Πάντα στην πρώτη γραμμή από το 1970, χάραξε μια διαδρομή 55 χρόνων γεμάτη επιτυχίες, τριάντα και πλέον άλμπουμ, πάνω από 12 εκατ. πωλήσεις και δική της γερή τραγουδοποιία. Η Χάρις Αλεξίου μάς αιφνιδίασε όταν αποφάσισε να σταματήσει να τραγουδά. Στράφηκε με επιτυχία στο θέατρο, πρωταγωνίστησε στην τηλεοπτική σειρά «Μaestro» που ταξίδεψε και εκτός Ελλάδας και να τώρα σε κάτι καινούργιο: τον ρόλο της αφηγήτριας στην πολύ ενδιαφέρουσα σειρά ντοκιμαντέρ της ΕΡΤ «100 χρόνια ελληνική δισκογραφία», που αρχίζει στις 9 του μηνός.
Δώδεκα επεισόδια που αφηγούνται από τα χρόνια του φωνόγραφου έως το Διαδίκτυο. «Είναι μια μεγάλη ιστορία και μιλάμε γι’ αυτήν παράλληλα με τις κοινωνικοπολιτικές εξελίξεις, γιατί το τραγούδι βάδιζε παράλληλα με όσα συνέβησαν στην κοινωνία», λέει στην «Κ» η Χαρούλα Αλεξίου. «Κάποιες εποχές υπήρξε απόλυτη σιωπή, όπως στον Β΄ Παγκόσμιο Πόλεμο με τη γερμανική κατοχή, που διέκοψε τη λειτουργία του εργοστασίου της Columbia. Στο σενάριο των Δημήτρη Χαλιώτη και Νίκου Ακτύπη παρακολουθούμε πώς κάθε εποχή επηρέαζε με διάφορους τρόπους το τραγούδι. Εχει σημασία η δουλειά της σκηνοθέτιδος Μαρίας Σκόκα, της Ευγενίας Παπαγεωργίου στο μοντάζ, καθώς και των ανθρώπων που μελέτησαν το τραγούδι, των Γιώργου Τσάμπρα και Σιδερή Πρίντεζη».
Της άρεσε ο ρόλος της αφηγήτριας και τον δέχθηκε αμέσως. Περίπου 140 άτομα μιλούν για έναν αιώνα της δισκογραφίας. «Είναι πολύ ωραίο να μιλούν η Φαραντούρη και ο μπουζουξής Κώστας Παπαδόπουλος που έζησαν μεγάλες στιγμές, όπως και ο ηχολήπτης Γιάννης Σμυρναίος που ξήλωσε ολόκληρη κονσόλα για να τη συναρμολογήσει εκ νέου στο γήπεδο Καραϊσκάκη, στην πρώτη μεγάλη συναυλία της Μεταπολίτευσης, του Μίκη Θεοδωράκη. Επίσης, είναι σημαντικό ότι έχουμε εικόνες από ηχογραφήσεις στην Columbia του Απόστολου Καλδάρα, του Γιάννη Μαρκόπουλου κ.ά. Βλέποντας τα πρώτα έξι επεισόδια, υπήρξαν στιγμές που βούρκωσα. Ηταν σημαντικό βήμα της ΕΡΤ αυτή η σειρά, στην οποία μάλιστα διέθεσε το πολύτιμο αρχείο της. Υποσχέθηκαν ότι θα εγκρίνουν και άλλα επεισόδια για να αναπτυχθεί η εποχή από το 2000 μέχρι σήμερα. Τότε έχουμε τη ριζική αλλαγή της δισκογραφίας».
