ΣΟΦΙΑ ΑΥΓΕΡΙΝΟΥ
Aγνωστες λέξεις
Εκδ. Πόλις, σελ. 104
Σε ένα διαμέρισμα λαμβάνει χώρα μια τριμερής καλλιτεχνική παράκρουση. Οι τυφλοί γονείς γεμίζουν τους τοίχους με πίνακες μιας τερατώδους ζωγραφικής τεχνοτροπίας, οράματα οφθαλμών άγνωρων στις διαστάσεις του κόσμου και της ανθρώπινης φυσιολογίας, ενώ ο γιος καλύπτει κάθε εναπομείνασα επιφάνεια με κίτρινα χαρτάκια, όπου σημειώνει λέξεις δικής του επίνοιας, αδυνατώντας και ο ίδιος να τους προσδώσει το παραμικρό νόημα. Αυτό το διαμέρισμα επισκέπτεται κάθε Πέμπτη η ηρωίδα του βιβλίου, ξαδέλφη του γλωσσοπλάστη, για να κάνει γενική καθαριότητα. Ωστόσο, σύντομα ο ψυχισμός της λυγίζει από την εσώκλειστη παράνοια. Η «υπερρεαλιστική μάστιγα» στους τοίχους σε συνδυασμό με τις άγνωστες λέξεις στα κίτρινα χαρτάκια του ξαδέλφου της, που «ξεχείλιζαν από μέσα του μία μία σαν σταγόνες ορού που προσπαθεί, αλλά δεν καταφέρνει, να σε κρατήσει στη ζωή», έφεραν στην επιφάνεια μια απωθημένη ενοχή. Ως μεταφράστρια και συγγραφέας η Σοφία Αυγερινού (Αθήνα, 1975) έχει καλλιεργήσει μια στέρεη σχέση με τη γλώσσα. Αυτή η αμφίστομη σχέση στήριζε και το εξαιρετικό μυθιστόρημά της «Ο άλλος Λάζαρος» (Νεφέλη, 2014), μια αλληγορία για την Ελλάδα της οικονομικής κρίσης, με διακριτές διακειμενικές νύξεις. Στην πρόσφατη νουβέλα κυριαρχούν τα αδιέξοδα και οι περιορισμοί των λέξεων. Οταν η ηρωίδα έρχεται αντιμέτωπη με την άγνωστη γλώσσα του ξαδέλφου της, βιώνει τη βίαιη διασάλευση του κόσμου της, όπου αγωνιούσε να επιβάλει μια επισφαλή, όπως φάνηκε, τάξη. Με όση μανία και αν καθάριζε το παραλογισμένο διαμέρισμα, έβλεπε σε αδιόρατους αρμούς να απλώνεται «μαυριδερή λέρα», ένα λερό ρυάκι, ενώ ο αέρας την έπνιγε με την απόπνοια υγρού χώματος.
Ενα ενδιαφέρον στοιχείο της αφήγησης είναι η μέριμνα της ηρωίδας να αποδώσει την ιστορία της με τη μεγαλύτερη δυνατή ακρίβεια. Μοιάζει να απευθύνεται σε έναν φιλύποπτο ανακριτή, τις υποτιθέμενες ενστάσεις του οποίου πασχίζει να άρει. Την προσπάθειά της για μια αξιόπιστη μαρτυρία υπονομεύει η γλωσσική πάθηση του ξαδέλφου της, που βαθμιαία μολύνει και την ίδια. Η γραμματική της παραλογιζόταν. «Ποιο μέρος του λόγου να μιλήσει για το μέρος εκείνο που πρέπει εγώ να πω». Από ένα σημείο και μετά αρχίζει να φοβάται πως η ανεύρετη λέξη, για χάρη της οποίας ο ξάδελφός της καταβυθιζόταν στην άβυσσο μιας αμίλητης γλώσσας, βρισκόταν στα δικά της χείλη, σοβούσε στα σπλάχνα της. «Ισως να ξέρω εγώ ποια είναι η λέξη […]. Ισως η λέξη να είναι στα χείλια μου. Ή στα χέρια μου. Ή κάπου μέσα μου».
Η αφηγήτρια κινδυνεύει διαρκώς να γείρει τελεσίδικα στον γλωσσικό γκρεμό, παρασυρμένη από «την καταιγίδα των λανθασμένων λέξεων», που αχούσε στον νου της. Παρ’ όλα αυτά, συμμερίζεται τη λεκτική αγωνία του ξαδέλφου της με μητρική έγνοια, επιστρατεύοντας, θαρρείς, τη μαιευτική της ιδιότητα, σαν να πάλευε να φέρει σε αίσιο πέρας έναν δύσκολο τοκετό. Μέσα από τα φρικιαστικά ψελλίσματα της αγλωσσίας, ένα οδυνηρό μουρμουρητό, διάστικτο από βραχνούς σπασμούς, «λυγμικά ψελλίσματα» και ανατριχιαστικούς φθόγγους, που προσιδίαζαν σε ρόχθο, μοχθούσε να ανασύρει ένα κομματιασμένο χειρόγραφο.
Παρά την πεποίθηση της ηρωίδας πως οι λέξεις είναι «σκέτη απάτη», μια προδικασμένη αποτυχία, η Αυγερινού μετακινείται σοφά προς τον απώτατο προορισμό των λέξεων, τον ρυθμό. Εκεί όπου η έλλογη γλώσσα σιγούσε, αντηχούσαν αρμονίες. Οι άγνωστες λέξεις, ένα απονενοημένο γλωσσικό διάβημα, μπορεί να συνέθεταν ένα ποίημα ή μια μυστική μελωδία. Φέρνοντας τη γραφή της αντιμέτωπη με τις ανεκρίζωτες δυσαρμονίες της γλώσσας, η Αυγερινού κατάφερε να φθάσει επέκεινα του νοήματος, εκεί όπου οι φθόγγοι μεταστοιχειώνονται σε νότες και οι φράσεις μεταφράζονται σε μουσική.

