Χειμέριος χρόνος

Στο Περιβόλι, ένα χωριό στα βουνά της Πίνδου, ένας νεαρός άνδρας, ολομόναχος στην ερημιά, αναμετριέται με τον χειμώνα του 1989. Είναι ο φύλακας του χωριού. Φυλούσε σκοπιά στην ερημιά. Οι άλλοι κάτοικοι κατέβηκαν με τα κοπάδια τους στον κάμπο να ξεχειμωνιάσουν

χειμέριος-χρόνος-563529136 Το χιόνι που πέφτει ακατάπαυστα, σβήνοντας τις αιχμές της αληθινής ζωής, υποβάλλει με την παρουσία του τη σκηνογραφία του μυθιστορήματος.
Το χιόνι που πέφτει ακατάπαυστα, σβήνοντας τις αιχμές της αληθινής ζωής, υποβάλλει με την παρουσία του τη σκηνογραφία του μυθιστορήματος.

ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΚΑΡΑΚΙΤΣΟΣ
Αυτός ο χειμώνας
εκδ. Αντίποδες, σελ. 184

Στο Περιβόλι, ένα χωριό στα βουνά της Πίνδου, ένας νεαρός άνδρας, ολομόναχος στην ερημιά, αναμετριέται με τον χειμώνα του 1989. Είναι ο φύλακας του χωριού. Φυλούσε σκοπιά στην ερημιά. Οι άλλοι κάτοικοι κατέβηκαν με τα κοπάδια τους στον κάμπο να ξεχειμωνιάσουν. Από αρχές Οκτωβρίου μέχρι μέσα Φεβρουαρίου, ο Στέργιος περιπλανιέται με το δίκαννό του στο αρχέγονο τοπίο, ανάστατος από την προσμονή μιας συντριπτικής συγκίνησης. Το δίκαννο ήταν του πατέρα του και έφερε μια χαρακιά που μνημείωνε τη μοναδική συνάντηση του πατέρα του με μια αρκούδα.

Μια αρκούδα αποζητά και ο Στέργιος, διότι σε αυτήν αναγνώριζε την ψυχή του δάσους. Ως φύλακας είχε χρέος με δυο τουφεκιές να τη διώξει από το χωριό, αλλά ως Στέργιος είχε ανάγκη να τη συναντήσει, όπως είχε ανάγκη τα στοιχειά του βουνού για να ξορκίζει τη μοναξιά.

Μυσταγωγική αναμέτρηση

Από τα περίεργα βιβλία του Δημήτρη Καρακίτσου αυτό είναι το πιο περίεργο. Στις σελίδες σπιθίζει μια καθάρια, στίλβουσα απλότητα, σαν σιγή. Είναι η σιωπή της συνομιλίας ενός ανθρώπου με τον εαυτό του. Μια μυσταγωγική αναμέτρηση. Στα προηγούμενα βιβλία του Καρακίτσου (χαρακτηριστικά τα «Βένουσμπεργκ», «Ιστορίες της Μάντσας» και «Ο δον υπαστυνόμος») λυσσομανούσε ένας ξέφρενος παραλογισμός, που παρωδούσε τη λογοτεχνική γραφή και τις συμβάσεις της. Τώρα τα πάντα έχουν καταλαγιάσει. Το χιόνι πέφτει ακατάπαυστα, σβήνοντας τις αιχμές της αληθινής ζωής, ακόμη και την ανάμνησή της. Ο Στέργιος ιχνηλατεί ένα τραχύ ψυχικό τοπίο, την ψυχική του ερήμωση. Ηταν ένας ερημίτης που τα έλεγε με τον εαυτό του, έστω κι αν ψέματα έλεγε. Το χιόνι μεταμόρφωνε τα πράγματα σε ασαφή σχήματα. «Μιλούσε στα σχήματα και περπατούσε σέρνοντας τα πόδια στο χιόνι». «Σιωπή αδιατάρακτη, μόνο τα πόδια του που σβάρνιζαν τα πεσμένα φύλλα». Και ο αντίλαλος του ανέμου, «σαν ένα στοιχειό που επιτηρεί την ερειπωμένη του επικράτεια».

