Στο Radvila Palace του Εθνικού Μουσείου Τέχνης Λιθουανίας, στο Βίλνιους, ολοκληρώνει τον κύκλο της η σημαντική έκθεση «NSRD: Information About a Transformed Situation», η οποία προηγουμένως είχε φιλοξενηθεί στο Κέντρο Σύγχρονης Τέχνης Λετονίας, στη Ρίγα, με θέμα τη θρυλική λετονική, πρωτοποριακή, καλλιτεχνική ομάδα NSRD.
Το «Εργαστήριο για την Αποκατάσταση των Αισθητών Συναισθημάτων», με τις θυελλώδεις δραστηριότητές του (μουσική, περφόρμανς, τέχνη δράσης, λογοτεχνία, εικαστικές τέχνες, βίντεο αρτ, πολυμέσα, αρχιτεκτονικές προτάσεις, μεταμοντέρνο ντιζάιν, ντισκοτέκ), κυρίως στα ’80s στη Ρίγα, γεννήθηκε σε συγκεκριμένες πολιτικοκοινωνικές συνθήκες επηρεάζοντας μέχρι σήμερα πολλούς σύγχρονους μουσικούς – καλλιτέχνες. Ιδρύθηκε το 1982 από τους συνομηλίκους Γιούρις Μπόικο (1954-2002, συγγραφέα, μουσικό, εικαστικό, γιο Ουκρανού και Λετονής εκτοπισμένων από το σοβιετικό καθεστώς) και Χάρντιτς Λέντινς (1955-2004, μουσικό, αρχιτέκτονα, καλλιτέχνη πολυμέσων) που έφυγαν πρόωρα από τη ζωή, σε ηλικία μόλις 47 και 49 ετών, αντίστοιχα. Με τον ενθουσιασμό και τη φλόγα της αναζήτησης (28 και 27 ετών τότε), το ντουέτο διευρύνεται από μουσικούς – καλλιτέχνες. Συχνά έπαιζαν με δανεικά όργανα, συνδύαζαν ακουστικά όργανα που έβρισκαν, ό,τι μπορούσε να παράγει ήχο με τον διαθέσιμο εξοπλισμό συνθεσάιζερ και έναν υπολογιστή. Εμπνεύστηκαν στη μουσική από τους Τζον Κέιτζ (ταξίδευε κατά κόρον στην Ανατολική Ευρώπη επηρεάζοντας καίρια τους καλλιτέχνες), Αντον Βέμπερν, Ερίκ Σατί, Καρλχάινζ Στοκχάουζεν, Φίλιπ Γκλας, Τέρι Ρίλεϊ, Ρόμπερτ Γουάιατ, Μπράιαν Ινο, Λόρι Αντερσον, King Crimson και Creedence Clearwater Revival, στη λογοτεχνία από τους ντανταϊστές, τον Καρλ Σουίτερς και τον Ε.Ε. Κάμινγκς, στα εικαστικά από τους Γιόζεφ Μπόις και Αντι Γουόρχολ. Από το 1974 ο Λέντινς, αφοσιωμένος στη μουσική, νεαρός φοιτητής αρχιτεκτονικής, διοργάνωνε πειραματικές ντισκοτέκ-διαλέξεις παρότι οι ξένοι δίσκοι με πληροφορίες για μουσικούς ήταν εξαφανισμένοι, σε μια περίοδο που ο ασφυκτικός ηγεμονικός ρόλος της Σοβιετικής Ενωσης στη Λετονία και οι ιδεολογικές δομές του επίσημου κράτους απέκλειαν κάθε «δυτική, καπιταλιστική προπαγάνδα». Οι πρώτες σοβιετικές ντισκοτέκ και χορευτικές εκδηλώσεις δυτικού τύπου ευημερούσαν στα ’80s. Τότε ο Λέντινς, πρωτοπόρος των ντίσκο, δραστηριοποιήθηκε ως dj, παραγωγός εκδηλώσεων. Από το 1976 επίσης είχε ηχογραφήσει προετοιμασμένο πιάνο. Ωστόσο Μπόικο και Λέντινς από το 1973 (συμμαθητές σε γυμνάσιο της Ρίγα) είχαν αντικαθεστωτική δράση εκδίδοντας περιοδικό με πειραματικά κείμενα με τρόπο samizdat και αναπαρήγαν λογοκριμένες, αντεργκράουντ εκδόσεις που τις διοχέτευαν στο κοινό χέρι χέρι. Εγραψαν το μοντερνιστικού ύφους μυθιστόρημα παραλόγου «ZUN». Οταν η δράση τους έγινε αντιληπτή από τους επόπτες ιδεολογίας, η KGB με έφοδο στα σπίτια τους κατάσχεσε τα έντυπα. Το samizdat χρησιμοποιούνταν ευρέως από τους συγγραφείς του σοβιετικού μπλοκ. Ουσιαστικά αυτοεξέδιδαν γραπτά τους αναπαράγοντάς τα με καρμπόν σε γραφομηχανές, ή τυπώνοντάς τα στις νυχτερινές βάρδιες των τυπογραφείων. Ανάλογα εξέδιδαν και διένειμαν και τη μουσική τους σε κασέτες. Ηχογραφούσαν αυτοσχέδια σε μαγνητοταινίες στην ντισκοτέκ Cosmos (σφραγίστηκε το 1983 από το καθεστώς λόγω της «επιζήμιου» χαρακτήρα της) και στο στούντιο-σπίτι Seque του Λέντινς. Την περίοδο 1985-1989 τρίτο βασικό μέλος της ομάδας ήταν η Ινγκουνα Σέρνοβα, επαγγελματίας μουσικός, χωρίς ωστόσο ποτέ το γκρουπ να χάσει τον ερασιτεχνικό του χαρακτήρα.
Η εποχή Γκορμπατσόφ
Οι μεταρρυθμίσεις του Γκορμπατσόφ από το 1985 διαμόρφωσαν σε ένα βαθμό κλίμα ανοχής για να εκφραστεί η αιρετική καλλιτεχνική άποψή τους. Παρά τους περιορισμούς που συνέχιζαν σαφώς μειωμένοι, εισήγαγαν πρωτοπορία, φιλοσοφίες, Ζεν Βουδισμό, μεταμοντέρνα αισθητική. Οι ίδιοι ονόμασαν το κίνημά τους «Κατά Προσέγγιση Τέχνη» παραπέμποντας σε μια τέχνη σχετιζόμενη κυρίως με την καθημερινότητα, που δεν διαχωρίζεται από τη ζωή, αλλά και στα θολά όρια των ειδών τέχνης. Η μπάντα διαλύθηκε το 1989, χρονιά της μεγάλης αναταραχής της Σοβιετικής Ενωσης, δύο χρόνια πριν από την ανεξαρτητοποίηση της Λετονίας. Εκτοτε, Μπόικο και Λέντινς ακολούθησαν προσωπική πορεία.
Οι NSRD είναι μέρος ενός έθνους που σφραγίζεται από μια έντονη αντίφαση: βαθιά παραδοσιακό και ταυτόχρονα αναζωογονητικά προοδευτικό. Το έδαφος της Λετονίας, χώρας της διατήρησης της εθνικής ταυτότητας κόντρα στις ξένες επιρροές, όπου παραδοσιακό τραγούδι και χορός κυριαρχούν (οι εορτασμοί τους αναγνωρισμένοι από την Unesco ως αριστούργημα προφορικής, άυλης κληρονομιάς), «έπλασε» τους NSRD.
Στην επανέκδοση του αριστουργηματικού δίσκου βινυλίου-συλλογής τους «Workshop For The Restoration Of Unfelt Feelings» με αφορμή την έκθεση στο Βίλνιους (πρώτη έκδοση: Stroom, 1987) ακούμε εξαιρετικές συνθέσεις με θαυμάσια φωνητικά. Κάθε κομμάτι από τα δώδεκα και ένας διαφορετικός ηχητικός, μουσικός κόσμος.
Κανένα κομμάτι δεν θυμίζει το προηγούμενο. Ηλεκτρονική, μίνιμαλ, άμπιεντ, αβανγκάρντ, art rock, krautrock, musique concrete, synth pop, ψυχεδέλεια, new wave, post punk, world music με ανατολικές επιρροές, διαδέχονται η μία την άλλη ή μπλέκουν ευφυώς η μία στην άλλη και συνθέτουν το μοναδικής ομορφιάς και ονειρικής ατμόσφαιρας ακαταμάχητο μουσικό σύμπαν των NSRD. Μια συναρπαστική μουσική (και όχι μόνο) ιστορία για τη λαχτάρα, τη μοναξιά,
τα ταξίδια, την ελευθερία, τους ανοιχτούς ορίζοντες, τις μεταμορφωτικές συναντήσεις και τα συναισθήματα.

