«Θέλω να μιλήσω με δύναμη για να μπορέσει να κατορθωθεί η ζωή στον τόπο μου. Μέσα μου, όπως κάτω από μία πέτρα, ακούς το νερό υπόγειου ποταμού. Ακούγω ομιλία, ιστορίες, τη ζωή όλων των ανθρώπων μαζί. Οπισθοχωρώ με πληγές, ματωμένος, καταδικασμένος σε αδιέξοδο». Στο τέλος του χειρογράφου διατηρήθηκε η υπογραφή του συγγραφέα και η χρονολογία ολοκλήρωσης του έργου: «Ν. Γ. Πεντζίκης, 26 Αυγούστου 1938».
«Αν λάβουμε υπόψη την ένταση των λεγομένων, το μυθιστόρημα “Ο πεθαμένος και η ανάσταση” γράφτηκε ολόκληρο εκείνο το καλοκαίρι», λέει στην «Κ» ο Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκης.
Συνομιλούμε με τον γιο του Νίκου Γαβριήλ Πεντζίκη μέσω τηλεφώνου, γιατί βρίσκεται στη Θεσσαλονίκη μοιράζοντας τον χρόνο του ανάμεσα στην Αθήνα και την πόλη της καταγωγής του. Την πόλη – σφραγίδα, για την οποία ο πατέρας του έγραψε, «διευθετώντας το σώμα μου νιώθω να είμαι όχι απλώς ο χάρτης ή το παραστατικό σχήμα της Θεσσαλονίκης, παρά αυτή ταύτη η έκταση που καταλαμβάνει η πόλη πάνω στην επιφάνεια της γης (…)».

Τον Αύγουστο του 1938 που ολοκληρώθηκε «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», η Ελλάδα γιόρτασε με φανφάρες και παρελάσεις μαυροφαλαγγιτών τη διετία του καθεστώτος Μεταξά. Ο 30χρονος Ν. Γ. Πεντζίκης είχε επιστρέψει στη γενέτειρα έπειτα από τις σπουδές φαρμακευτικής και βοτανικής στο Πανεπιστήμιο του Στρασβούργου, αναλαμβάνοντας το φαρμακείο του πατέρα του, που έγινε ένα από τα γνωστότερα λογοτεχνικά στέκια της πόλης. Είχε επίσης ξεκινήσει τις επισκέψεις στο Αγιον Ορος, έναν τόπο όπου ταξίδεψε 93 φορές μέχρι τον θάνατό του (1993). Δεν είχε ακόμη αποκτήσει τον γιο του, ο οποίος γεννήθηκε το 1952.
Οπερα
Η συζήτηση με τον Γαβριήλ Νικολάου Πεντζίκη γίνεται με αφορμή τη νέα σύγχρονη όπερα «Ο πεθαμένος και η ανάσταση», ανάθεση της Εναλλακτικής Σκηνής της ΕΛΣ στον συνθέτη Νικόλα Τζώρτζη, που ζωντανεύει επί σκηνής το ομώνυμο έργο. Ο κ. Πεντζίκης ονομάζει αυτό το αινιγματικό πεζογράφημα «πεζοτράγουδο» και υπογραμμίζει ότι ο ελληνιστής Μάριο Βίτι το χαρακτήρισε «μονόλογο». «Το έργο έχει προφανή τα στοιχεία της νεωτερικότητας, αφού η ενότητα χρόνου και χώρου έχουν καταργηθεί», εξηγεί.
Αναρωτιέμαι εάν οι σπουδές του υιού Πεντζίκη είναι φιλολογικές. Το επιβεβαιώνει: απόφοιτος Φιλολογίας στην Οξφόρδη. Του ζητώ κάποιες οικογενειακές αναμνήσεις για να «συνοδεύσουν» την ανέκδοτη ασπρόμαυρη φωτογραφία που μας παραχώρησε: εικονίζει τον ίδιο πολύ μικρό στην αγκαλιά του πατέρα του, γύρω στο 1954.

«Ηταν ένας άνθρωπος απολύτως αφοσιωμένος στο έργο του», λέει. «Η ζωγραφική και η λογοτεχνία υπήρξαν καλλιτεχνικές εκφράσεις ισοδύναμες και ισόρροπες στην πορεία του. Οι πίνακες παρουσιάζονταν αμέσως σε εκθέσεις, ενώ τα γραπτά χρειάζονταν περίπου μια δεκαετία για να εκδοθούν».
Αυτοδίδακτος ζωγράφος και ένας από τους σημαντικότερους εκφραστές του ευρωπαϊκού νεωτερικού ρεύματος στη γραφή, μέσα σε μια πόλη που ως ευαίσθητος δέκτης ανταποκρίθηκε άμεσα σε αυτά τα μηνύματα, ο Ν. Γ. Πεντζίκης δέχτηκε απανωτές απορρίψεις από μεγάλα κυρίως αθηναϊκά περιοδικά στα οποία έστειλε κείμενα προς δημοσίευση.
«Σε κάθε καλλιτέχνη υπάρχει μια πλευρά που αγγίζει το μυστήριο. Πάντως στην οικογένειά μας υπήρχε ένα στοιχείο τρέλας. Ή πάθους, όπως θέλετε πείτε το», λέει στην «Κ» ο Γ. Ν. Πεντζίκης.
«Υπήρξε κατά μία έννοια ανέστιος στον λογοτεχνικό κύκλο της Αθήνας;», ρωτώ τον κ. Πεντζίκη.

Γελάει. «Τι σύμπτωση λέξεων!», απαντά. «Μία από τις απορρίψεις είχε έρθει από τη “Νέα Εστία” σε διεύθυνση του Πέτρου Χάρη, ο οποίος έγραψε στον Πεντζίκη ότι δεν θεωρούσε το κείμενο στο ύψος του περιοδικού και του συγγραφέα. Νομίζω ότι συχνά οι λογοτεχνικές συζητήσεις που αφορούσαν τον πατέρα μου επιβαρύνθηκαν με ιδεολογικές προεκτάσεις και πολιτικές προσαρτήσεις. Ο ίδιος είχε μια ιδιαίτερη σχέση με την Εκκλησία, όπως και με την ελληνική γλώσσα, δύο ζητήματα ακανθώδη για την εποχή. Η Εκκλησία που έβλεπε δεν ήταν η ίδια με την Εκκλησία την οποία έκριναν οι σύγχρονοί του. Ασχολήθηκε επίσης με θέματα που κίνησαν το ενδιαφέρον των θεολόγων και των φιλολόγων πολύ αργότερα, προαναγγέλλοντας την ανατροπή του ξεπερασμένου ευσεβισμού που κυριαρχούσε στο κράτος και στις θεολογικές σχολές.
»Οσο για την γλώσσα, εκεί δυστυχώς για εκείνον προσέκρουσε στον στρατηγό Μακρυγιάννη, μια προσωπικότητα την οποία η γενιά του ’30 έκανε ακρόπρωρο για την πλεύση της. Για τη γενιά του ’30 τα “Απομνημονεύματα” του Μακρυγιάννη απέδιδαν την ακραιφνή ελληνική γλώσσα, σε αντίθεση με την πλασματικότητα της καθαρεύουσας. Από την άλλη ο Πεντζίκης, στα νιάτα του, έκανε παρέα με τον Γιάννη Ψυχάρη και είχε υιοθετήσει το μονοφωνικό αλφάβητο, αλλά έπειτα από αυτές τις συγγνωστές τρελίτσες του φοιτητικού βίου, έβλεπε τη γλώσσα ως ενιαία. Ετσι μπορούσε να χρησιμοποιεί στα κείμενά του μια καθημερινή λέξη, για παράδειγμα το “τσανάκι” δίπλα σε μια ομηρική, όπως το “εριβώλαξ”».

«Ηταν άραγε τόσο αυστηρός, κρυπτικός όπως τα περισσότερα κείμενά του;», ρωτώ τον γιο Πεντζίκη για τον πατέρα Νίκο Γαβριήλ. «Και ναι και όχι», απαντά. «Πιστεύω ότι σε κάθε καλλιτέχνη υπάρχει μια πλευρά που αγγίζει το μυστήριο. Πάντως στην οικογένειά μας υπήρχε ένα στοιχείο τρέλας. Ή πάθους, όπως θέλετε πείτε το. Ο παππούς μου Γαβριήλ Πεντζίκης σπούδασε χημεία τη δεκαετία του 1880 στην Αθήνα και ίδρυσε το πρώτο επιστημονικό φαρμακείο της Θεσσαλονίκης. Μια από τις τρεις αδερφές του πατέρα μου, η Χρυσούλα, ήταν η κατοπινή ποιήτρια Ζωή Καρέλλη».
Αυστηρό πρόγραμμα
«Στα τέλη της ζωής του, του πρότειναν να καρεί μοναχός, αλλά δεν το έκανε. Το πρόγραμμά του, ωστόσο, ήταν πολύ αυστηρό. Ξυπνούσε πολύ νωρίς το πρωί, μεταξύ πέντε και έξι, έμπαινε στο γραφείο του και εργαζόταν έως τις 12 το μεσημέρι. Στη συνέχεια έφευγε για τη δουλειά του στη φαρμακευτική εταιρεία (αυτό, αφού πια έκλεισε το φαρμακείο του). Επίσης αγαπούσε πολύ τα ταξίδια και τα επιδίωκε πέραν των υποχρεώσεών του ως αντιπροσώπου φαρμακευτικών πωλήσεων».
Οσο πήγαινε σχολείο τον συναντούσε περισσότερο. Μετά, ως φοιτητής, όταν τύχαινε να συγκατοικήσουν, ο γιος κοιμόταν την ώρα που ο πατέρας δούλευε στο γραφείο του. «Ωστόσο αναπόφευκτα άκουγε μαζί μου πολλή ροκ μουσική και του άρεσαν οι Doors», θυμάται. «Γενικά ήταν ένας άνθρωπος με αυστηρά κριτήρια και επιλεκτικές συναναστροφές. Ομως, δεν υπήρξε καλλιτέχνης στη Θεσσαλονίκη που ο Πεντζίκης δεν γνώριζε, και αντίστροφα. Δεν χαριζόταν ποτέ ούτε και σε εμάς τα παιδιά του. Ποτέ δεν μας άφησε να κερδίσουμε όταν παίζαμε τάβλι, σκάκι ή σκραμπλ».

Αναλογίζομαι με τρόμο το ενδεχόμενο μιας παρτίδας σκραμπλ με τον Ν. Γ. Πεντζίκη και την αναπόφευκτη ήττα απέναντι σε έναν τέτοιο παίκτη, ο οποίος διέθετε επίσης ευρύτατη κουλτούρα, συμπεριλαμβανομένης της μουσικής. «Η τέχνη», έλεγε ο ίδιος, «είναι μια διαρκής συναναστροφή. Οταν πρόκειται για την “κηπουρική” των τεχνών, όλοι οι καλλιτέχνες είναι λίγο πολύ το ίδιο».
«Ο πεθαμένος και η ανάσταση» κάνει πρεμιέρα στην Εναλλακτική Σκηνή στις 14.3.

