Μια ανατομία της μητρικής αγάπης

Ο Μάριο Μπανούσι αφηγείται με τον δικό του σιωπηλό τρόπο τη σχέση μάνας - παιδιού σε όλο τον κύκλο της ζωής

3' 54" χρόνος ανάγνωσης

«Goodbye, Mami» θα μπορούσε να είναι ο τίτλος της νέας παράστασης του Μάριο Μπανούσι στη «Στέγη» του Ιδρύματος Ωνάση, παραφράζοντας τον τίτλο της εξαιρετικής περφόρμανς του «Goodbye, Lindita», αυτής της σιωπηλής αφήγησης του πένθους που πλημμυρίζει όλες τις εσωτερικές πτυχές της ψυχής αποκαλύπτοντας τα όρια εκείνης της αφόρητης οδύνης που προκαλεί η απόλυτη κυριαρχία του θανάτου πάνω στην ανθρώπινη ζωή.

Μοιραία η σύγκριση της «Μάμι» με τη «Λιντίτα». Μόνο που αυτήν τη φορά ο Μπανούσι αρκείται σε μια σχηματική επανάληψη των βασικών οπτικών, κινητικών και ηχητικών μοτίβων, περιορίζεται σε ένα τυποποιημένο μορφολογικό στυλ, χωρίς διάθεση ανανέωσης του οπτικού παραστασιακού κώδικα που επεξεργάστηκε σε προηγούμενες παραστάσεις του.

Προδίδοντας διαρκώς τα δάνεια, τις οφειλές και τις καταβολές του, τις σαφείς επιρροές από την εικαστική γλώσσα του Ρομέο Καστελούτσι και τη χοροθεατρική αντίληψη του Δημήτρη Παπαϊωάννου, εκτίθεται στον κίνδυνο της απλής συρραφής οπτικών ταμπλό ενός «θεάτρου της εικόνας», επαναλαμβάνοντας τον ίδιο στυλιζαρισμένο θεματικό καμβά κάποιων καταστάσεων που άπτονται της ζωής μέσα στην οικογένεια.

Και στο «Μami», ο σκηνοθέτης καλλιεργεί το μεικτό είδος του μεταδραματικού θεάτρου, βασισμένου στη σημειολογία της σιωπής, τοποθετώντας για πρώτη φορά την όποια υποτυπώδη δράση έξω από τον οικείο χώρο του σπιτιού. Το σπίτι υπάρχει ως πτυσσόμενος ευκίνητος τσιμεντόλιθος κύβος, σε έναν τόπο ερημικό, βρίσκεται δίπλα σε εξοχικό χωματόδρομο και φωτίζεται μόνο από τη λάμπα ηλεκτρισμού στην άκρη μιας ξύλινης κολόνας. Το λιτό χωμάτινο σκηνικό περιβάλλον του Σωτήρη Μελανού, δηλωτικό της ανθρώπινης μοναξιάς, είναι από τα πιο ενδιαφέροντα σημεία της παράστασης μαζί με το εξαιρετικό παιχνίδι φωτός και σκιάς στο ημίφως της μελαγχολικής ελληνικής επαρχίας, που επιμελήθηκε ως «κάδρο» ο Στέφανος Δρουσιώτης.

Η σχέση μητέρας – παιδιού σε όλη τη διάρκεια του κύκλου της ζωής και οι διάφορες εκδοχές της μάνας είναι το κυρίαρχο θέμα και ιδίως η σχέση της με τον γιο, ή με την επικείμενη νύφη, ενώ κοινότοπη παραμένει η σύλληψη ότι μπροστά στη μητέρα όλοι είμαστε γυμνοί. Και καθώς παρεμβάλλονται μικρές αφηγηματικές ιστορίες, στο τέλος ο γιος επιστρέφει πάντα στη μητέρα.

Αυτή η άνευ ορίων μητρική αγάπη, η διαχρονική αίσθηση της ανιδιοτέλειας, αλλά και το συμβιωτικό μοντέλο της αλληλεξάρτησης μητέρας – γιου, χωρίς το βάρος μιας ψυχαναλυτικής ερμηνείας, μόνο με την απλότητα του οικείου βιώματος, αυτού που όλοι οι άνθρωποι έχουμε ζήσει με κάποιο τρόπο, ως μητρική στοργή, αφηγείται με τον δικό του σιωπηλό τρόπο ο Μάριο Μπανούσι.

Η σχέση με τη μάνα είναι οπωσδήποτε ένα υπαρξιακό γεγονός. Ωστόσο, αυτήν τη φορά ο σκηνοθέτης δεν επέμεινε στην επεξεργασία κάθε σκηνικής λεπτομέρειας αυτής της υπαρξιακής εμπειρίας. Διεκπεραίωσε γρήγορα τη σημειολογία της σιωπής, συνθέτοντας ένα κολάζ από τα βασικά αφηγηματικά υλικά, χωρίς να προκαλέσει τη συναισθηματική έκρηξη ή να αναζητήσει τις αναλογίες ανάμεσα στην ύπαρξη του συναισθηματικού καταφυγίου και στη φιλοσοφική, μεταφυσική ή αισθητική συντεταγμένη της απώλειάς του.

Οι διάφορες εκδοχές της μάνας, και ιδίως η σύνδεσή της με τον γιο, είναι το κυρίαρχο θέμα στο «Μάμι».

Το συγκλονιστικό αφήγημα της μητρικής αγάπης απαιτεί τον συγκινησιακό κώδικα της ενσυναίσθησης, του λυγμού, του κόμπου της φωνής, της απελπισίας και του φόβου που προκαλεί σε όλους μας η στέρηση της παρουσίας της μαμάς, αυτής της απώλειας του υπαρξιακού κέντρου βάρους που εξασφαλίζει την εσωτερική ισορροπία. Αυτό το κενό στη δραματική αφήγηση δεν καλύπτεται ούτε από τα ευλύγιστα γυμνά σώματα που κινούνται ανάποδα, τα εντυπωσιακά ανδρικά σωματικά γλυπτά, ούτε από τα ενυδρεία, την περιστροφική κίνηση του (ηλεκτρικού;) ποδηλάτου γύρω από το χωμάτινο σκηνικό ή τα διαδοχικά σκηνικά ταμπλό.

Οι μουσικές συνθέσεις του Τζεφ Βάγκνερ, ιδίως οι μουσικοί ήχοι του κλαρίνου, διαπερνούν τη σιωπηλή αφήγηση υποδηλώνοντας εύστοχα τη λέξη «Μάμι» που δεν ακούγεται ποτέ. Αντιθέτως, ακούγονται οι ωδίνες του τοκετού, τα γαβγίσματα των σκύλων, των πυροτεχνημάτων, των εκκλησιαστικών ύμνων της Μεγάλης Παρασκευής.

Η χορεύτρια Αγγελική Στελλάτου, στον ρόλο της γριάς μάνας, ξεχωρίζει καλύπτοντας εν μέρει το σκηνοθετικό έλλειμμα. Κλαίει ολόγυμνη, σκίζει τις πάνες της όταν νιώθει ότι ο γιος ερωτεύεται και την εγκαταλείπει. Αλλοτε τρυφερή, στοργική, αφοσιωμένη μητέρα, άλλοτε φοβισμένη και απελπισμένη. Επίσης πολύ καλοί κινησιολογικά ο Φώτης Στρατηγός και ο Δημήτρης Λαγός στους ρόλους των δύο εαυτών του ανδρικού προτύπου. Εξαιρετικές στις σιωπηλά ποιητικές, αλλά δυναμικά ηχηρές ερμηνείες τους, οι Παναγιώτα Γιαγλή, Βασιλική Δρίβα και Ηλια Κουκουζέλη.

Ζωή και θάνατος

Στο ίδιο ντιβάνι όπου η Μάμι γεννάει, στο ίδιο κείτεται ανήμπορη έως τον θάνατο. Νεκρή πια υποδέχεται στο άψυχο σώμα της όλα τα σκηνικά αντικείμενα, το ποδήλατο το ντιβάνι, το μαξιλάρι, τα ρούχα, τα σεντόνια, το στρώμα, τα πορτοκάλια. Σύμφωνα με το ταφικό έθιμο, όλα τα πρόσωπα του έργου την αποχαιρετίζουν σε μια σκηνή τελετουργικού, που μας αφήνει ψυχρά αδιάφορους.

Αναμφίβολα ο Μάριο Μπανούσι διαθέτει και ευαισθησία και θεατρικό ένστικτο. Διαθέτει επίσης ταλέντο, απαραίτητη συνθήκη για τη μετουσίωση της έμπνευσης σε θεατρική πράξη. Οι προσδοκίες μας δεν εξαντλούνται, είναι ενεργές.

*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

comment-below Λάβετε μέρος στη συζήτηση 0 Εγγραφείτε για να διαβάσετε τα σχόλια ή
βρείτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει για να σχολιάσετε.
Για να σχολιάσετε, επιλέξτε τη συνδρομή που σας ταιριάζει. Παρακαλούμε σχολιάστε με σεβασμό προς την δημοσιογραφική ομάδα και την κοινότητα της «Κ».
Σχολιάζοντας συμφωνείτε με τους όρους χρήσης.
Εγγραφή Συνδρομή

Editor’s Pick

ΤΙ ΔΙΑΒΑΖΟΥΝ ΟΙ ΣΥΝΔΡΟΜΗΤΕΣ

MHT