Ντοκουμέντα
Ενα σημαντικό κομμάτι της ελληνικής δισκογραφίας είναι και η ίδια η Αλεξίου. «Είπαμε με την ομάδα ότι είναι καλύτερα να μην μπω και σε αυτόν τον ρόλο, για να υπάρχει ισορροπία. Το θέμα είναι η ιστορία της δισκογραφίας και όχι τα άτομα ξεχωριστά». Το σημαντικό για εκείνη είναι ότι υπάρχουν ντοκουμέντα με τη δουλειά του Τσιτσάνη, του Βαμβακάρη, αλλά και νεότερων δημιουργών. «Εχει σημασία και ο ρόλος των συλλεκτών που διέσωσαν μέρος της ιστορίας. Ανθρώπων ερωτευμένων με την έρευνα και τη συλλογή. Θυμάμαι το 1975, που υπήρξε μια αναβίωση του ρεμπέτικου, μοιραζόμασταν κασέτες με τραγούδια που είχαν διασώσει οι Σπύρος Παπαϊωάννου και Παναγιώδης Κουνάδης. Ηταν σχολείο για εμάς».
Είναι πολύ ωραίο να μιλoύν η Φαραντούρη και ο μπουζουξής Κώστας Παπαδόπουλος. Εχουμε εικόνες από ηχογραφήσεις στην Columbia του Απόστολου Καλδάρα, του Γιάννη Μαρκόπουλου κ.ά.
Και σήμερα; «Εμείς οι παλαιότεροι», λέει, «θα γκρινιάζουμε για τον τρόπο που βγαίνουν σήμερα τα τραγούδια. Ακούμε μουσική από τις πλατφόρμες, έχουμε συνδεθεί με όλα τα ραδιόφωνα του πλανήτη, με το κινητό έχουμε πρόσβαση παντού». Η ίδια βίωσε τη δισκογραφία όταν οι συνθέτες έγραφαν κύκλους τραγουδιών, οι ποιητές στίχους, ζωγράφοι φιλοτεχνούσαν τα εξώφυλλα των δίσκων, έζησε όμως και ένα αλλοτριωμένο πρόσωπο της δισκογραφίας. «Ωστόσο, το live δεν θα σταματήσει ποτέ. Το τραγούδι δεν θα τελειώσει, ο τρόπος αλλάζει».
Από την ανοιχτή πόρτα απέναντι διακρίνω μια βιβλιοθήκη με cd. «Είναι οι μαρτυρίες όσων έζησα». Η Χαρούλα ήταν 20 χρόνων όταν παρουσιάστηκε με το «Οταν πίνει μια γυναίκα» των Β. Βασιλειάδη και Πυθαγόρα και την επόμενη χρονιά σε 45άρια με τραγούδια των Καλδάρα, Χατζιδάκι, Χατζηνάσιου. Ο πρώτος σταθμός ήρθε το 1972 με τον δίσκο «Μικρά Ασία» και δύο χρόνια μετά, η συμμετοχή της στο «Καλημέρα ήλιε» των Λοΐζου – Χριστοδούλου. «Η χαρά τότε ήταν η επαφή με τον συνθέτη και τον στιχουργό για ένα τραγούδι και η αγωνία αν θα το πω σωστά. Επαιρνα μέρος σε κάτι όμορφο που γεννιόταν και μεγάλωνα δίπλα σε ανθρώπους που είχαν πνεύμα και λόγο».
Τα παλιά τετράδια
Στο πατρικό της άκουγε ό,τι έπαιζε το ραδιόφωνο και σε ένα τετράδιο έγραφε με καλλιγραφικά γράμματα τους στίχους που αγαπούσε. Εχει πολλά τέτοια τετράδια. «Ηταν σαν διαγώνισμα. Ετσι μαθαίναμε». Κι όταν γνώρισε τους μύθους από κοντά; «Υπήρχε δέος. Ηταν μεγάλη υπόθεση να πίνεις καφέ με τον Χατζιδάκι».
Εχει σημασία ο ρόλος των συλλεκτών. Θυμάμαι το 1975, που υπήρξε μια αναβίωση του ρεμπέτικου, μοιραζόμασταν κασέτες με τραγούδια που είχαν διασώσει οι Σπύρος Παπαϊωάννου και Παναγιώδης Κουνάδης.
