική και πνευματική ζωή της χώρας. Ωστόσο, παρά τον έκδηλα πολιτικό χαρακτήρα του, το μυθιστόρημα μικρή σχέση έχει με το πνεύμα της εποχής εκείνης. Ο «Λοιμός» δεν περιείχε τίποτε απ’ όσα ζητούσε η Μεταπολίτευση: στόμφο, ρητορείες, έξαρση συναισθημάτων, ιδεολογικοποίηση της γραφής, στρατευμένη τέχνη, κοινωνική καταγγελία κ.λπ. Κατά κάποιον τρόπο το βιβλίο στέκει σαν μια παραφωνία στο πνεύμα της εποχής. Ο «Λοιμός», με τις τεχνικές του υπαινιγμού και τα εφιαλτικά του σχήματα, είναι όχι μόνο παράταιρος με κάθε τι «στρατευμένο» αλλά και εξόριστος – όσο εξόριστα είναι τα πρόσωπα που πρωταγωνιστούν. Ενα «εξόριστο» βιβλίο, λοιπόν, με θέμα την εξορία.

«Επιμένει σε μια αφήγηση», σχολιάζει ο Χριστόπουλος, «πέρα από χρονικά και τοπικά πλαίσια (…), θυμίζοντάς μας πόσο λίγο απέχει το Σούνιο από τη Μακρόνησο, ο πολιτισμός από τη βαρβαρότητα –για να παραφράσουμε τον Τζορτζ Στάινερ– όταν ο δυτικός πολιτισμός υποκύπτει στο ένστικτο του θανάτου».

Ας θυμηθούμε πώς ανοίγει, αλλά και πώς κλείνει το μυθιστόρημα. Η αρχή: «Κάποια μέρα που φυσούσε δυνατά, κάποιος ρώτησε: “Μπορώ να πιω νερό;”. Κι ήταν πολύ φυσικό γιατί έσκαβε από το πρωί, η άμμος έτριζε τα δόντια του και τα χείλια του είχαν ξεραθεί. Για να κάνεις όμως οτιδήποτε, πρέπει να σου το επιτρέψουν. Είναι νόμος».

Και το τέλος του μυθιστορήματος: «Τους οδήγησαν στην παραλία. Εκεί φέρανε και τα κασόνια με τις αγριόγατες που μάζεψαν στο βουνό. Εβαλαν τον καθένα σ’ ένα σακί και ρίξανε μέσα του και μια γάτα. Δέσανε σφιχτά το σακί με χοντρό σκοινί κι άρχισαν να χτυπούν τη γάτα. Υστερα βούτηξαν το σακί στη θάλασσα. Το τράβηξαν. Το βουτούσαν και το ξανατραβούσαν πολλές φορές. Ακούστηκαν πολλά γι’ αυτές τις επιχειρήσεις. Εγιναν κάπως κρυφά και διαδόθηκαν πολλές εκδοχές. Η αλήθεια όμως είναι ότι οι εκπληκτικοί εκείνοι άνθρωποι έζησαν».

«Τους οδήγησαν στην παραλία. Εκεί φέρανε και τα κασόνια με τις αγριόγατες που μάζεψαν στο βουνό. Εβαλαν τον καθένα σ’ ένα σακί και ρίξανε μέσα του και μια γάτα. Δέσανε σφιχτά το σακί με χοντρό σκοινί κι άρχισαν να χτυπούν τη γάτα. Υστερα βούτηξαν το σακί στη θάλασσα».

Τόσο απλά, τόσο δραστικά. Μια ξερή, παρατακτική αφήγηση, στακάτος διάλογος, καμία δραματοποίηση – μονάχα αυτό το επίθετο «εκπληκτικοί» ξεχωρίζει δίνοντας ένα απαραίτητο χρώμα ανθρωπιάς στην κτηνωδία. Κατά τον κριτικό Δημήτρη Ραυτόπουλο, «ο Αντρέας Φραγκιάς είναι ο κατεξοχήν μυθιστοριογράφος του μεταπολέμου. (…) Η πεζογραφία του Φραγκιά βρέθηκε μέσα στην κοίτη του κοινωνικού ρεαλισμού, χωρίς να παρασυρθεί στην κανονιστική εκτροπή του, τον “σοσιαλιστικό ρεαλισμό”. Αντίθετα, προχώρησε από τη διακριτική ανανέωση προς την ανατροπή των συμβατικών ορίων του ρεαλισμού, φέρνοντας το κοινωνικό μυθιστόρημα σε μια προσεκτική και αντιδογματική νεοτερικότητα».

Ο «Λοιμός» –το ξέρουμε καλά όλοι από τότε που κυκλοφόρησε το βιβλίο– αφηγείται τον εφιάλτη των εξορίστων στη Μακρόνησο (απ’ όπου πέρασε και ο συγγραφέας: ως 19χρονος στρατιώτης στάλθηκε εκεί εξαιτίας των «κοινωνικών του φρονημάτων» το 1950. Υπηρέτησε εκεί και με εξαίρεση μια άδεια ενός περίπου χρόνου επέστρεψε το 1952 για να τελειώσει το μαρτύριο ένα χρόνο μετά). Ωστόσο, ο «Λοιμός» πηγαίνει πίσω και πέρα από το ιστορικό γεγονός. Είτε πρόκειται για τη συγκέντρωση μυγών από τους εξόριστους είτε για την «εκπαίδευσή» τους σε βασανιστές (μερικές από τις πλέον καθηλωτικές σελίδες του βιβλίου), δεν υπάρχει ουσιαστική πλοκή παρά μια σειρά από εφιαλτικές εικόνες.

