«Σε έναν κόσμο όπου η προπαγάνδα και ο λαϊκισμός κερδίζουν και πάλι έδαφος, η ανυποχώρητη αντίσταση του Οσκαρ μας υπενθυμίζει τη δύναμη της ατομικής φωνής –όσο μικρή κι αν είναι– να αντισταθεί στην καταπίεση και να απαιτήσει λογοδοσία», λέει στην «Κ» ο Γερμανός ηθοποιός Νίκο Χόλονικς.
Ο πρωταγωνιστής της παράστασης «Το τενεκεδένιο ταμπούρλο» του Γκίντερ Γκρας, στο ιστορικό Berliner Ensemble, είναι ένας από τους 26 μόνιμους ερμηνευτές στον πυρήνα αυτού του μακροβιότατου θεατρικού οργανισμού. Το Berliner Ensemble και ο Μπέρτολτ Μπρεχτ είναι πράγματα συνώνυμα για το γερμανικό θέατρο.
Περνώντας την είσοδο του νεομπαρόκ κτιρίου επί της Bertolt Brecht Platz 1, μια μεγάλη ασπρόμαυρη φωτογραφία ενός νεαρού και κοντοκουρεμένου Μπρεχτ υποδέχεται τους θεατές. Περιμένουμε στο φουαγιέ ανάμεσα σε θεατές κάθε ηλικίας –από νεαρά παιδιά έως κομψούς υπερήλικες– μέχρι να χτυπήσει το τρίτο κουδούνι, κάτι που συμβαίνει με τον παραδοσιακό τρόπο: ένας εργαζόμενος είναι επιφορτισμένος με τη δουλειά. Πριν τακτοποιηθούμε στα βελούδινα, ανανεωμένα, αναπαυτικά καθίσματα, κάνουμε μια βόλτα στο πωλητήριο. Εκτός των άλλων πουλάει ακόμη κουτιά σπίρτων με το λογότυπο του θιάσου, τιμώντας μάλλον το πάθος του Μπρεχτ για το κάπνισμα.Ανάμεσα σε όσους –όμως κι εμείς– έχουν επιλέξει τις θέσεις του πρώτου εξώστη, ώστε να διαβάζουν εύκολα τους αγγλικούς υπέρτιτλους, βρίσκονται αρκετοί τουρίστες και πολλοί γερμανόφωνοι. Τα αστεία και τα σχόλια που εκτοξεύει ο Οσκαρ Μάτζερατ (Χόλοκινς) προς το κοινό βρίσκουν τον στόχο τους πρώτα στην πλατεία και στη συνέχεια το γέλιο φτάνει μέχρι τον πρώτο όροφο. Είναι φανερό πως ακόμη και εκτός κειμένου, αυτοσχεδιάζοντας, ο Οσκαρ μπορεί να κάνει τους γύρω του να νιώθουν άβολα. Η παράσταση που σκηνοθετεί ο διευθυντής του Berliner Ensemble Ολιβερ Ρις διαρκεί σχεδόν δύο ώρες και βασίζεται στο περιβόητο στην εποχή του –τέλη της δεκαετίας του ’60– ομώνυμο μυθιστόρημα του νομπελίστα Γκίντερ Γκρας, ορόσημο της γερμανικής μεταπολεμικής λογοτεχνίας. Από τη γέννησή του ο Οσκαρ Μάτζερατ αναγνωρίζει τον κόσμο ως καταστροφή, και τον απορρίπτει. Μόνο το τενεκεδένιο ταμπούρλο που του υπόσχεται η μητέρα του δίνει μια αποδεκτή προοπτική επιβίωσης. Ετσι, στα τρίτα γενέθλιά του ο Οσκαρ αποφασίζει να μη μεγαλώσει πια. Από τη σκοπιά του παρατηρητή περιγράφει την άνοδο της φασιστικής σκέψης και δράσης, κάνει αναφορές για τη μοιχεία και τη νύχτα του Πογκρόμ και συνδέει την ιδιωτική, προσωπική, ιστορία με τη μεγάλη ιστορική αφήγηση. Είναι μάρτυρας, απόκληρος, αλλά και συμμετέχων σε έναν κόσμο που οδηγείται προς το Ολοκαύτωμα.
«Ο Οσκαρ είναι ένας χαρακτήρας που αντιστέκεται στον κόσμο –δυνατός, οξύς, συχνά δυσάρεστος– αλλά παραμένει εύθραυστος. Το να τον ζωντανέψεις στη σκηνή συνεπάγεται μια διαρκή αιώρηση μέσα σε αυτήν την εσωτερική αντίφαση», σχολιάζει ο Νίκο Χόλονικς. «Μεγαλύτερη δυσκολία είναι να εξισορροπήσει κανείς τα άκρα του: την πρόκληση και την ευαλωτότητα. Η πρόκληση έγκειται στο διαρκές χτύπημα του ταμπούρλου, στις αιχμηρές παρατηρήσεις, στην περιφρόνησή του. Αλλά κάτω από τον θόρυβο υπάρχει μια εύθραυστη ψυχή που αναζητά προστασία, που αρνείται να μεγαλώσει για να αποφύγει την ευθύνη και τη φρίκη του κόσμου των ενηλίκων».
«Και τι κάνει τον Οσκαρ να παραμένει αξιολάτρευτος και αξιομίσητος, 60 χρόνια μετά τη λογοτεχνική γέννησή του;», ρωτάμε τον Γερμανό ηθοποιό. «Μέσα από αυτόν τον θεατρικό μονόλογο, ο Οσκαρ γίνεται καθρέφτης, αντανακλώντας τις αγωνίες μας για την εξουσία, τη συνενοχή και την κυκλική φύση της ιστορίας. Ο ανελέητος μικρός τυμπανιστής διακόπτει τη σιωπή απαιτώντας να αντιμετωπίσουμε άβολες αλήθειες. Η παράσταση κρατάει το κοινό δέσμιο όχι μόνον μέσω της εκκεντρικής αφήγησης, αλλά και μέσω του επείγοντος μηνύματός της: η απάθεια είναι κίνδυνος όταν η εξουσία απειλεί να φιμώσει τους διαφωνούντες. Σήμερα, καθώς γινόμαστε μάρτυρες της ανόδου δεξιών κινημάτων, δικτατόρων και αυταρχισμών σε όλο τον κόσμο, η περιφρόνηση του Οσκαρ είναι τρομερά σημαντική».

