Στους τόπους του εγκλήματος

Ο αυτοεξόριστος Γερμανός Τίτους Μίλεχ σε ένα οδοιπορικό στα στρατόπεδα συγκέντρωσης

5' 4" χρόνος ανάγνωσης

Τι έκαναν οι Γερμανοί όταν το ναζιστικό καθεστώς μετέτρεψε τη χώρα τους σε έναν απέραντο τόπο εγκλήματος; Γιατί δεν αντέδρασαν ακόμη κι εκείνοι που θαύμαζαν το κριτικό πνεύμα του λατρεμένου τους Καντ, διακηρύσσοντας την αγάπη; Γιατί δεν βροντοφώναξαν «όχι»; Τι κουβαλούν στο ψυχικό DNA τους οι απόγονοι όσων συμμετείχαν στο μαζικό έγκλημα; Τέτοια ερωτήματα βασάνισαν και εξακολουθούν να βασανίζουν διασωθέντες και απογόνους θυμάτων του Ολοκαυτώματος. Μόνο που εδώ τα θέτει ο Τίτους Μίλεχ. Ενας Γερμανός που αναζητεί εδώ και χρόνια τον λόγο που οι συμπατριώτες του ανέχθηκαν, τον λόγο που η πλειονότητα εκείνων των γενεών δεν μετανόησε για τη ναζιστική θηριωδία. Ενας Γερμανός που δηλώνει δημόσια ντροπιασμένος και δεν διστάζει κλαίγοντας να ζητήσει «συγγνώμη» εκ μέρους του λαού του από την Εβραία Βικτώρια Μονίνα Μπενουζίλιο, που γλίτωσε από το Αουσβιτς όταν την έκρυψε μια οικογένεια στην Αθήνα, σε μία από τις δυνατές sold out ταινίες του 27ου Φεστιβάλ Ντοκιμαντέρ Θεσσαλονίκης που προβάλλεται σήμερα – ημέρα μνήμης από την αναχώρηση του πρώτου τρένου θανάτου για το Αουσβιτς-Μπιρκενάου.

Γεννημένος δύο χρόνια μετά τη λήξη του πολέμου, όπως πολλοί συμπατριώτες του έτσι και ο ίδιος, μόλις στα τριάντα του χρόνια συνειδητοποίησε το έγκλημα που διέπραξε ο λαός του. «Κάποιες πληροφορίες τις άκουσα πρώτη φορά από τους παππούδες μου, που ενημερώνονταν από αγγλικό ραδιόφωνο. Δεν είχα πάει ακόμη δημοτικό, αλλά θυμάμαι να σχολιάζουν ότι “αυτά είναι υπερβολές!”. Στο γυμνάσιο, η αναφορά στον πόλεμο ήταν πολύ επιφανειακή. Μας έδειξαν και φωτογραφίες πτωμάτων. Δεν μας διευκρίνισαν, όμως, ποτέ αν τα πτώματα ήταν Γερμανών ή άλλων θυμάτων», λέει στην «Κ». Χρόνια αργότερα, διαβάζοντας το ημερολόγιο του παππού του όπου περιέγραφε τη θλίψη και την αγωνία για το κατεστραμμένο σπίτι του από τους βομβαρδισμούς των Αγγλων, «έκλαιγε κι εκείνος όπως η πλειονότητα των Γερμανών, μόνο για τη δική του μοίρα. Κανένα ίχνος συναισθήματος για τους άλλους. Εκεί συνειδητοποίησα ότι κι εγώ μέχρι τότε ζούσα τον πόνο των παππούδων μου».

Στους τόπους του εγκλήματος-1
Ο Τίτους Μίλεχ έχει βρει λιμάνι στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει εδώ και δεκαπέντε χρόνια.

Η «γερμανική τρέλα»

Εκτοτε, το θέμα του Ολοκαυτώματος τον έχει στοιχειώσει. Απαρνήθηκε τη γλώσσα του, αυτοεξορίστηκε στη Μασσαλία, αρνήθηκε να μιλήσει γερμανικά στην κόρη του, άρχισε να μελετά τι συνέβη στη ναζιστική Γερμανία και ως ψυχίατρος και ψυχαναλυτής προσπαθούσε να ερμηνεύσει τη «γερμανική τρέλα». «Κανονικά, μετά τις 8 Μαΐου του 1945 οι τέσσερις στους πέντε Γερμανούς θα έπρεπε να έχουν αυτοκτονήσει. Θα ήταν η μόνη ικανοποιητική έκβαση για τον ανείπωτο πόνο και την οδύνη που προκάλεσαν σε εκατομμύρια ανθρώπους. Γιατί; Γιατί κανείς δεν μπορεί να ισχυριστεί ότι δεν γνώριζε τίποτα. Ακόμη και ο Χάιντεγκερ ακολούθησε το ολοκληρωτικό ρεύμα πριν από τον πόλεμο, και μετά, τη σιωπή και τη δειλία. Κατ’ εμέ, ανήκει στους αξιοθρήνητους Γερμανούς, τους άσπλαχνους που δεν γνωρίζουν τις μύχιες παρορμήσεις τους», αναφέρει.