Σε μια εποχή που δεν υπάρχουν εκείνοι οι μύθοι, πολλοί ομότεχνοί της μιλούν για τον φόβο της ΑΙ. «Εδώ αρχίζουμε και ανησυχούμε. Πολλές φορές ένιωσα ότι βρίσκομαι μπροστά στο άγνωστο και δεν ξέρω πού θα μας πάει. Ομως έχουμε μια νέα γλώσσα. Δεν μπορείς να την κατηγορήσεις επειδή δεν την καταλαβαίνεις. Αναρωτιέμαι: μήπως δεν ξέρω να διαβάσω αυτή τη νέα πραγματικότητα γιατί έχω “κλειδώσει” στα δικά μου, ισχυρά και πολύ αληθινά, πρότυπα;». Με την τεχνητή νοημοσύνη όμως τίθεται και θέμα ηθικών ορίων. «Με την ΑΙ έχω ακούσει τη φωνή μου από άλλη τραγουδίστρια. Είναι σαν να λέμε ότι εσύ τραγουδάς το “Ολα σε θυμίζουν” με τη δική μου φωνή».
Δίπλα στον γιο της, Μάνο Θεοφίλου, που ασχολείται με τη μουσική και ως παραγωγός και μας έδωσε το «Reworks» με ενδιαφέρουσες διασκευές της, όπως αυτή με τον ΛΕΞ, η Χάρις Αλεξίου παρακολουθεί τις αλλαγές της εποχής. «Μου έχει πει ο γιος μου: “Ακου αυτή την παραγωγή. Πώς σου φαίνεται;”. Του λέω: “Αυτό είναι τραγούδι;”. “Δεν είναι ακόμη”, μου απαντάει. Αλλα ήταν τα δικά μου κριτήρια, όμως ήθελα να δω τι τραβάει έναν νέο παραγωγό που ακούει μια φωνή και λέει “τι φωνάρα είναι αυτή”. Εκεί το βουλώνω, γιατί είναι σαν να μην αποδέχομαι τον νεότερο. Αλλά αφού δεν ευχαριστιέμαι;».
Φούντωσε η αγάπη του κόσμου
Την παραξενεύει το έντονο ενδιαφέρον του κοινού μετά το «Maestro» του Χριστόφορου Παπακαλιάτη. «Βλέπω νέους να προσπαθούν να με προσεγγίσουν. Κάτι έγινε και φούντωσε η αγάπη του κόσμου». Κι όμως, αυτό εκδηλώθηκε σαν προστατευτική αγκαλιά ήδη το 2020, όταν δήλωσε ότι δεν μπορεί να τραγουδήσει όπως πριν. «Νομίζω ότι ο κόσμος έχει ανάγκη από σταθερότητα. Εχουμε την ανάγκη απ’ ό,τι μας έχει διαμορφώσει. Οπως θέλουμε να υπάρχει η μάνα μας –άσχετα αν της τα φορτώνουμε–, υπάρχει ανάγκη να υπάρχουν οι παλιότεροι. Είναι η αξία που χρειαζόμαστε».
Βλέπει ακόμη στο όνειρό της ότι τραγουδάει; «Βλέπω ότι τραγουδάω και λέω “κοίτα που μπορώ”», λέει γελώντας. Ευχαριστιέται που την ακολούθησε ο κόσμος στο θέατρο. «Θα το συνεχίσω. Να, τον Απρίλιο ο Θωμάς Κωνσταντίνου ανεβάζει θεατροποιημένο αναλόγιο με σκηνές από τους ύμνους του Ρωμανού του Μελωδού και παίζει ο ίδιος μουσική. Θα το παρουσιάσουμε στη Λευκωσία και έπειτα τον Μάιο ακολουθεί κάτι στο Μέγαρο». Λέει ότι στο τραγούδι τα περισσότερα χρόνια τα τράβηξε μόνη της, έχοντας έγνοια για όλα. «Είχε μια μοναχικότητα ο δρόμος του τραγουδιού. Στο θέατρο μου αρέσει ότι είμαι μέρος ενός συνόλου. Στις συνεργασίες με ενδιαφέρει ο σκηνοθέτης και να παίζω ρόλους που μπορώ να καταλάβω. Θα ήθελα να παίξω κωμωδία. Εκεί θέλω να με δω».
