«Πού είναι ο Ηλίας, όταν όλα τα γέλια σβήνουν; Δεν ξέρω… Ξεκίνησα ψυχανάλυση… Και πάει καλά, και… Αχ, δεν ξέρω, σκέφτομαι… Ισως πρέπει να κάνω ένα διάλειμμα… Δεν ξέρω αν έχει νόημα πια… Δεν ξέρω…», λέει ο Ηλίας και βουρκώνει. Μεγάλη φίρμα στο εμπορικό θέατρο, έχει κάνει καριέρα σε ρόλους κωμικούς, τώρα θέλει να τολμήσει στροφή στην καριέρα του, σε πιο σοβαρό ρεπερτόριο. Ο ιδιοκτήτης του θεάτρου, για να μην τον χάσει, δέχεται να ανεβάσει ένα κουλτουριάρικο έργο ενός άγνωστου σκηνοθέτη. «Η ιστορία δεν είναι γραμμική. Οκέι; Πρέπει επιτέλους να το βγάλουμε αυτό από το μυαλό μας… Το υποκείμενο Οιδίπους, όπως και το υποκείμενο Πενθέας, όπως και το υποκείμενο Προμηθέας. Ολοι στο τέλος έρχονται ως θραύσματα ενός κατακερματισμένου εαυτού», εξηγεί ο σκηνοθέτης στον, σε πλήρη σύγχυση, πρωταγωνιστή, που θέλει να του εξηγήσουν τον ρόλο. Και η πρόβα ξαναρχίζει, μέχρι που ο Ηλίας καλείται να θρηνήσει λέγοντας: «Φέυ!». «Οχι Φαίη, ρε Ηλία. Οχι Φαίη, φευ». Είναι μία από τις στιγμές που ξεκαρδίστηκα βλέποντας το «Merde!» στο Δημοτικό Θέατρο Πειραιά, σε σκηνοθεσία Γιώργου Κουτλή και Βασίλη Μαγουλιώτη. Και δεν ήταν λίγες αυτές οι στιγμές.
Η παράσταση «Merde!» είναι καθαρή στις στοχεύσεις της. Να προκαλέσει γέλιο και ευφροσύνη, εξιστορούμενη τα τερτίπια του θεάτρου όταν χάνει τον δρόμο του ή, αλλιώς, «μπλέκει τα μπούτια του». Και θέλει να κάνει… κουλτούρα με τα λεφτά των άλλων, και αφήνει με αμοιβές πείνας τους συντελεστές της παράστασης. Ενδεικτική η σκηνή όπου η νέα ηθοποιός στην οντισιόν για τον βασικό γυναικείο ρόλο παρουσιάζει υπέροχα ένα απόσπασμα από τον μονόλογο της Ελβίρας στον «Δον Ζουάν» του Μολιέρου, αλλά δυστυχώς απορρίπτεται όταν ρωτάει για τον μισθό της. «Το θέμα δεν είναι το οικονομικό. Το θέμα είναι να γίνεις μέρος αυτού του εγχειρήματος που σκοπεύω να ξεκινήσω εδώ. Να συνειδητοποιήσουμε λίγο ότι σου δίνεται μία ευκαιρία να δουλέψεις σε ένα πρότζεκτ που, ας μη γελιόμαστε, θα είναι ένα από τα γεγονότα της χρονιάς», της απαντά ο σκηνοθέτης. Προκαλώντας κλαυσίγελο, παρουσιάζεται μια πραγματικότητα, της ουσιαστικά εθελοντικής εργασίας, στο ελληνικό θέατρο και όχι μόνον.
Η κωμωδία στο ελληνικό θέατρο κακοπαθαίνει. Είτε η σκηνοθετική ματιά επιχειρεί να φορτώσει με ερμηνευτικά βαρίδια το κείμενο, με αποτέλεσμα η παράσταση να αποστεώνεται και να καταλήγει εγκεφαλική, απρόσιτη στον μέσο θεατή, άκεφη. Είτε βλέπουμε φαρσικές καταστάσεις, γεμάτες με χοντράδες, που καταλήγουν σε μπαλαφάρα. Τελευταία, διαμαντάκια μάς προσέφερε ο Βασίλης Παπαβασιλείου με τους «Δύο χέστηδες» και τον «Ιμπρεσάριο από τη Σμύρνη» (στο Τέχνης και στο Εθνικό Θέατρο), ενώ φέτος έλαμψε και «Το σχολείο γυναικών» σε σκηνοθεσία Αλέξανδρου Μυλωνά (επίσης στο Εθνικό).
Αναρωτιέμαι εάν η κωμωδία έχει πάψει να είναι κομψή, ραφινάτη, επειδή η υπερβολή της πραγματικής ζωής έχει «κλέψει» από το θέατρο τα όπλα του· εάν τα όσα ζούμε δεν αφήνουν χώρο στη σάτιρα. Μήπως είναι θέμα βιωμάτων που πια δεν ξεκαρδιζόμαστε ή μήπως απαιτείται ισχυρή παιδεία, για να έχεις και να δέχεσαι το καλό χιούμορ; Οχι, τίποτε από αυτά! Το βίωμα, θεατρικό και μη, απαιτεί αλήθεια, δόσιμο, ευγένεια ψυχής. Οχι ego, που ακκίζονται στον νοητό καθρέφτη τους – στα social media.