Είκοσι χρόνια μετά τη μετανάστευσή του, επέστρεψε στη χώρα του προκειμένου να κατανοήσει την ψυχοσύνθεση του λαού, εμποτισμένου όπως λέει από την παράδοση της «γερμανικότητας», τη βαθύτερη λογική που οδήγησε στο απόλυτο έγκλημα. Οι σκέψεις και τα συναισθήματά του συγκεντρώθηκαν σε ένα βιβλίο «Ο τόπος του εγκλήματος – Γερμανία, η ανοίκεια πατρίδα» (εκδόσεις Θύραθεν, 2010). Το ίδιο οδοιπορικό ακολουθεί στο ντοκιμαντέρ της Χρύσας Τζελέπη και του Ακη Κερσανίδη, «Επιστροφή στην πατρίδα». Ο Τίτους Μίλεχ επισκέπτεται τους τόπους του εγκλήματος και στοχάζεται στο κάστρο Γκράφενεκ, το πρώτο κέντρο ευθανασίας του ναζιστικού καθεστώτος, και στα στρατόπεδα εκτοπισμού και εξόντωσης Ζάξενχαουζεν, Οστχόφεν, Ράβενσμπρικ Ντόρα-Μίτελμπαου, Φλόσενμπεργκ και Μπούχενβαλντ. «Χρειάζεται τουλάχιστον μια μέρα για την επίσκεψη στο καθένα από αυτά, αλλά μια αιωνιότητα για να χωνέψεις, να συλλάβεις ποια βαθιά και αγνοημένη νοσηρότητα οδήγησε τόσους άνδρες και γυναίκες να γίνουν τέρατα», όπως λέει.

«Χρειάζεται τουλάχιστον μια αιωνιότητα για να χωνέψεις, να συλλάβεις ποια βαθιά και αγνοημένη νοσηρότητα οδήγησε τόσους άνδρες και γυναίκες να γίνουν τέρατα».

«Ακουσε και υπάκουσε»

Ποια είναι όμως γι’ αυτόν η «γερμανική τρέλα; «Η αδύναμη ταυτότητα και η δυνατότητα για απίστευτη βία», διευκρινίζει. «Το κλειδί αυτής είναι η λέξη “ge-horchen”, δηλαδή “υπ-ακούω”. “Ακουσε και υπάκουσε”, αυτό περίμεναν από μένα οι δάσκαλοί μου, οι γονείς μου. Τίποτε άλλο. Η ασθένειά μου είναι η υπακοή». Και εξηγεί: «Στη Γερμανία, έχουν τα μέσα, διαπαιδαγωγώντας τα παιδιά να τα ταπεινώνουν, να μειώνουν την αξία τους. Ολη αυτή η χειραγώγηση προκαλεί βίαιες φαντασιώσεις. Εκείνη την εποχή η βία δεν θα μπορούσε να εκτονωθεί στους γονείς. Εκείνοι δεν ήταν οι εχθροί. Στους Εβραίους βρήκαν το εξιλαστήριο θύμα με τη δικαιολογία ότι θα αλλοιώσουν τη γερμανική ταυτότητα. Ο κάθε χειραγωγημένος Γερμανός ταυτίστηκε με το συλλογικό ιδεώδες της μεγάλης Γερμανίας, της καλύτερης κατ’ αυτούς χώρας. Αυτό διαμόρφωσε την εθνικοσοσιαλιστική Γερμανία, που οδήγησε σε ντελίριο. Δεν υπάρχει καμία λογική. Ηταν σαν ψυχωσικό επεισόδιο. Δεν έχεις επαφή με την πραγματικότητα. Ωστόσο, για να μην επαναληφθεί ένα τέτοιο επεισόδιο, θα πρέπει να αναρωτηθείς και να ψάξεις βαθιά μέσα σου τα αδύναμα σημεία σου. Είκοσι χρόνια ψυχανάλυσης έκανα γι’ αυτό. Ισως ένα 10% των Γερμανών μπήκε σ’ αυτήν τη διαδικασία». Οι περισσότεροι όμως ζούσαν στον μικρόκοσμό τους, «κανένας δεν έθεσε τέλος στη ζωή του από ενοχές. Αντίθετα, ένα ζευγάρι ναζί, γονείς μιας ασθενούς μου, αυτοκτόνησε όταν πέθανε ο Φύρερ, γιατί χάνοντας τον “θεό” τους, έχασαν την ταυτότητά τους».

Από το απυρόβλητο δεν γλιτώνει ούτε η οικογένειά του, για την οποία γράφει στο δεύτερο βιβλίο του «Τόπος εγκλήματος – Μια κανονική γερμανική οικογένεια». «Η μητέρα μου ήταν καλή. Αγαπούσε τα παιδιά, τα ζώα και τη φύση, όπως ο Φύρερ. Μου μίλησε χωρίς καμία επιφύλαξη για όλες τις πεποιθήσεις της, τις οποίες υποστήριζε σαν να ήταν θρησκεία. Ο ναζισμός για εκείνη εμπεριείχε το σωστό και αγαθό. Κατά τη γνώμη της, σε όλες αυτές τις ιδέες δεν ενυπήρχε καμία βία. Ολα ήταν καλοπροαίρετα, όπως και η ίδια».

Τα βιβλία ήταν η ανακούφισή του. «Επρεπε να γράψω και να πω όσα δεν έκαναν οι γονείς μου, να νιώσουν, να αναγνωρίσουν, να ομολογήσουν τα εγκλήματα. Ησύχασε κάπως το μέσα μου». Τώρα, έχοντας βρει λιμάνι στη Θεσσαλονίκη, όπου ζει εδώ και δεκαπέντε χρόνια –«η Επανομή είναι πλέον η πατρίδα μου»– και έχοντας ψάξει βαθιά μέσα του, με απόσταση από τον χρόνο και τον τόπο, εξομολογείται στην «Κ» πως «αν ζούσα εκείνη την εποχή, δεν ξέρω αν θα ήμουν καλύτερος».

Το ντοκιμαντέρ «Επιστροφή στην πατρίδα» προβάλλεται στις 15 Μαρτίου στην αίθουσα «Τζον Κασσαβέτης», στις 9 μ.μ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT