«Δεν υπάρχει γνωστή προσωπογραφία του Ανδρέα Κάλβου Ιωαννίδη. Καμιά φορά όταν ο στίχος του επιμένει μέσα στο μυαλό μου, τον αισθάνομαι σαν ένα ανθρώπινο σχήμα που αγωνίζεται, με τις απελπισμένες χειρονομίες τυφλού, να παραμερίσει ένα ψηλό παραπέτασμα που τον σκεπάζει. Δεν κατορθώνει ποτέ να φανερωθεί. Μόνο η φωνή του, πιο μακριά ή πιο κοντά. Μόνο οι κινήσεις ενός σώματος που υποπτεύει και λογαριάζει κανείς απ’ το κυμάτισμα του πανιού». Αυτά έγραφε ο Γιώργος Σεφέρης πριν από 85 χρόνια, με αφορμή την έλλειψη κάποιας απεικόνισης του ποιητή της Λύρας και των Λυρικών.
«…Οταν ο στίχος του επιμένει μέσα στο μυαλό μου, τον αισθάνομαι σαν ένα ανθρώπινο σχήμα που αγωνίζεται (…) να παραμερίσει ένα ψηλό παραπέτασμα που τον σκεπάζει». -Γιώργος Σεφέρης
Ετσι, δημιουργήθηκε μια εικόνα γύρω από την προσωπικότητα και τον χαρακτήρα του Κάλβου, που τον θέλει «παράξενο» και «μοναχικό» άνθρωπο. Οι δε περιγραφές του, από όσους τον γνώρισαν, είναι αλληλοσυμπληρούμενες: ως έχοντα ανάστημα 5 ποδιών και 6 ιντσών (ήτοι, κάτι λιγότερο από ένα μέτρο και εβδομήντα εκατοστά), μαύρα μαλλιά, απογυμνωμένο μέτωπο, μαύρα φρύδια, λίγο χοντρή μύτη, καστανά μάτια, μέτριο στόμα, μαύρα γένεια, στρογγυλό πιγούνι, ωοειδές πρόσωπο και φυσική (δηλαδή λευκή) χροιά, τον περιγράφει το διαβατήριό του, το οποίο εκδόθηκε στις 24 Ιουνίου 1826 από το βρετανικό προξενείο της Μασσαλίας, και ανακοίνωσε προ μερικών ετών ο Σπύρος Ασδραχάς· ως μέτριου αναστήματος, μελαχρινό, «με μαύρους οφθαλμούς και μεγάλην ρίνα», που περνούσε τις ώρες του «ως επί το πλείστον εν τη βιβλιοθήκη του συγγράφων και μελετών», με «ιδιάζουσαν προτίμησιν προς το μέλαν χρώμα, ως αρμοζόμενον ίσως προς το μελαγχολικόν του χαρακτήρος του», σε τέτοιο βαθμό, ώστε να έχει «την μανίαν δι’ αυτού να επιχρίη τα έπιπλά του», ζώντα «μετά πολλής λιτότητος, αλλά και περισσής αξιοπρεπείας» και με «το ευερέθιστον αυτού» να υπερβαίνει «παν όριον» τον σκιαγραφεί στον Κωστή Παλαμά, στα τέλη της δεκαετίας του 1880, ο μαθητής του Ζακύνθιου βάρδου στην Ιόνιο Ακαδημία, Ευάγγελος Θ. Τσαρλαμπάς.
Με βάση δε τις πιο πάνω περιγραφές, αρκετοί αποπειράθηκαν κατά καιρούς να φιλοτεχνήσουν το πορτρέτο του Κάλβου, τις περισσότερες φορές στο πνεύμα που τον φαντάστηκε και ο Οδυσσέας Ελύτης: «Κοίταζα για χιλιοστή φορά τον άνθρωπο έτσι, καθώς μας τον είχανε παραδώσει σχολιαστές και βιογράφοι του, κοίταζα τον άνθρωπο και το έργο του αξεχώριστα. Ενας γέροντας μικροκαμωμένος και φαλακρός, με μύτη μεγάλη και ρούχα κατάμαυρα στεκόταν μπροστά μου», γράφει συναφώς στα «Ανοιχτά χαρτιά» ο νομπελίστας ποιητής.
