Ωραίο πράγμα ο αυτοσαρκασμός. Οταν αφορά μια ολόκληρη χώρα και τις καιροσκοπικές πτυχές του πολιτικού της συστήματος, αναδεικνύει ένα σωρό στραβά και ανάποδα γνωρίσματά τους, μέσα από ένα χιούμορ διεισδυτικό και σχεδόν παρηγορητικό. Που όχι μόνον αναδεικνύει την κωμική όψη προσώπων και πραγμάτων, αλλά και την προσπερνάει αισιόδοξα, υπονοώντας τη δυνατότητα καλύτερων επιλογών. Και ενώ δεν είναι βέβαιο ότι αυτό είχε κατά νουν ο Γιώργος Καπουτζίδης όταν έγραφε την κωμωδία «Η Καρυάτιδα!», που αυτές τις ημέρες παίζεται στο Εθνικό Θέατρο, το έργο, στην αρχή τουλάχιστον, προκαλεί αβίαστα το γέλιο, μαζί με κάποιες σκέψεις για το πώς διαχειριζόμαστε την πολιτιστική μας κληρονομιά, όταν μάλιστα αυτή βρίσκεται όντως στα χέρια μας. Η «Καρυάτιδα!» δηλαδή, με αυτό το παιχνιδιάρικο θαυμαστικό στον τίτλο, μοιάζει ίσως να μας προειδοποιεί για όσα μπορεί να ακούσουν τα αυτάκια μας εάν επιστρέψουν τα Γλυπτά του Παρθενώνα.
Η έξυπνη υπόθεση του έργου συνοψίζεται ως εξής: στο γραφείο της ματαιόδοξης, υπερφίαλης και παντελώς άσχετης με το αντικείμενό της υπουργού Πολιτισμού (την υποδύεται ξεκαρδιστικά η Αγορίτσα Οικονόμου), δεσπόζει η έκτη Καρυάτιδα, που έχει μόλις επιστρέψει ανέλπιστα στην Ελλάδα από το Βρετανικό Μουσείο. Μέσα στην πρεμούρα της να εντυπωσιάσει τους πάντες, η υπουργός προκαλεί στο αρχαίο γλυπτό την πιο κωμικοτραγική ζημιά που θα μπορούσε να του τύχει: το σπάει σε κομμάτια. Αμέσως προσπαθεί να ενοχοποιήσει τον γραμματέα της (Μιχάλης Πανάδης), όμως ενόψει της πολυαναμενόμενης συνέντευξης Τύπου για την επιστροφή του αγάλματος, δεν μπορούν να γίνουν πολλά. Ο αγροίκος αρχηγός (Δρόσος Σκώτης) του συγκυβερνώντος ακροδεξιού κόμματος που έβαλε την υπουργό Πολιτισμού στην κυβέρνηση, καταφτάνει στο υπουργείο, όπως και ο αυτάρεσκος και επιρρεπής στις παρακολουθήσεις πρωθυπουργός (Στέλιος Ξανθουδάκης), μαζί με την αδίστακτη σύμβουλό του (Μαρία Φιλίνη). Οι σχέσεις τους είναι συμφεροντολογικές και κανείς δεν θέλει να χάσει άλλη μία τετραετία για ένα «κωλοάγαλμα». Εύκολα λοιπόν ρίχνουν την ευθύνη σε άλλους, πιο αδύναμους, και συγκεκριμένα σε μια ευαισθητοποιημένη αρχαιολόγο (Ασημίνα Αναστασοπούλου) και έναν street artist (Σωτήρης Μανίκας) που έτυχε να περνάει από κάτω.
Οσο διασκεδαστικό και αιχμηρό όμως είναι το ξεκίνημα του έργου (απολαυστικές οι σκηνές όπου οι πολιτικοί ανταγωνίζονται στην προγονοπληξία ή αδυνατούν να ελέγξουν την όρεξή τους για κονδύλια και να αντιληφθούν στοιχειωδώς τη woke ατζέντα), τόσο διδακτικό, κατά τη γνώμη μας, αν όχι ηθικοπλαστικό, γίνεται στη συνέχεια. Από τη μέση και έπειτα, υπάρχουν σκηνές που είτε η σκηνοθεσία της Κατερίνας Μαυρογεώργη δεν μπόρεσε να σώσει από ένα αμήχανο και ξεκρέμαστο αποτέλεσμα, είτε το ίδιο το κείμενο δεν έδινε τέτοια δυνατότητα. Τα αρχαιοφιλικά, οικολογικά και συμπεριληπτικά μηνύματα του έργου αποκτούσαν συχνά προφανή ή και επιτηδευμένο χαρακτήρα. Και το τέλος, αντί για την όποια κάθαρση για τα θύματα της ιστορίας, έφερε απλώς στη σκηνή ένα «εύρημα», με τον ίδιο τον Καπουτζίδη και τον Αλέξη Κωστάλα να προσπαθούν μέσα από ένα βίντεο να κλείσουν την παράσταση με μια εύθυμη νότα, αλλά αντί γι’ αυτό, να ρίχνουν την μπάλα του νοήματος στην κερκίδα.

