TED HUGHES
Κόραξ
Από τη ζωή και τα τραγούδια του Κόρακα
μετάφραση-επίμετρο: Ορφέας Απέργης
εκδ. Gutenberg, 2024, σελ. 208
Τα ποιήματα του Κόρακα συνθέτουν μιαν εποποιία του κακού, ούτε στομφώδη όμως ούτε βαρύγδουπη. Το κακό, εκπροσωπούμενο από το μαύρο πουλί, παρουσιάζεται παραμυθένιο, μαγικό, με ποιητική χάρη και χιούμορ. Τα 55 ποιήματα της συλλογής που εκδόθηκε αρχικά το 1970, συν τα 30 σκόρπια «κορακόθεμα», που περιλήφθηκαν αργότερα στη συγκεντρωτική έκδοση ποιημάτων του δαφνοστεφούς αλλά στιγματισμένου Τεντ Χιουζ (1930-1998), τεκμαίρουν άριστα το τι μπορεί να καταφέρει η ποίηση στις μέρες μας. Πλούσιες εικόνες, ρυθμικές και υφολογικές εναλλαγές που συγκροτούν ένα νοητό υπερθέαμα, φαντασμαγορικές διακειμενικότητες. Ολα αυτά, βέβαια, είμαστε σε θέση να τα παρακολουθήσουμε στην ελληνική μετάφραση, επειδή η εργασία του Ορφέα Απέργη είναι επίτευγμα πέρα από τα συνηθισμένα. Το γνωστό πληθωρικό ταλέντο του ποιητή Απέργη (γεν. 1974), με έντονα εικαστικά αλλά και θεατρικά-επιτελεστικά χαρακτηριστικά, διεκδικεί την κατά Χιουζ επική διάσταση για λογαριασμό της καινούργιας ελληνικής ποίησης, συνδυαζόμενο εδώ με βαθιά μελέτη και γνώση της βρετανικής γραμματείας και των εικαστικών. Αν στην εντυπωσιακή ποιότητα της μετάφρασης προσθέσουμε την εκδοτική πλαισίωση, που περιλαμβάνει εισαγωγικό κριτικό δοκίμιο της σημαντικής Μαρίνας Γουόρνερ, όπως αυτό συνόδευσε την αγγλική επετειακή έκδοση του 2020, συν αναλυτικές σημειώσεις που απαντούν (και) σε μεταφραστικά διλήμματα, καθώς και κοφτερό κριτικό επίμετρο εκ μέρους του μεταφραστή, με ενδιαφέρουσες συγκριτολογικές παρατηρήσεις – ιδού τα συστατικά με τα οποία φτιάχτηκε ένα βιβλίο αξίας.
Ανοιχτές πληγές
Ας επιστρέψουμε στον Κόρακα και στον ποιητή του. Επρόκειτο για «μεγαλόπνοο σχέδιο», «στα χνάρια μιας Θείας Κωμωδίας», γράφει η Γουόρνερ. Ο Χιουζ ξεκίνησε την αναμέτρηση μαζί του ήδη από τη δεκαετία του ’50, στη διάρκεια του γάμου του με τη Σύλβια Πλαθ. Το μεγαλόπνοο σχέδιο δεν ολοκληρώθηκε, η Πλαθ αυτοκτόνησε και λίγα χρόνια αργότερα, αυτοκτόνησε η επόμενη σύντροφος του Χιουζ, η Ασια Ουέβιλ, παίρνοντας μαζί στον θάνατο και τη μικρή κόρη τους Σούρα. Το ιδιωτικό σκηνικό θα αρκούσε, λοιπόν, με το παραπάνω, ως βιογραφικό υπόβαθρο για ποιήματα της βίας, του θανάτου, της σήψης, της φρίκης, της ματαιότητας και της ασχήμιας, όπως είναι αυτά του Κόρακα. Οπως όμως είδαμε, ο Χιουζ σχεδίασε το έργο πολύ πριν ξεσπάσουν αυτές οι μπόρες στη ζωή του – μαζί άλλωστε με τις γνωστές κατηγορίες περί ηθικής αυτουργίας που του αποδόθηκαν και του αποδίδονται από μέρος της κριτικής και του κοινού. Η μεταπολεμική συνθήκη που περιλαμβάνει το Ολοκαύτωμα και την Ευρώπη σε ερείπια, αλληλεπιδρά γόνιμα με τα ιδιωτικά σκοτάδια. Το κακό μέσα στον άνθρωπο έχει εξωτερικευθεί με τρόπο μοναδικό. Σε αυτή τη διάχυτη εμπειρία έρχεται να προστεθεί και ένα κομμάτι οικογενειακής ιστορίας, που περιλαμβάνει ακραίες εμπειρίες του πατέρα του Χιουζ από τον Α΄ Παγκόσμιο Πόλεμο, στον οποίο εκείνος πήρε μέρος. Σύμφωνα με τη μαρτυρία του ποιητή, οι σχετικές, επίσης φρικιαστικές αφηγήσεις, συνόδευαν τακτικά το οικογενειακό τραπέζι. «Πάντως, και ενοχή να υπάρχει», σημειώνει ο Απέργης στο επίμετρο, «ο Χιουζ με τον Κόρακα μοιάζει να τη θεματοποιεί». Ας μην πηγαίνει ο νους μας μονάχα στο προφανές, την όποια ενοχή του δηλαδή για τις αυτοκτονίες. Ας σκεφθούμε την ενοχή στη ρίζα της ανθρώπινης προσωπικότητας, όπως την έδειξε ο Φρόιντ και η ψυχανάλυση. Ας σκύψουμε, π.χ., πάνω από το «Τραγούδι για ένα φαλλό», που αναδιηγείται τον οιδιπόδειο μύθο με τον δαιμονικό τρόπο ενός μεσαιωνικού γελωτοποιού. Αρχίζει έτσι: «Ηταν ένα αγοράκι ο Οιδίπους/ Μες στην κοιλίτσα της Μαμάς/ Για να μη βγει του έχτισε τις εξόδους/ Ο απαίσιος Μπαμπάς. Μαμά Μαμά».
Η «πτώσις»
«Παλιά, όταν ο Κόρακας ήτανε άσπρος, αποφάσισε ότι ο ήλιος παραήτανε άσπρος», ξεκινάει το ποίημα «Η πτώσις του Κόρακος». Και πιο κάτω: «Αποφάσισε να του επιτεθεί και να τον νικήσει.» «Στο άκουσμα της πολεμικής κραυγής του, τα δέντρα ξάφνου γεράσανε./ Οι σκιές κοντύνανε./ Αλλά ο ήλιος έλαμψε πιο δυνατά – / Ελαμψε πιο δυνατά, και ο Κόρακας επέστρεψε κάρβουνο, κατάμαυρος./ Ανοιξε το στόμα του αλλά το μόνο που βγήκε ήτανε κάρβουνο, κατάμαυρο./ “Εκεί ψηλά”, κατάφερε να πει,/ “Εκεί όπου το άσπρο είναι μαύρο και το μαύρο άσπρο, κέρδισα”».
Διακρίνεται εδώ αυτό που η Γουόρνερ χαρακτηρίζει βύθιση του Χιουζ «σε μια χύτρα από ειδωλολατρικούς θρύλους και δοξασίες». Ο ίδιος, πάντως, αφιερώνει το βιβλίο «στη μνήμη της Ασια και της Σούρα».

