Φλύαρος εφιάλτης

Ο Νίκο (όχι Νίκος, γιατί δεν αισθάνεται Ελληνας) Μαυρίδης ζει το 2060 στις Βρυξέλλες και είναι υπάλληλος στο υπουργείο Μυθοπλασίας

3' 17" χρόνος ανάγνωσης

ΝΙΚΟΣ Α. ΜΑΝΤΗΣ 
Αδύνατες πόλεις 
εκδ. Καστανιώτη, 2024, σελ. 992

Ο Νίκο (όχι Νίκος, γιατί δεν αισθάνεται Ελληνας) Μαυρίδης ζει το 2060 στις Βρυξέλλες και είναι υπάλληλος στο υπουργείο Μυθοπλασίας. Εργάζεται ως επόπτης της λειτουργίας τής «Life.2», ενός πανευρωπαϊκού προγράμματος προσομοίωσης που αναπλάθει τις παρηκμασμένες πόλεις της Ευρώπης σε θεματικά πάρκα. Παντοκράτορας σε αυτόν τον ψηφιοποιημένο κόσμο είναι ο Ντεβέντρα Πούρι, ένας αντίχριστος στην προ πολλού αποχριστιανισμένη Δύση. Ο Ντεβέντρα με τη δαιμονική τεχνολογική του ισχύ εγκατέστησε σε κάθε εγκέφαλο ένα λογισμικό, ένα παλίμψηστο «από τόνους πληροφοριών και διαδοχικών επαναπρογραμματισμών», μετατρέποντας έτσι τις συνειδήσεις «σε ποτάμια τρεχούμενων αλγορίθμων και ψηφίων». Υπό «την ψηφιακή βασκανία του Ντεβέντρα» ο κόσμος αναγόταν σε κώδικες και ο λόγος σε υπολογισμό.   

Μελλοντολογική φρεναπάτη  

Είναι τόσο χαοτικό και άναρχο το μυθιστόρημα του Νίκου Μάντη που δύσκολα περιγράφεται. Στη σχεδόν χιλίων σελίδων αφήγηση εκτυλίσσεται μια μελλοντολογική φρεναπάτη, χτισμένη σε αλλόκοτες πολιτείες, όπως η «Εϊντζελταουν», μια ρεπλίκα του μεταπολεμικού Λος Αντζελες, η Ιστανμπούλ, μια ισλαμική «μεγα-μητρόπολη», η «Βυζανμπούλ», ένα διιστορικό βιντεοπαιχνίδι, η αιματόβρεχτη «Νερόπολη», οι φουτουριστικά αναγεννημένες αυτοκρατορίες του Βυζαντίου και της Ρωσίας. Οι ψηφιακές πόλεις αποκαλύπτουν μια συνειδησιακή συντέλεια. Αλωμένο από την τεχνητή νοημοσύνη, το ανθρώπινο γένος επιβίωνε σε ένα «ψηφιακό καθαρτήριο», όπου τα άτομα είχαν αντικατασταθεί από ενσαρκώσεις.  

Αφήνεται η υπόνοια πως η μελλοντολογική ονειροφαντασία είναι αποκύημα του δυναστευμένου από το πένθος ψυχισμού τού Νίκο. Μετά την αυτοκτονία της γυναίκας του ένιωθε εγκαταλελειμμένος σε έναν απονοηματοδοτημένο κόσμο, σε μια κόλαση αντικατοπτρισμών. Οι διαρκείς μετοικεσίες σε πόλεις φανταστικές ήταν η απονενοημένη του προσπάθεια να την ξαναβρεί. Ηταν σαν να ταξίδευε στο εσωτερικό της συνείδησής του. «Και την ίδια στιγμή κυνηγούσα χίμαιρες, προϊόντα της φαντασίας μου που διαλύονταν με το πρώτο φως της αυγής». Μετά τον χαμό της, οι ημέρες έγιναν εφιάλτες. Δεν μπορούσε πια να διακρίνει τι ήταν αληθινό και τι κίβδηλο, μια προσομοίωση. «Ολα αυτά είναι συμπτώματα ασταθούς διάνοιας, ψυχικών προβλημάτων». «Μόνο σε δάκρυα θα μπορούσε να καταλήξει όλο αυτό».  