Σπουδές υποκριτικής
Μικρή πήγαινε στη σχολή του Πέλου Κατσέλη, εδώ στη Νέα Σμύρνη. «Ημουν συμμαθήτρια με τον Δημήτρη Καταλειφό και τον Αγγελο Παπαδημητρίου, αλλά μετά ήρθε το τραγούδι και παράτησα τη σχολή». Οταν έπαιξε τον μονόλογο του Β. Χατζηγιαννίδη, μου είχε πει «θέλω να είμαι πολύ καλή, να ξεχάσουν το άλλο που έκανα». «Πίστευα ότι το κοινό ήθελε κάποιο χρόνο για να βγάλει από το μυαλό του τη Χαρούλα που τραγουδάει». Της αρέσει που την αποδέχθηκαν, όπως και ότι αγάπησαν τη σύγχρονη γιαγιά που παίζει στο «Maestro». Φαντάζεται τον εαυτό της αληθινή γιαγιά; «Δεν ξέρω πώς θα ήμουν, αλλά βλέπω μωράκια και μου τρέχουν τα σάλια. Μωράκια και σκυλάκια στο Instagram».
Της αρέσει να ζει το πρωινό, να βλέπει τον ήλιο, αν και στους καλλιτέχνες ταιριάζει το βράδυ. «Μου αρέσει να χωθώ σε μια θεατρική αίθουσα, να δω μια παράσταση και μετά να γυρίσω σπίτι. Σπάνια βλέπω μουσικά πράγματα γιατί τελειώνουν αργά». Στην αρχή την αναστάτωνε το live, «αλλά όχι, δεν βλέπω τον εαυτό μου εκεί πάνω. Εχω σκεφτεί “τι ωραία, τελείωσα με αυτό”. Καταλαβαίνω βέβαια ότι δεν παρατάει κανείς τη σκηνή στα καλά καθούμενα. Οσο έχει τη φωνή του, συνεχίζει. Καμιά φορά ακούμε έναν τραγουδιστή που δεν αποδίδει όπως όταν ήταν γερή η φωνή του σαν να μην ακούμε την απώλειά της. Οταν κάποιος πει τη “Φραγκοσυριανή” και δεν μας νοιάζει πώς τη λέει, είναι γιατί ακούμε το τραγούδι που έχουμε μέσα μας».
Δεν γράφει τραγούδια, αλλά πριν από ένα χρόνο ξεκίνησε διστακτικά την αυτοβιογραφία της. «Είμαι στο κεφάλαιο πριν από το τραγούδι. Το σταμάτησα· σκεφτόμουν το μετά. Τι θα γράψω; Οτι έκανα δίσκο με τον τάδε;».
Συνήθως τα παιδικά χρόνια δεν είναι αυτά που πονάνε και στοιχειώνουν; «Από το ’60 που ήρθα στην Αθήνα, ένιωσα την αγριάδα. Γιατί στη Θήβα, στο σπιτάκι μας, με τη γιαγιά και τον παππού, την αυλή, οι άνθρωποι είχαν ό,τι χρειάζονταν, έμοιαζαν όλα πιο γλυκά». Από τη Θήβα βρέθηκαν σε ένα παραγκόσπιτο στο Δουργούτι. «Η Αθήνα, η πόλη μας, άλλαξε. Η επιθυμία να μπω κι εγώ σε ένα διαμέρισμα, να πάρω αυτοκίνητο. Αναρωτιέμαι: ένα βιβλίο ποιον απασχολεί; Αλλη μια ιστορία, μα όλος ο κόσμος έχει μια…».