«Κοίταζα τον άνθρωπο και το έργο του αξεχώριστα. Ενας γέροντας μικροκαμωμένος και φαλακρός, με μύτη μεγάλη και ρούχα κατάμαυρα στεκόταν μπροστά μου». -Οδυσσέας Ελύτης
Κάπως έτσι τον σκιτσάρισε και ο Παναγιώτης Γράββαλος, βασισμένος σε προγενέστερη απεικόνιση του Γιώργου Τσουρά, αλλά σημειώνοντας, αρχικά, πως η εκδοχή του βασιζόταν σε ιταλικό έντυπο της εποχής του ποιητή. Εξαιτίας αυτής ακριβώς της σημείωσης του Γράββαλου, 41 χρόνια πριν, ο συντάκτης του παρόντος άρθρου παρακινήθηκε να αναζητήσει το καλοκαίρι του 1984, στη Φλωρεντία, το έντυπο αυτό. Το έγγραφο, όπως αποδείχθηκε, δεν υπήρχε, αλλά το ταξίδι αυτό στάθηκε η αφορμή μιας μακράς ενασχόλησής του με τον ποιητή της Αρετής. Η τύχη, ωστόσο, το έφερε λίγες ημέρες μετά τη νέα επίσκεψη του γράφοντος στην πόλη των Μεδίκων, τα Χριστούγεννα που μας πέρασαν, να λάβει ηλεκτρονικό μήνυμα από συλλέκτη των Αθηνών, όπου ο τελευταίος του γνωστοποιούσε την ύπαρξη πορτρέτου νεαρού «ανθρώπου των γραμμάτων», καμωμένου «στο πρώτο μισό του 19ου αιώνα», το οποίο στο πίσω μέρος του έφερε τη «δυσανάγνωστη επιγραφή στα ιταλικά (πιθανόν γραμμένη με πέννα)», effigie del Sig. And. Calvo (εικόνα του κ. Ανδ[ρέα] Κάλβου), «και τίποτε άλλο που θα μπορούσε να βοηθήσει στην περαιτέρω ταυτοποίηση». Μάλιστα, ο αποστολέας του μηνύματος διευκρίνιζε πως «σε καμία περίπτωση δεν πίστευε πως η γραφή είναι από το χέρι του Κάλβου» και συμπλήρωνε πως «το πορτρέτο αυτό το αγόρασε σε παλαιοπωλείο της Φλωρεντίας το 2008», είναι «διαστάσεων 58×48 εκ., και ανυπόγραφο» και πως παρακινήθηκε να το προμηθευτεί, επειδή το εικονιζόμενο πρόσωπο τού θύμιζε έντονα την «Επτανησιακή Σχολή».
Αυτοψία
Κατόπιν συνεννόησης μαζί του, ο υπογραφόμενος είχε αυτοψία της συγκεκριμένης προσωπογραφίας (πλάτους 48,5 εκ. και ύψους 60 εκ.), διαπιστώνοντας τα ακόλουθα: Πρώτον, υπάρχει η προαναφερθείσα αναγραφή στην πίσω πλευρά του πορτρέτου. Δεύτερον, αρκετά από τα στοιχεία που παρέχονται στις προαναφερθείσες περιγραφές του ποιητή, κάλλιστα θα μπορούσαν να ταυτιστούν: μέτρια σωματική διάπλαση, πλατύ μέτωπο, μαύρα φρύδια, καστανά μάτια, μεγάλη μύτη, ωοειδές πρόσωπο, στρογγυλό πιγούνι, μακριές φαβορίτες, ίχνη μουστακιού και υπογένειου και λευκή χροιά του προσώπου· δεν έχει παρά να παρατηρήσει κανείς τη φωτογραφία του πίνακα που επίσης παρατίθεται εδώ. Τρίτον, στο πορτρέτο αυτό, ο απεικονιζόμενος, που βρίσκεται σε νεαρή ηλικία, έχει ανοιγμένο εμπρός του χειρόγραφο κώδικα τον οποίο κρατά με το αριστερό του χέρι και στερεώνει τα φύλλα του με το δεξί, ενώ στο πλάι του βρίσκονται τόμοι βιβλίων / κώδικες που, αν κανείς τους παρατηρήσει προσεκτικά, ενδέχεται να παραπέμπουν σε αρχαίους συγγραφείς· και τα δύο αυτά στοιχεία συνάδουν προς το πάθος του Κάλβου για τη γραφή έργων και τη μελέτη των βιβλίων, ήδη από τα νεανικά του χρόνια, όταν ο μεγάλος συμπατριώτης του (και, κυρίως, δάσκαλός του και λογοτεχνικό του πρότυπο) Νικολό Ούγκο Φόσκολο έγραφε για τον νεαρό Κάλβο, ενώ ζούσαν και οι δυο στη Φλωρεντία (το παράθεμα από την περίφημη διάλεξη του Παλαμά για τον ποιητή των Ωδών): «Ο Κάλβος συνέγραψεν εν τω οίκω μου δύο τραγωδίας. Και είναι μεν αληθές ότι αύται δεν δύνανται να παραβληθώσι προς τα έργα των μεγάλων ποιητών, ουχ ήττον προδίδουσι την έξοχον του ανδρός διάνοιαν. Ακόμη δεν συνεπλήρωσε τα εικοσιτέσσαρα έτη. Είναι εγκρατής και μετριόφρων, φιλόσοφος δ’ εκ φύσεως και ουχί προς ματαίαν επίδειξιν σοφίας δανεισμένης εκ των βιβλίων». Είναι δε ο ίδιος δημιουργός που τα χρόνια αυτά συμβούλευε τον Ζακύνθιο μαθητή του (σε απόδοση του Κώστα Σολδάτου) να κάνει «συντροφιά μέρα νύχτα με μετριοφροσύνη και νεανική τόλμη με τους μεγάλους της Αρχαιότητας και καμμιά δωδεκαριά Ιταλούς πεζογράφους και ποιητές».
Τα κομμάτια του παζλ ταιριάζουν
Το γεγονός ότι ο συγκεκριμένος πίνακας είναι ανυπόγραφος μπορεί να οφείλεται σε μια σειρά από λόγους: δεν υπήρχε η δυνατότητα να πληρωθεί καλά ένας επώνυμος ζωγράφος από έναν νεαρό ποιητή που μόλις κατόρθωνε να επιβιώνει στη Φλωρεντία· ίσως, μάλιστα, την αμοιβή του καλλιτέχνη να την ανέλαβε κάποιο πρόσωπο με οικονομική επιφάνεια, όπως η φίλη του Φόσκολο (και γνώριμη του Κάλβου) Κουιρίνα Μοτσένι Ματζότι· ακόμη, ενδέχεται ο ζωγράφος να μην πληρώθηκε ή και να μην άρεσε το πορτρέτο στον Κάλβο ή και να μην πρόλαβε να το πάρει μαζί του, δεδομένης της εσπευσμένης αναχώρησής του από τη Φλωρεντία και να το άφησε εκεί. Ισως αυτά να εξηγούν και τον λόγο ύπαρξης της πρόχειρα γραμμένης σημείωσης στο πίσω μέρος του πορτρέτου, στην οποία, έτσι και αλλιώς, το όνομα του ποιητή αναγράφεται ως Calvo, ενώ τότε συνήθιζε να υπογράφει ως Calbo – πράγμα που δείχνει ότι κάποιος άλλος την έθεσε (πιθανόν ο καλλιτέχνης;).
Πολλές συμπτώσεις
Σε κάθε περίπτωση, είναι πολλές οι συμπτώσεις… Κάλλιστα, θα μπορούσε ένας φιλόδοξος νεαρός λογοτέχνης, μαθητής ενός ποιητικού αστέρα της περιόδου, σπουδαστής «Ακαδημίας Καλών Τεχνών» και ηθοποιός στην πρωτεύουσα της Τοσκάνης, στα 20 με 24 χρόνια του, να έχει ποζάρει ακόμη και σε έναν από τους ζωγράφους που παραδοσιακά κατακλύζουν την πόλη αυτή. Το ζωγραφικό στυλ, η ενδυμασία, η κόμμωση, η πόλη όπου βρέθηκε και αγοράστηκε ο πίνακας συνηγορούν, μαζί με όσα σημειώθηκαν ανωτέρω, κατά το μάλλον ή ήττον, στο να τοποθετηθεί η δημιουργία του πορτρέτου στον μνημονευθέντα χώρο και χρόνο, ενώ τα υπόλοιπα δεδομένα στοιχειοθετούν βάσιμα την υπόθεση ότι θα μπορούσαμε να έχουμε να κάνουμε με τη μορφή του Ανδρέα Κάλβου.
*Ο Γιώργος Ανδρειωμένος είναι Καθηγητής της Νεοελληνικής Φιλολογίας στο Τμήμα Φιλολογίας του Πανεπιστημίου Πελοποννήσου και κοσμήτωρ της Σχολής Ανθρωπιστικών Επιστημών και Πολιτισμικών Σπουδών του ίδιου Ιδρύματος.

