Μια startup επιχείρηση θα έδινε τη λύση. Να αναπτύξει μια εφαρμογή που θα απευθύνεται σε όλους τους Ελληνες φορολογουμένους. Με ένα κλικ θα εγκρίνουν ή θα απορρίπτουν τον καλλιτεχνικό προγραμματισμό των μουσείων. Θα ψηφίζουν τον καλύτερο και τον πιο ωραίο. Σαν τηλεπαιχνίδι. Είσοδος με τους κωδικούς Taxis για τους νέους και μια ειδική υπηρεσία βοήθειας στο σπίτι για τους ηλικιωμένους. Ετσι όλοι θα ξέρουν πού ξοδεύονται τα περίφημα λεφτά των Ελλήνων φορολογουμένων και θα αποφεύγονται οι κακοτοπιές.
Προς τα εκεί, άλλωστε, κατευθύνεται το θέμα της Εθνικής Πινακοθήκης. Σε έναν αφορισμό της δήθεν δίκαιης αγανάκτησης. Δεν συμφωνούμε με την επίθεση, αλλά και αυτά που ήταν κρεμασμένα στους τοίχους, έργα τέχνης ήταν; Τον συλλογισμό τον έχουμε συναντήσει σε πολλές εκδοχές. Της επιτέθηκε, αλλά κι εκείνη πώς ήταν ντυμένη έτσι; Τα έργα φταίνε. Η διαφορά, όμως, δεν είναι θέμα αισθητικής αλλά παιδείας. Ενα θρησκευτικό σύμβολο δεν αποτελεί αντικείμενο λατρείας στα χέρια ενός καλλιτέχνη. Είναι μόνο ένα αντικείμενο.
Αν ο βανδαλισμός ήταν έργο ανωνύμου θα λέγαμε ότι ήταν μεμονωμένο περιστατικό κάποιου γραφικού. Τώρα όμως η ρίψη στο πάτωμα του Αγίου Χριστόφορου του Κυνοκέφαλου είναι έργο ενός εκλεγμένου βουλευτή. Το πέρασμα από την καταγγελτική διαμαρτυρία σε ένα είδος ακτιβιστικού βανδαλισμού είναι ένα όριο που ξεπερνιέται για πρώτη φορά από μέλος της εθνικής αντιπροσωπείας. Και πιθανότατα να μην είναι η τελευταία. Νομίζω ότι κάτι με προσβάλλει; Τότε «σηκώνω το χέρι»… Δεν είναι λίγο για να το προσπεράσουμε απλώς σαν κάτι αξιοπερίεργο. Η επίθεση, όπως σωστά εκτιμά η Πινακοθήκη, είναι «Σύμπτωμα» της εποχής.
Χαμηλόφωνα η διευθύντρια του μουσείου, Συραγώ Τσιάρα, έδειξε τον τρόπο. Μετέτρεψε την επίθεση σε μια «καλλιτεχνική» εγκατάσταση. Αντί να «λουφάξει» και να μαζέψει τα σπασμένα, βγήκε μπροστά. Τα ίχνη της βίας έγιναν «Το Σύμπτωμα» και μπήκαν στο πρόγραμμα των ξεναγήσεων. Ισως μια πρόσκληση προς τους Ελληνες βουλευτές να ήταν ό,τι πρέπει. Κατά ομάδες. Γιατί ο χώρος είναι μικρός και για κάποιους, όπως φαίνεται, πολύ ασφυκτικός.

