Δεν είναι λίγοι οι αξιόλογοι θεατρικοί δημιουργοί που αποτυγχάνουν στη διασκευή ενός κλασικού έργου· που προσπαθούν να το φέρουν υπερβολικά στα μέτρα τους ή που αντιθέτως δείχνουν υπέρμετρο «σεβασμό» και φοβία με αποτέλεσμα μια στείρα αναπαραγωγή. Στον «Φάουστ» του Αρη Μπινιάρη, όταν η αρχική αργόσυρτη σκηνή της ψυχανάλυσης κατέληξε σε ένα εντυπωσιακό zoom out, αρχίσαμε να καταλαβαίνουμε ότι η παράσταση που ανεβαίνει αυτές τις μέρες στην Κεντρική Σκηνή του Εθνικού Θεάτρου δεν πάσχει από τέτοιου είδους ασθένειες. Αυτό που ακολούθησε ήταν 100 λεπτά, κατά τα οποία το θεατρικό θέαμα παντρεύτηκε σχεδόν υποδειγματικά με ένα από τα σπουδαιότερα κείμενα της μοντέρνας δυτικής σκέψης.
Ηταν λογικό ο σύγχρονος «Φάουστ» του Μπινιάρη να ξεκινήσει στο γραφείο του ψυχαναλυτή, εκεί όπου ο σημερινός άνθρωπος καταφεύγει για να εξομολογηθεί μύχιους φόβους, επιθυμίες και πάθη, αναζητώντας τη λύτρωση. Οταν βέβαια ο επιστήμων αλλάζει το κοστούμι του με τη δαιμονική φορεσιά του Εωσφόρου, ένα συναρπαστικό, όσο και επικίνδυνο ταξίδι ξεκινάει, καθώς η γνωστή… συμφωνία οδηγεί τον ήρωα στην υπαρξιακή του Οδύσσεια. Η τελευταία σχεδιάζεται από τον Μπινιάρη σαν πέρασμα από «πίστες», με τον βασανισμένο Φάουστ να παραδέρνει από τους φόβους, στις ενοχές και τους πειρασμούς, πριν καταλήξει στη φωτεινή αγκαλιά του έρωτα για την αγαπημένη του Μαργαρίτα.
Ο Μιχάλης Βαλάσογλου σηκώνει παλικαρίσια το δραματικό –και σωματικό– βάρος του κεντρικού ρόλου, καθώς ο Μπινιάρης τον εκτοξεύει μέσα σε έναν οπτικό και μουσικό κυκλώνα, εκμεταλλευόμενος τα θαυμαστά προτερήματα της Κεντρικής Σκηνής, αλλά και την άρτια σκηνογραφία και κοστούμια του Πάρι Μέξη· κυρίως επενδύει στην προσωπική του τόλμη –θυμίζοντας και κάτι από τα πρώτα του έργα– ώστε να κάνει δικό του ένα τόσο σπουδαίο έργο και να του αποδώσει χαρακτήρα τελετουργίας.
Προφανώς δεν λειτουργούν όλες οι σεκάνς το ίδιο καλά, όμως καμιά τους δεν μοιάζει να στερείται έμπνευσης ή μελέτης. Εκείνη του θρησκευτικού τρόμου έχει μια οσμή από το δικό του «Σαλό, 120 μέρες στα Σόδομα», που είδαμε πέρυσι στην Εναλλακτική Σκηνή της ΕΛΣ. Αυτή του μαγικού ποτού που ανοίγει τους ορίζοντες της συνείδησης, εδράζεται σε σαγηνευτικές αποικιοκρατικές αφηγήσεις, ενώ η (κορυφαία) του διονυσιακού χορού-σμιξίματος προς το φινάλε φέρνει στον νου των σινεφίλ το «Μεσοκαλόκαιρο» του Αρι Αστερ. Κοινή συνισταμένη είναι η δημιουργική χρήση της μουσικής, η οποία συχνά εισάγει μια καινούργια λούπα («Μ’ αγαπά, δεν μ’ αγαπά») περίπου από το τίποτα, χρησιμοποιώντας την ως όχημα μετάβασης στην επόμενη φάση του ταξιδιού του ήρωα.
Ο μόνος σοβαρός «κίνδυνος» με τον «Φάουστ» του Μπινιάρη είναι ο θεατής να παρασυρθεί από τη γοητεία της εικόνας που αντικρίζει και να μη δώσει έτσι την απαραίτητη προσοχή σε ένα κείμενο που περιγράφει μοναδικά τις πιο αρχέγονες αγωνίες της ανθρώπινης ύπαρξης. Παρ’ όλα αυτά κι εδώ ο Ελληνας δημιουργός τείνει χείρα βοηθείας, ρίχνοντας τους ρυθμούς όταν αυτό είναι απαραίτητο και οδηγώντας μας σε ένα φινάλε, όχι φυσικά λυτρωτικών απαντήσεων αλλά μιας γλυκόπικρης συνειδητοποίησης, ασορτί με την ίδια τη ζωή.