«Είναι βαρύ πράγμα το χιόνι. Οσο χιόνι και να ρίξει, το μισό πέφτει στην ψυχή σου. Σε πλακώνει και ούτε ανάσα δεν μπορείς να πάρεις». Ο Στέργιος βρισκόταν αποκλεισμένος σε μια απέραντη χώρα. «Μια χώρα που δεν τελειώνει πουθενά. Που έχει φυλακίσει μέσα της όλη τη μοναξιά, όλη τη σιωπή του κόσμου». Ο αργοκίνητος χρόνος έσερνε πίσω του άσχημες σκέψεις. Ο Στέργιος, με ψέματα, με ξεγελάσματα, με ανακλήσεις μύθων και ξεθυμασμένων παλιών ιστοριών, πάλευε να τις διώξει, έτσι ώστε μόνο ο άδειος χρόνος να είναι εκκρεμότητα. Οι σκέψεις δεν ωφελούν. Πλακώνουν το μυαλό κι έπειτα καταρρέουν. «Καταρρέουν την κρίσιμη στιγμή». Οι ωφέλιμες σκέψεις αφορούσαν τις δουλειές που έπρεπε να κάνει, να φτιάξει καφέ, να μαγειρέψει, να καθαρίσει, να πλυθεί, να καπνίσει, να βγει να περπατήσει, να κυνηγήσει. «Αν κυλήσεις σε άλλες σκέψεις θα σε πάρει από κάτω, θα τρελαθείς».

Ο Καρακίτσος υποδηλώνει μαεστρικά τη συστοιχία ανάμεσα στην ερημιά του δάσους και στην ερημία του άνδρα. Οι ξέπνοες, υπνώδεις φράσεις μεταδίδουν τη βασανιστική βραδυπορία του χρόνου. Μες στη χιονένια απεραντοσύνη, όπου βοούν πανάρχαιοι θρύλοι, αντικαθρεφτίζονται παραμυθένια απεικάσματα. Νεράιδες, καλικάντζαροι, δαίμονες, χρυσά φλουριά, κυνηγοί μετενσαρκωμένοι σε ζαρκάδια και γίγαντες ξυλοκόποι. Η φύση σιγούσε, μοχθηρή, ερμητική και μαγευτική. Ο Στέργιος ένιωθε το τοπίο να τον σφίγγει με βία στην αγκαλιά του. Ηθελε να μείνει για πάντα εκεί. «Να ξαπλώσει και να πάρει κουβέρτα το τοπίο». Οταν η σιωπή γινόταν αφόρητη έριχνε μια τουφεκιά στη νύχτα. Στους άδειους νυχτωμένους δρόμους όλα έμοιαζαν διάφανα και παλλόμενα. «Πίσω από τα αραιά σύννεφα έλαμπε η Μικρή Αρκτος. Εκείνη θα έβρισκαν τα σκάγια αν τα αστέρια της ήταν ένα κοπάδι πουλιά». Μια φασματική άρκτο θήρευε ο Στέργιος με το δίκαννό του.

Μύχιος χιονιάς

Το βιβλίο του Καρακίτσου μοιάζει με απρόσμενη αιθρία στην κεραυνώδη πεζογραφία του. Τρανή απόδειξη πως ένας συγγραφέας με ευφυή γραφή μπορεί να κινηθεί στα άκρα δίχως να χάσει τίποτα από τη δυναμική του. Τα γκροτέσκα φαντασιοκοπήματα και οι παραφρονημένες γλωσσοπλασίες των προηγούμενων έργων του έρχονται τώρα να σαρωθούν από την επέλαση ενός μύχιου χιονιά, που επιβάλλει στη γραφή μια ριγηλή σιγή. Υιοθετώντας το πνεύμα του βιβλίου, θα έλεγα πως ο αιφνιδιασμός είναι το πιο καίριο φυσίγγι σε μια συγγραφική θαλάμη.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT