«Vsyo ravno». Δηλαδή, «τι σημασία έχει» ή «τι με νοιάζει» στα ρωσικά. Η φράση εμφανίζεται τριάντα φορές στο έργο «Τρεις αδελφές», ειπωμένη σχεδόν από όλα τα πρόσωπα, ενώ δίπλα τους περνούν έρωτες, απιστίες, αδικίες, ακόμη κι ένας προαναγγελθείς φόνος. «Ενώ δίπλα τους περνά η ζωή, αλλά με τον τρόπο που την περιγράφει ο Αντον Τσέχωφ», σχολιάζει η σκηνοθέτις Μαρία Μαγκανάρη για έναν δημιουργό κι ένα έργο που είναι «μυθικό» στην ψυχή της. «Ο Τσέχωφ αγαπά βαθιά τους ανθρώπους και την ίδια στιγμή που σκαλίζει τη ζωή τους με ένα αστείο σχόλιο, με μια μικρή ανατροπή μάς δείχνει πως δεν χρειάζεται να παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά. Σαν η ζωή να ήταν ένα κυματάκι που ανεβοκατεβαίνει ανάμεσα στο δράμα και την κωμωδία».
Οι «Τρεις αδελφές» έχουν ανέβει από το Εθνικό Θέατρο δύο φορές έως τώρα, το 1951 και το 1982, στην κεντρική σκηνή του κτιρίου Τσίλλερ. Ομως η παράσταση, που έκανε χθες την πρεμιέρα της, παίζεται σε έναν απρόσμενο χώρο, στην Πλαγία Σκηνή του ίδιου κτιρίου. Η σκηνοθέτις, που συζητήθηκε πολύ για τον επιτυχημένο «Θείο Βάνια» της πριν από περίπου 5 χρόνια, στήνει μια παράσταση σε έναν μεταβατικό χώρο, τα λεγόμενα «liminal spaces», που αγαπάει τόσο η αισθητική νεωτερικότητα. Η μέχρι πρότινος αχρησιμοποίητη αποθήκη του Τσίλλερ γίνεται το σπίτι της Ολγα, της Μάσα, της Ιρίνα και του αδελφού τους Αντρέι, των τέκνων της οικογένειας Πρόζοροφ.
Τέσσερα αδέλφια, τέσσερις θεατρικές πράξεις, τέσσερα χρόνια που καθορίζουν τη ζωή των πρωταγωνιστών. «Παίζει άραγε κάποιο ρόλο αυτή η συμμετρία στο έργο;», αναρωτιόμαστε.
«Η έννοια του χρόνου και ταυτόχρονα η σύνθεση του θεατρικού έργου με αναλογίες μουσικής κατασκευής έχει μεγάλη σημασία για τον Τσέχωφ εδώ», λέει η σκηνοθέτις. «Ο ρυθμός, οι επαναλαμβανόμενες φράσεις που γίνονται μοτίβα, οι περίφημες σιωπές, όλα συγκλίνουν προς την κατεύθυνση μιας τραγωδίας του νοήματος, η οποία όμως δεν γίνεται ποτέ νατουραλιστικό δράμα. Το τσεχωφικό χιούμορ μάς κλείνει διαρκώς το μάτι στην κατεύθυνση της ελαφρότητας του είναι, μέρος κι αυτό της ανθρώπινης κατάστασης».

Γραμμένο από έναν άνθρωπο που είχε λίγο χρόνο ζωής και το γνώριζε, το έργο αποκτά μια μεταφυσική πυκνότητα, πιστεύει η Μαρία Μαγκανάρη. Ο Τσέχωφ ήταν ήδη βαριά άρρωστος όταν έγραφε τις «Τρεις αδελφές», έργο που τον παίδεψε πολύ μέχρι το ανέβασμά του από το Ρωσικό Εθνικό Θέατρο του Στανισλάφσκι το 1901. «Βλέποντας τον χρόνο να περνάει πιο γρήγορα από ποτέ, γράφει το πιο σύνθετο και εκτενές έργο του δημιουργώντας ένα μωσαϊκό με καθημερινές τελετουργίες συναναστροφής, με επετείους και γιορτές, αφίξεις, αναχωρήσεις και ματαιώσεις», σημειώνει η κ. Μαγκανάρη, που βρίσκεται απολύτως στο πεδίο του ενδιαφέροντός της: τη διερεύνηση της φαινομενικής αρμονίας μιας οικογένειας και την επεξεργασία των ανθρώπινων συγγενικών δεσμών.
Ο Τσέχωφ αγαπά βαθιά τους ανθρώπους και την ίδια στιγμή που σκαλίζει τη ζωή τους με ένα αστείο σχόλιο, με μια μικρή ανατροπή, μας δείχνει πως δεν χρειάζεται να παίρνουμε τον εαυτό μας στα σοβαρά.
Συχνά στη συζήτησή μας η κ. Μαγκανάρη αναλύει τα πρόσωπα και τις καταστάσεις με ψυχαναλυτικούς όρους· μιλάμε για τη λιβιδινική ενέργεια της ζωής που αντιστρατεύεται το αναπόφευκτο του θανάτου. «Ενα κομμάτι του εαυτού των προσώπων λέει “Ζήσε”, ένα άλλο φωνάζει “Πέθανε”. Η πραγματικότητα εξελίσσεται και είναι κάτι δυναμικό, σε αντίθεση με τους χαρακτήρες του έργου που συχνά υποκύπτουν στη νωθρότητα», εξηγεί.
Στο μεταξύ, το ρολόι του χρόνου εξακολουθεί να καταπίνει τις ώρες «όπως οι στιγμές της ζωής μας που δεν καταφέραμε να ζήσουμε ένδοξα, αποτελεσματικά, λυτρωτικά», σχολιάζει. Κόρη και η ίδια μιας οικογένειας με τρεις αδελφές, μεσαία στη σειρά γέννησης –μια Μαρία σε σχέση με τη Μάσα του έργου– βλέπει στη θεατρική σύνθεση ένα οριζόντιο γενεόγραμμα: τρεις γυναίκες δεμένες με την πιο στενή συγγένεια είναι καταδικασμένες να ζουν χωριστά: Η Ολγα θα είναι πάντα η πρωτότοκη και γι’ αυτό θα ζει στο παρελθόν. Η Μάσα θα αναμετριέται με το παρόν, γιατί είναι η μεσαία. Και η Ιρίνα, η μικρή, θα ονειρεύεται το μέλλον. Την αιωνίως άπιαστη Μόσχα, το μέρος όπου εναποτίθενται οι άπιαστες επιθυμίες μας.
Ποια είναι η δική της Μόσχα; «Δεν ξέρω πια αν υπάρχει», σχολιάζει, «φαντασιωνόμαστε “Μόσχες”, αλλά ίσως η ευτυχία, αν υπάρχει κι αυτή, βρίσκεται στο τώρα, στη μάχη που δίνουμε κάθε μέρα για όσα και όσους αληθινά μας αφορούν».
«Τρεις αδελφές», Τετάρτη και Κυριακή 9 μ.μ., Πέμπτη και Παρασκευή 6 μ.μ., Εθνικό Θέατρο.