Ο Κάφκα στη Μακρόνησο-1
Μακρόνησος, 30 Ιουλίου 1950. Ο Αντρέας Φραγκιάς πρώτος από δεξιά. Οι εμπειρίες του εκεί του ενέπνευσαν τον «Λοιμό».

Ο εφιάλτης εδώ έχει κάτι έντονα καφκικό: όπως σε ένα εφιαλτικό όνειρο δεν αναρωτιέται ο ονειρευτής για το παράλογο των καταστάσεων που βιώνει, έτσι και στο σύμπαν του βιβλίου, ο εφιάλτης αποκτά έναν αμείλικτο, αλλόκοτο, γκροτέσκο ρεαλισμό, που δεν επιδέχεται καμία αμφισβήτηση. Υπό μία έννοια, ο «Λοιμός» της πεζογραφίας στέκεται πλάι πλάι με τα εφιαλτικά ποιήματα που έγραψε ο Μίλτος Σαχτούρης τα χρόνια που ο συγγραφέας βρισκόταν από τη Μακρόνησο, το «Θηρίο», τον «Στρατιώτη ποιητή» κ.ά.

Περίπου τρία χρόνια μετά την κυκλοφορία του «Λοιμού» ο Παντελής Βούλγαρης γύρισε την ταινία «Happy Day» στην οποία, και πάλι δίχως να κατονομάζεται, το σκηνικό είναι η Μακρόνησος (μάλιστα, η ταινία γυρίστηκε στη Μακρόνησο). Σε κουβέντα που είχα με τον Π. Βούλγαρη στο γραφείο που κάποτε διατηρούσε στα Εξάρχεια, για λογαριασμό του περιοδικού «Διαβάζω» το μακρινό 2002 (είχα στο τεύχος Φεβρουαρίου εκείνης της χρονιάς επιμεληθεί αφιέρωμα στον Φραγκιά και ειδικά στον «Λοιμό», απ’ όπου και ορισμένες από τις σκέψεις που αναπτύχθηκαν εδώ), μου είχε πει ότι η ιδέα για την ταινία ήταν κάτι ανεξάρτητο από το μυθιστόρημα, «όμως το ένα συνδέθηκε με το άλλο. Το οικογενειακό μου περιβάλλον είχε θύματα και από τις δύο πλευρές, κι από τότε που θυμάμαι τον εαυτό μου προσπαθώ να καταλάβω τι συνέβη όλη εκείνη την περίοδο. (…) Οταν λοιπόν κυκλοφόρησε το 1972 ο “Λοιμός” μέσα στη δικτατορία, είδα ότι ο Φραγκιάς οργάνωνε όλο αυτό το υλικό σε ένα φανταστικό στρατόπεδο (αυτό, υποπτεύομαι, είχε και πρακτικούς λόγους: το βιβλίο δεν θα περνούσε διαφορετικά από τις υπηρεσίες λογοκρισίας)».

Ο Κάφκα στη Μακρόνησο-2Ο Π. Βούλγαρης, που τόνισε πως «είχαμε όλοι μεγαλώσει με τα βιβλία του Φραγκιά», ζήτησε να συναντηθεί μαζί του. «Διαβάζοντας το βιβλίο είδα ότι η λύση της απόδοσης μιας διαχρονικής αλλοτρίωσης, του ανθρώπινου ευτελισμού όπου δεν κατονομάζεις άμεσα τα πράγματα, την οποία ακολουθούσε ο Φραγκιάς στον “Λοιμό”, ήταν αυτή που έπρεπε να ακολουθήσω κι εγώ. Μου έδινε μια ελευθερία, κυρίως να μπω πιο βαθιά στο θέμα μου.

»Ζήτησα και συναντήθηκα μαζί του. Γνώρισα έναν πολύ γλυκό, χαμηλότονο και ταπεινό άνθρωπο. Του μίλησα για την ταινία που ήθελα να κάνω και μου έδωσε την άδεια να χρησιμοποιήσω στοιχεία από το μυθιστόρημα. (…) Ο “Λοιμός” μού έδωσε με τον καλύτερο τρόπο την ψυχολογική διάσταση που αναζητούσα στο “Happy Day”. Μπορεί λοιπόν η ταινία να μην είναι μια καθαρή κινηματογραφική διασκευή του “Λοιμού”, έχει όμως συγκεκριμένα δάνεια από το μυθιστόρημα και γι’ αυτό το όνομα του συγγραφέα και ο τίτλος του βιβλίου αναφέρονται στους τίτλους της ταινίας».

Ο Αλέξανδρος Κοτζιάς είχε χαρακτηρίσει τον «Λοιμό» «έργο βαρυσήμαντο» και «αριστουργηματικό». Αλιεύουμε εδώ από την κριτική ενός άλλου μεγάλου μας πεζογράφου για έναν ακόμη λόγο: Κοτζιάς και Φραγκιάς συνυπήρξαν δημοσιογράφοι στα γραφεία της «Κ» στην οδό Σωκράτους. Ο Κοτζιάς είχε την ευθύνη των φιλολογικών σελίδων της «Κ» από το 1975 έως το 1981.

Ο Φραγκιάς ασχολήθηκε με τη δημοσιογραφία αμέσως μετά την απόλυσή του από τη Μακρόνησο. Στην «Κ» ήρθε πριν τη δικτατορία, κατά τη διάρκεια της οποίας η «Κ» έκλεισε, και επανήλθε το 1974 και εργάστηκε έως τα χρόνια της αγοράς του εντύπου από τον Γιώργο Κοσκωτά, οπότε και παραιτήθηκε.  Εγραψε μονάχα μυθιστορήματα, συνεργάστηκε με το περιοδικό «Αντί», τιμήθηκε με κρατικά βραβεία Λογοτεχνίας.

Ο Κάφκα στη Μακρόνησο-3
comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT