Ογκίστ Ροντέν: «Αγαπήθηκε κανείς εδώ;
Ή έτσι πέρασαν τα χρόνια;»
«Η πύλη της Κόλασης»
Τη συγκίνηση ενός γνήσιου συναισθήματος, αυτού που προκαλεί ο ποιητικός λόγος, και τη γοητεία ενός άρτιου εικαστικού θεάματος συνδυάζει ο Γιάννης Καλαβριανός στο σκηνικό ταμπλό της παράστασης «Η πύλη της Κόλασης». Ο παθιασμένος αλλά και καταραμένος έρωτας του γλύπτη Ογκίστ Ροντέν και της μαθητευόμενης γλύπτριας και μούσας του Καμίγ Κλοντέλ συνδυάζεται με την ιστορία του επίσης φλογερού και αδιέξοδου πάθους του Πάολο και της Φραντσέσκα, του περίφημου παράνομου ζευγαριού που δολοφονήθηκε το 1285 μ.Χ. από τον Τζιοβάνι Μαλατέστα, σύζυγο της Φραντσέσκα και αδελφό του Πάολο. Ο Καλαβριανός συνθέτει δραματουργικά έναν ύμνο αλλά και μια ελεγεία αφιερωμένη στους καταστροφικούς και καταδικασμένους έρωτες, σε μια παράσταση εμπνευσμένη από τον πίνακα του Αλεξάντρ Καμπανέλ «Ο θάνατος της Φραντσέσκα ντε Ρίμινι και του Πάολο Μαλατέστα», που εκτίθεται στο Μουσείο Ορσέ του Παρισιού. Στο προλογικό σημείωμα του έργου, ο συγγραφέας υπογραμμίζει ότι «οι ιστορίες είναι σαν να υπάρχουν κάπου και να μας περιμένουν να τις αφηγηθούμε. Ολόκληρη η τέχνη είναι σαν να αιωρείται ασχημάτιστη κάπου, μέχρι ένα χέρι να κάνει την αρχή». Πράγματι, οι δύο άσχετες μεταξύ τους ερωτικές ιστορίες, που συντελούνται με τη διαφορά έξι αιώνων, διαπλέκονται σε μια ενιαία θεατρική αφήγηση, αναδεικνύοντας τα αληθινά πρόσωπα ως δραματικά πρόσωπα με την τραγική κατάληξη της δολοφονίας του ζευγαριού και του εγκλεισμού της Κλοντέλ στο ψυχιατρείο για τριάντα ολόκληρα χρόνια.
Η σχέση του γλύπτη Ογκίστ Ροντέν και της μούσας του Καμίγ Κλοντέλ συνομιλεί με την ιστορία του παράνομου ζευγαριού Πάολο και Φραντσέσκα, οι οποίοι δολοφονήθηκαν το 1285 μ.Χ.
Ο Καλαβριανός εισχώρησε στις πτυχές αυτών των ιστοριών και πέτυχε μια σκηνική σύνθεση των διαφορετικών όψεων του ερωτικού θέματος, σε ένα συνδυασμό αφηγηματικής και δραματικής θεατρικής φόρμας. Αυτή η ιδιότυπη πολυφωνία τίθεται στο επίκεντρο και του σκηνοθετικού ενδιαφέροντος ενός καλλιτέχνη που έχει διαμορφώσει τη δική του θεατρική ταυτότητα, προσδιορισμένη από τη σύζευξη της αφηγηματικής ροής και της σκηνικής της έκφρασης.
Οι ιστορίες του Καλαβριανού δεν εξελίσσονται μέσα από τον θεατρικό διάλογο γιατί όλες οι φωνές των δραματικών του προσώπων καταλήγουν σε μια προσωπική αφήγηση και η όποια δράση προβάλλεται εντέλει ως μονολογική. Ο σκηνοθέτης γνωρίζει πολύ καλά τους κώδικες της δραματουργίας με αφηγηματική χροιά και αντιμετωπίζει με επιτυχία τον κίνδυνο της στατικότητας και της υπονόμευσης της θεατρικότητας στα θεατρικά του έργα.
Η «Πύλη της Κόλασης» είναι μια παράσταση-γλυπτό, η διάταξη των σωμάτων των ηθοποιών παραπέμπει σαφώς στην έκθεσή τους σε μια γλυπτοθήκη και γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο, ο σκηνικός χώρος διαμορφώθηκε σαν ένα ουδέτερο τοπίο, ένα «μη χώρο» με λευκά χρώματα που παραπέμπουν στον κόσμο της μαρμαροτεχνίας, ένα χώρο όπου το απόκοσμο στοιχείο υπονομεύει την οποιαδήποτε ρεαλιστική συνθήκη, όπως τον σχεδίασε με ιδιαίτερη γοητεία η Μαρία Καραθάνου. Το σκηνικό περιέχει λεπτομέρειες από γλυπτικές συνθέσεις των έργων του Ροντέν και της Κλοντέλ, αλλά και όλες οι στάσεις, οι μορφές και οι κινήσεις των σωμάτων που επιμελήθηκε η Μαριάννα Καβαλλιεράτου δεν είναι τυχαίες, όλες καταλήγουν στα γνωστά γλυπτικά αριστουργήματα όπως ο «Σκεπτόμενος», «Η εγκατάλειψη», «Οι αστοί του Καλαί», «Η Δαναΐδα», «Το βαλς» και φυσικά το «Φιλί», το γλυπτό που αναπαριστά την εξιδανικευμένη έλξη των γυμνών εραστών. Eντονη η σύνδεση με το «Αγνωστο αριστούργημα» του Μπαλζάκ, ιδίως στη σκηνή της αποκάλυψης της «Πύλης της Κόλασης» στη νεαρή Καμίλ. Εντεχνα και σωστά φωτισμένα τα αγάλματα-σώματα των δραματικών προσώπων απλωμένα στους βράχους, από την Εβίνα Βασιλακοπούλου, ενώ η μουσική του Θοδωρή Οικονόμου πλαισιώνει ρυθμικά τις γλυπτικές κατασκευές.
Ο Γιώργος Γλάστρας ως Ροντέν ξεχωρίζει. Είναι το παραστασιακό κέντρο βάρους και γύρω του διαρθρώνονται είτε αντιστικτικά είτε συμπληρωματικά τα σημεία των εικόνων, των σωμάτων και των φωνών των δραματικών προσώπων. Ο Γλάστρας ως εύπλαστος ηθοποιός, ιδιαίτερης δύναμης και υποβλητικής ερμηνευτικής πυκνότητας, δημιουργεί έναν Ροντέν με «εύφλεκτη καρδιά» σε «άσχημο σώμα».
Η Λυγερή Μητροπούλου ερμηνεύει δυναμικά τον ρόλο της Καμίλ, αναδεικνύοντας την παθιασμένη και ερωτική μούσα του Ροντέν. Η Χριστίνα Μαξούρη αποφεύγει την αισθηματολογία στον ρόλο της Φραντσέσκα, δημιουργώντας το σωστό περίγραμμα ενός ποιητικού ρεαλισμού. Υποτονική η ερμηνεία του Κωνσταντίνου Ζωγράφου ως Πάολο, στην προσπάθειά του να λειτουργήσει ως αντίρροπη δύναμη στην αίγλη της ιερατικής μορφής του Ροντέν. Η Λυδία Φωτοπούλου προβάλλεται ως εξπρεσιονιστικό εφέ σε τρία ολιγόλεπτα βίντεο και υποδύεται την Κλοντέλ κατά την περίοδο της νοσηλείας της σε ψυχιατρική κλινική, γεμίζοντας τη σκηνή με το φως της απόκοσμης οπτασίας της.
Η «Πύλη της Κόλασης» είναι μια αισθητικά ολοκληρωμένη σκηνική πρόταση, αφιερωμένη στη διερεύνηση του δίπτυχου ερωτήματος: «Τι είναι η τέχνη; Και τι ο αδελφός της ο έρωτας;».
*Η κ. Ρέα Γρηγορίου είναι διδάκτωρ Ιστορίας – Δραματολογίας ΑΠΘ.

