ΧΡΥΣΟΣΤΟΜΟΣ ΤΣΑΠΡΑΪΛΗΣ
De Mysteriis
εκδ. Αντίποδες, σελ. 200
Οι ήρωες του Χρυσόστομου Τσαπραΐλη (Λάρισα, 1984) νοσταλγούν τόπους απάτητους, που τους οραματίζονται μυθικούς. Οι μύθοι προεξάρχουν και σε αυτή την τρίτη διηγηματογραφική συλλογή του. Ενας κλειδαράς, με έλξη προς καθετί απαραβίαστο, μπαίνει σε μια ερεβώδη εκκλησία, κρυμμένη σε ένα «ομιχλιασμένο» δάσος. Στο κατασκότεινο εσωτερικό αντηχούν ψαλμωδίες, ανασαλεύουν ίσκιοι, ένας μανδύας στάζει μαύρο μελάνι, ενώ στον στοιχειωμένο αέρα πλανιούνται μυρωδιές παλιού χαρτιού και σβησμένου κεριού. Ο πρωταγωνιστής αισθάνεται πως έχει εισδύσει σε ένα χώρο παλλόμενο από άφατα μυστήρια και αρχαίες δοξασίες. Είχε βρεθεί στο τοπόσημο ενός μύθου, καταμεσής μιας συλλογικής ονειροφαντασίας. Η ίδια η εκκλησία με την αλλόφρονα αρχιτεκτονική της έμοιαζε με την ένυλη μορφή της παράδοσης. Το πελώριο κτίσμα «αντικατόπτριζε τον τρόπο λειτουργίας της παράδοσης, τις επιστρώσεις και τα κράματα που σώρευε κάθε γενιά».
Οι τόποι της νοσταλγίας είναι τόποι ιεροί, όπου τελούνται μνημονικές λατρευτικές ιερουργίες. Ο ιερέας Ιγνάτιος βάλθηκε να αναστήσει στα χώματα της γενέτειράς του μια φρικιαστική ιστορία της μητέρας του για μια αγία Σέτρα με αποτρόπαιη όψη, που δειπνούσε ετοιμοθάνατα σώματα. Το μητρικό παραμύθι, εγκεντρισμένο στη σαγήνη του τρόμου, μεταστοιχειώθηκε σε μυστικιστική, επιθανάτια λατρεία, καθώς ο Ιγνάτιος με την αφοσίωσή του στους νεκρούς, ένιωθε τέλεια ταύτιση με την ανόσια αγία. Ενα ταφικό έθιμο επινοούν δύο φίλοι στο διήγημα «Παγωμένο φεγγάρι». Σύμφωνα με τον μύθο τους, οι νεκροί έπρεπε να ντύνονται με σάβανο επιλεγμένο από τους ίδιους, εγκαίρως θαμμένο στο χώμα. Οταν πεθαίνει αδόκητα ο ένας μυθοπλάστης, ο άλλος ξεθάβει το νεκρικό του κοστούμι και, υπακούοντας σε μια άλογη παρόρμηση, ντύνεται τον μαύρο μανδύα. Ο μέλας μανδύας, ποτισμένος από το νεκρώσιμο πεπρωμένο του, μεταμορφώνεται σε χιτώνα του Νέσσου και κατασπαράζει τον ψυχοπομπό.
Τα πεζά του Τσαπραΐλη είναι γοτθικές ιστορίες, στολισμένες με ομίχλη, σκιές, σπίθες, κεριά, οστά, σύμβολα χαραγμένα με πύρινα γράμματα, πράσινα φεγγάρια, περγαμηνές και πένες, τρίστρατα, αίμα και αλλόκοτα θανατικά. Στους θρύλους πρωτοστατεί ο θάνατος, συνηθέστερα σαν απόληξη απόκρυφων ιεροπραξιών. Ωστόσο, πέρα από το γκροτέσκο σκοτάδι, στις ιστορίες επανέρχεται ο πόθος του παρελθόντος. Οι ήρωες γίνονται δεσμώτες πρωτόφαντων μυθολογιών, διότι η πραγματικότητα τους στραγγαλίζει. Ενδεικτικό το διήγημα «Καταραμένος στην αιωνιότητα», όπου ο πρωταγωνιστής περπατώντας στην Κυψέλη βρίσκεται παγιδευμένος σε μια μαγεμένη επικράτεια, σε μια διαταραγμένη, υπερβατική ρυμοτομία. Περιπλανώμενος στο κέντρο της Αθήνας ανακάλυψε μια ανύποπτη «αστυμαγεία». Παραδομένος σε «σαλεμένες ονειροφαντασίες», κατάφερε να διαφύγει από την πόλη, από «την τετριμμένη κι ελεγχόμενη φύση της» και τις άκαμπτες δομές της.
Με τα τρία του βιβλία ο Τσαπραΐλης έχει ήδη συγκροτήσει μια αξιοθαύμαστη, ξεχωριστή συγγραφική ταυτότητα, επαναφέροντας τον μύθο στο επίκεντρο της μυθοπλασίας και τη φαντασία στον αντίποδα της κοινοτοπίας του οικείου. Τη φανταστική εικονοποιία αναδεικνύει η μακάβρια, γκοθ αισθητικής γραφή. Ωστόσο, η γραφή, εμποτισμένη στον ζόφο των φρεναπατών της, ορισμένες φορές παρασύρεται σε αστοχίες. Για παράδειγμα, συχνά επαναλαμβάνονται τα επίθετα «απόκρυφο», «απόκοσμο» και «ομιχλιασμένο», ενώ αρκετές εκφράσεις («τεχνοτροπία φαύλη», «φαύλους τοίχους», «εβένινο αστροπελέκι», «τρανή ξύλινη τάβλα», «ταραγμένες πέτρες», «ισχνό νεκροταφείο», «βλοσυρούς χειμάρρους», «απλανή φωτισμό», «νεοσύστατο φως», «ιερό σκήνωμα») τανύζουν υπερβολικά την έννοια της ποιητικής αδείας. Επίσης, συναντάμε ένα ανήκουστο «άνηκε» και έναν εξίσου λάθος «αγγελιοφόρο».
Υποθέτω πως ο σχολιασμός της λογοτεχνικής γραφής εκλαμβάνεται πλέον σαν σχολαστικισμός. Βέβαια, αναρωτιέμαι πάντα αν ένας καλός συγγραφέας μπορεί να παραμερίζει το ζήτημα της γλώσσας. Ο Τσαπραΐλης είναι καλός συγγραφέας και θεωρώ, δίχως να υποτιμώ τις προαναφερθείσες γλωσσικές αστοχίες, ότι στην πεζογραφία του κυριαρχούν τα ποιοτικά χαρακτηριστικά της γραφής του.