Στο επιλογικό σημείωμα ο Μάντης λέει πως έγραψε το βιβλίο στη διάρκεια της πανδημίας, θέλοντας «τις ώρες της απομόνωσης και της επιβεβλημένης μοναξιάς να διαπιστώσω κατά πόσο θα μπορούσα να γίνω κάτι σαν μια “Σεχραζάτ προς τον εαυτό μου”». Πράγματι, ο δυστοπικός καιρός της COVID υποβόσκει στη μυθοπλασία. Υπάρχουν ανεξιχνίαστοι ιοί, εμβολιασμένοι και ανεμβολίαστοι, θεωρίες συνωμοσίας, μάσκες, ακόμη και ΜΕΘ. Δεν αμφιβάλλω πως η συγγραφή είναι ψυχωφελής, αλλά το να γεμίζει κανείς φρενιασμένα σελίδες επί σελίδων, ωθούμενος από τη γλωσσική του ευχέρεια και μια εξημμένη φαντασία, δεν είναι λογοτεχνία. Η λογοτεχνία απαιτεί σχέδιο, έλεγχο και δουλειά, έστω και δευτερογενώς, μετά το πρώτο κύμα της έμπνευσης. Η λογοτεχνία δεν πρέπει να υποβιβάζεται σε σκότωμα της ώρας, ούτε από τον συγγραφέα ούτε από τον αναγνώστη.    

Ζόμπι και «σεξομπότ» 

Στο βιβλίο του Μάντη συμβαίνουν τα πάντα, επειδή μπορούν να συμβούν. Γκάνγκστερ, ζόμπι, «σεξομπότ», σάιμποργκ, «ιερείς του ναδίρ», ψηφιοποιημένοι μυστικοί πράκτορες, πλουμιστά υβρίδια, κάθε λογής εκτόπλασμα της φαντασίας βρίσκει τη θέση του στις σελίδες και αλλοφρονεί δεόντως, καθώς όλα τα μυθοπλαστικά όντα έχουν μολυνθεί από «την ακούσια κατανάλωση κάποιου ισχυρού παραισθησιογόνου που αλλοίωνε τη μορφή της πραγματικότητας, καθιστώντας τη γραμμή ανάμεσα στα όνειρα, στις οφθαλμαπάτες και στα πραγματικά γεγονότα ολοένα και πιο δυσδιάκριτη». Το αποτέλεσμα είναι ένα φασαριόζικο αλαλούμ, σαφώς προχειροφτιαγμένο, «σαν μια δευτεροκλασάτη ταινία δράσης με κυνηγητά και καβγάδες». Η πλοκή ακολουθεί μια λούπα, επαυξάνοντας βαθμιαία τον ίδιο εφιάλτη, ενώ η γλώσσα (με εμφανή την αγγλική της καταγωγή) λειτουργεί απλώς σαν μοχλός παραγωγής δράσης. Από την άλλη, τα φιλοσοφικά ιντερμέδια με τη φαντεζί ορολογία καταδεικνύουν τη στοχαστική ένδεια της αφήγησης.  

Εκτιμώ τον Μάντη για τη σοβαρότητα της συγγραφικής του παρουσίας και την ευρεία του καλλιέργεια. Ωστόσο, τόσο ο προγενέστερος «Κιθαιρώνας» όσο και οι «Αδύνατες πόλεις» με απωθούν με την υπερτροφία τους, η οποία δεν βασίζεται σε θεμελιακούς σκοπούς της σύνθεσης, αλλά προκύπτει από την ασύστολη συσσώρευση φανταχτερών απιθανοτήτων. Είναι παραισθητικές κατασκευές, αμετροεπείς και αφρόντιστες, που δεν προσφέρονται για ανάγνωση πέρα από διακόσιες σελίδες. Γενικά πιστεύω πως καλό θα ήταν ο κόπος του αναγνώστη να μην υπερβαίνει τον κόπο του συγγραφέα.    

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT