Δεν θα μπορούσε να το διατυπώσει κανείς πιο εύγλωττα απ’ ό,τι ο πολύπειρος μελετητής της ελληνικής κουζίνας, των τοπικών προϊόντων και παραδόσεων, Γιώργος Πίττας. Γαστρονομία δεν είναι όσα νόστιμα, απολαυστικά και περίτεχνα δοκιμάζουμε από τα χέρια εμπνευσμένων μαγείρων και βραβευμένων σεφ, αντίληψη που επικρατεί στις μέρες μας, αλλά το σύνολο των δραστηριοτήτων του ανθρώπου σε σχέση με την τροφή του.
Οι καλλιεργητικές πρακτικές που ακολουθεί, οι τρόποι ψαρέματος, οι μέθοδοι συντήρησης και επεξεργασίας των τροφίμων, τα ήθη και έθιμα γύρω από το φαγητό, οι γιορτινές συνταγές, η απλή κουζίνα της καθημερινότητας.
O Γιώργος Πίττας τα γνωρίζει καλά όλα αυτά – άλλωστε, έχει οργώσει όλη την Ελλάδα, καφενεία, ταβερνάκια και μπακάλικα, πανηγύρια του Αιγαίου, γαστρονομικές κοινότητες, έχει μπει σε σπίτια για να δει πώς μαγειρεύεται η παράδοση, πώς περνάει γλυκά από χέρι σε χέρι, για να εξελιχθεί και να ταξιδέψει στον χρόνο. Οταν πρόσφατα αποφάσισε να ασχοληθεί με τη γαστρονομία της Σκιάθου, σκέφτηκε να πάει στην «πηγή», να ξεφυλλίσει τα γραπτά του πιο διάσημου Σκιαθίτη, για να ανακαλύψει τις διατροφικές συνήθειες όπως τις περιγράφει ο κοσμοκαλόγερος Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης.
Στο βιβλίο του με τίτλο «Και έφαγον πάντες και ηυφράνθησαν…» (εκδ. Αρμός) ο Πίττας έχει συγκεντρώσει 300 αποσπάσματα από 90 διηγήματα του Παπαδιαμάντη. «Η προπαρασκευή του φούρνου είχε πολλά στάδια. Μετά το κόλλημα, ή το διά κλάδων άναμμα, επήρχετο το πάνισμα, είτα βραδέως ηκολουθεί το φούρνισμα, το φράξιμον, το ψήσιμον και τέλος το ξεφούρνισμα», γράφει ο μεγάλος Σκιαθίτης, που σε άλλα σημεία αναφέρεται στα εδέσματα του νησιού, δίνοντάς μας πλήθος πληροφοριών: «Η Μυρσούδα δεν επρόφθανε να φτιάνη φουσκάκια (ή λοκμάδες) από πρωΐας μέχρι μεσημβρίας», «είχαν φάγει το κοκορέτσι και είχαν πίει ανά δύο μαστίχας, και ήδη μετέβησαν εις το σπληνάντερον».
Αγρότες, ψαράδες και βοσκοί, λιμανάκια, ελαιώνες και αμπέλια, φυτά και βότανα, περιβόλια και βοσκοτόπια, άνθρωποι του μόχθου, μαγείρισσες και καλοφαγάδες ξεπηδούν ολοζώντανα στα γραπτά του Παπαδιαμάντη, συμπληρώνοντας ψηφίδα ψηφίδα έναν αυθεντικό, απλό, ταπεινό κόσμο, πολύτιμη πυξίδα τού χθες για τον ελληνικό γαστρονομικό πολιτισμό.

