Το όνομα «Κεραμεικός» και μόνο αρκεί για να βυθιστεί κανείς σε μια ρομαντική καταβύθιση στην ιστορία των αθηναϊκών συνοικιών. Σε εκείνο το τρίγωνο που σχηματίζει η Κωνσταντινουπόλεως με την Ιερά Οδό, όσα σπίτια επιβιώνουν από την παλιά γειτονιά είναι εκεί για να απελευθερώνουν τους ατμούς μιας ατμόσφαιρας. Μόνο οι γραμμές του τρένου χωρίζουν στο σημείο όπου βρισκόμουν τη συνοικία του Κεραμεικού από τη συνοικία του Βοτανικού και ακόμη και ένας μέτοικος, ένας ξένος, ένας πρόσκαιρος επισκέπτης θα μπορούσε να νιώσει ότι σε αυτό το κομμάτι της πόλης υπάρχουν ιστορίες που ποτίζουν τη γη.
Είχα επιβραδύνει τα βήματά μου μπροστά στο μεγάλο σπίτι που γέμιζε το οπτικό μου πεδίο στην οδό Παραμυθιάς 47. Και ήταν ένα παράδοξο καθώς αυτό το εντυπωσιακό, κλειστό και έρημο αρχοντόσπιτο βρισκόταν ανάμεσα σε ένα μονώροφο γωνιακό ερείπιο (προς την οδό Αγίου Ορους) και σε ένα ενδιαφέρον κτίριο σύγχρονης αρχιτεκτονικής στον αριθμό 45. Πιο κάτω στον αριθμό 43, η επιτομή της νεοελληνικής πραγματικότητας, επάλληλα διαμερίσματα, κλειστό μαγαζί στο ισόγειο, γιαπί στο διηνεκές στη γωνία.
Είχα, με άλλα λόγια, μπροστά μου μια βεντάλια ελληνικής ζωής, σε ετερόκλητες εκδοχές από διαφορετικές κοινωνικές και αισθητικές αφετηρίες του 20ού αιώνα. Παρέμεινα ωστόσο προσκολλημένος στη μελέτη του ψηλού σπιτιού στον αριθμό 47. Αξίζει να το παρατηρήσει κάθε διαβάτης από την οδό Παραμυθιάς. Θα πρέπει να χτίστηκε στη δεκαετία του 1920. Είναι δηλαδή ένα σπίτι αιωνόβιο μιας μεσοαστικής στάθμης, που μας υπενθυμίζει την κοινωνική ποικιλία που υπήρχε σε πολλές συνοικίες της Αθήνας.
Σπίτια αστικά δίπλα σε άλλα ταπεινά, δίπλα σε ταβέρνες, κρασοπουλειά και αποθήκες, δίπλα σε οικόπεδα, σε καφενεία, σε καρβουνάδικα και σε μικρά νοικοκυρόσπιτα. Χωματόδρομοι, πλανόδιοι πωλητές, παιδιά στον δρόμο.
Παρέμεινα προσκολλημένος στη μελέτη του ψηλού σπιτιού στον αριθμό 47. Θα πρέπει να χτίστηκε στη δεκαετία του 1920. Ενα σπίτι αιωνόβιο που υπενθυμίζει την κοινωνική ποικιλία που υπήρχε σε πολλές συνοικίες της Αθήνας.
Αυτό εδώ μπροστά μου ήταν ένα σπίτι για μεσοαστούς. Από το άνοιγμα της επιβλητικής πράσινης ξυλόγλυπτης εξώθυρας (με λεηλατημένα τα ρόπτρα, με κλειδωνιά-θηλιά στις σιδεριές του φεγγίτη), μπορεί να δει κανείς ανενόχλητος το εσωτερικό. Στο δάπεδο αχνοφαίνονται τα πλακάκια, ρόδακες τετράφυλλοι σε χρώμα βερικοκί μέσα σε μαύρο κύκλο που σχηματίζει νευρώνες στο λευκό φόντο. Τα περισσότερα από τα πλακάκια είναι ραγισμένα. Θα διασωθούν άραγε κάποια από αυτά; Τα σκαλοπάτια της εισόδου οδηγούν στον προθάλαμο. Αριστερά και δεξιά οι χώροι υποδοχής. Στο βάθος η δίφυλλη κρεμ πόρτα με τα καΐτια στέκει μισάνοιχτη και μας επιτρέπει να δούμε την πίσω μπαλκονόπορτα της κάμαρας στο βάθος που βγάζει στην αυλή.
Και ω του θαύματος! Στέκεις εκεί βουβός να νιώσεις τη σοφία των παλιών μαστόρων και τον φυσικό κλιματισμό. Σε μια ευθεία, ο ένας φεγγίτης οδηγούσε στον επόμενο, σχηματίζοντας έναν διάδρομο αερισμού και φωτισμού από την εξώπορτα ώς την μπαλκονόπορτα του κήπου. Αυτά τα διαμπερή αρχοντόσπιτα είχαν συμπυκνώσει μια φιλοσοφία καθημερινότητας. Ο αέρας κυκλοφορεί, το φως επίσης. Ψηλά, στην οροφή του προθάλαμου διακρίνω τις γύψινες διακοσμήσεις. Είναι «μαργαριτάρια», κόμποι-περιδέραιο που στεφανώνουν σαν γιρλάντες την υποδοχή του κρεμαστού φωτιστικού.
Στο πλάι του σπιτιού υπάρχει μια θαυμάσια καγκελόπορτα με τα αρχικά Α Κ Π. Οδηγεί με σκάλα στον επάνω όροφο. Ισως ήταν διπλοκατοικία. Η πρόσοψη του σπιτιού σε βυθίζει σε σκέψεις για την αρμονία εκείνης της συνθήκης που έμοιαζε επί δεκαετίες να λειτουργεί για την αθηναϊκή γειτονιά. Ψηλά στον όροφο κάτω από τη στέγη, διακοσμητικές κάθετες ραβδώσεις που παραπέμπουν στο ύφος του Jugendstil. Τα παραθυρόφυλλα, άλλα μισάνοιχτα, άλλα κλειστά, άλλα κουφωτά. Ιστορίες κρυφές στον Κεραμεικό.

